}

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία (συνοπτική)



ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Το έπος

Η λέξη ἔπος σημαίνει απλά και μόνο «λόγος»· όμως κιόλας στην Οδύσσεια ως ἔπεα χαρακτηρίζονται τα αφηγηματικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι αοιδοί με τη συνοδεία της λύρας τους. Αυτή τη σημασία διατηρούμε και στον σημερινό ορισμό, όταν λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά έπη ήταν μακρόπνοα ποιητικά κείμενα συνθεμένα κατά στίχο σε συγκεκριμένο μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. Αρχικά οι αοιδοί τα παρουσίαζαν στο κοινό τραγουδιστά, με τη συνοδεία της λύρας τους· αργότερα η παρουσίαση μπορούσε να γίνει και με μελωδική απαγγελία, χωρίς μουσική συνοδεία.
Από την άποψη του περιεχομένου τους τα έπη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηρωικά και τα διδακτικά. Στο ηρωικό έπος ο αοιδός τραγουδούσε κλέα ἀνδρῶν, «δόξες των ανδρών» (θ 73), δηλαδή τα δοξασμένα κατορθώματα των ἀνδρῶν ἡρώων μιας περασμένης εποχής που διαπιστώσαμε ότι ταυτιζόταν με την ακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Γενικά, το αφηγηματικό περιεχόμενο των ηρωικών επών είχε μυθικό, ή ακόμα και παραμυθιακό, χαρακτήρα, και τα κατορθώματα των ηρώων ξεπερνούσαν συχνά τα ανθρώπινα μέτρα· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους ακροατές να πιστεύουν ότι οι ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα, και ότι με τις ποιητικές αφηγήσεις τους οι αοιδοί τούς αποκάλυπταν την αλήθεια για τους προγόνους τους.
Οι ίδιοι οι αοιδοί ήταν βέβαιοι πως οι αφηγήσεις τους ήταν αληθινές, ακόμα και όταν συνειδητά τις είχαν παραλλάξει. Δεν τα διαμόρφωναν οι ίδιοι, λέγαν, τα τραγούδια τους, αλλά οι Μούσες: αυτές τους έδιναν την έμπνευση, αυτές τους υπαγόρευαν το τραγούδι και τους βοηθούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του - αυτές ουσιαστικά τραγουδούσαν
Οι Μούσες υπαγόρευαν και τα διδακτικά έπη, που και αυτά αλήθειες φανέρωναν στους ακροατές τους. Το περιεχόμενό τους ήταν ποικίλο. Ο ποιητής μπορούσε να προτιμήσει θέματα θεολογικά, όπως η δημιουργία του κόσμου, η γενεαλογία των θεών, οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κλπ.· κοινωνικά, όπως η δικαιοσύνη· πρακτικά, όπως οι αγροτικές εργασίες, η ναυσιπλοΐα, το ημερολόγιο κλπ.· ή όποιο άλλο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.
Ο διδακτικός χαρακτήρας επιβάλλει ορισμένους κανόνες. Η παρουσίαση της γνώσης γινόταν μεθοδικά· η έκθεση ήταν συστηματική και ολοκληρωμένη και συνοδευόταν συχνά από νουθεσίες, συμβουλές, επιταγές και προειδοποιήσεις - τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν πάντα οι δάσκαλοι, οι γονείς και όποιος άλλος θέλει να οδηγήσει ή να επαναφέρει κάποιον ή κάποιους στον σωστό δρόμο. Έτσι ακριβώς και στο ένα από τα δύο διδακτικά έπη που μας σώζονται, στο Έργα και Ημέρες, ο ποιητής Ησίοδος προσπαθεί να νουθετήσει τον αδελφό του, που είχε ξεστρατίσει.

Η ομηρική ποίηση

Η διάδοση της γραφής είχε μεγάλο αντίχτυπο στον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα στον ποιητικό, που πια δεν ήταν μόνο προφορικός, αλλά μπορούσε και να καταγραφεί. Ως τότε οι αοιδοί ήξεραν ότι τα τραγούδια τους χάνονταν στον αέρα και πως, όταν σταματούσαν να τραγουδούν, δεν έμενε παρά η ανάμνηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στον νου των ακροατών τους. Τώρα όμως, με τη γραφή, σκέφτονταν ότι καταγραμμένα τα τραγούδια τους μπορούσαν να μείνουν αιώνια, να διαβαστούν και να τραγουδηθούν από πολλούς άλλους, να διατηρήσουν τη φήμη τους ζωντανή, ακόμα και μετά τον θάνατό τους. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του Θουκυδίδη, ο κάθε αοιδός είχε τώρα την αίσθηση ότι το έργο του δεν ήταν μόνο ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, «μια προσπάθεια για να ακουστεί εδώ και τώρα», αλλά μπορούσε να αποτελέσει και κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα» - και φυσικά έβαζε τα δυνατά του.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το νέο αλφάβητο. Σίγουρο είναι μόνο ότι η γραφή είχε ήδη διαδοθεί στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-700 π.Χ.), τότε που πιστεύουμε ότι έζησε ο ποιητής, ή οι ποιητές, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας - και λέμε «ο ποιητής ή οι ποιητές», γιατί από τη μια είναι πολύ πιθανό ο ποιητής της Ιλιάδας να είναι ο ίδιος με τον ποιητή της Οδύσσειας, από την άλλη δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας. Εδώ θα ακολουθήσουμε την συνηθέστερη εκδοχή, ονομάζοντας Όμηρο τον ένα ποιητή που συνέθεσε πρώτα την Ιλιάδα (γύρω στα 740 π.Χ.) και αργότερα (γύρω στα 710 π.Χ.) την Οδύσσεια.
Φαίνεται πολύ πιθανό, αλλά πάλι δεν είναι σίγουρο, ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε τις ευκολίες της γραφής για να συνθέσει τα έπη του· και πάλι δεν ξέρουμε αν έγραφε ο ίδιος, ή αν υπαγόρευε σε κάποιον άλλον. Βέβαιο είναι μόνο ότι συνθέτοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο Όμηρος ήξερε ότι δε συνθέτει απλά ηρωικά τραγούδια αλλά κάτι ξεχωριστό, ένα μνημείο της τέχνης του, έργα που θα μείνουν να τον δοξάζουν - όπως κι έγινε. Απόδειξη το ιδιότυπο σχέδιο και η μαστορική επεξεργασία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Τυπικά, στους 15.693 στίχους της η Ιλιάδα αφηγείται ένα μόνο επεισόδιο από τον δέκατο χρόνο του Τρωικού πολέμου: τον θυμό του Αχιλλέα. Ωστόσο, μέσα στις πενήντα μία μέρες της διήγησης συμβαίνουν και περιγράφονται γεγονότα που επαναλαμβάνουν πολλά απ᾽ όσα είχαν συμβεί στα πρώτα εννιά χρόνια της πολιορκίας και προαναγγέλλουν πολλά που θα συνέβαιναν αργότερα, ως και την άλωση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ακριβώς αυτό θέλησε και πέτυχε ο ποιητής: μέσα στο ένα επεισόδιο που αφηγείται να κατοπτρίζεται η εικόνα του πολέμου ολόκληρου.
Παρόμοια, στους 12.110 στίχους της η Οδύσσεια αφηγείται μόνο το τέλος του ταξιδιού του Οδυσσέα, από το νησί της Καλυψώς στο νησί των Φαιάκων και από κει στην Ιθάκη, όπου γρήγορα κατατροπώνει τους μνηστήρες και ξαναγίνεται κύριος στο σπιτικό του - σαράντα μία μέρες όλες κι όλες, ενώ η περιπλάνηση είχε διαρκέσει δέκα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής βρίσκει τρόπους να διηγηθεί όχι μόνο τις προηγούμενες περιπέτειες του Οδυσσέα αλλά και τις τύχες άλλων σημαντικών ηρώων του πολέμου - του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Νέστορα κ.ά. Είναι πάλι φανερό ότι σχεδιάζοντας και συνθέτοντας την Οδύσσεια ο ποιητής θέλησε, και μπόρεσε, στον βασικό θεματικό του ιστό να συνυφάνει πολλούς ακόμα νόστους.
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στον συνδυασμό τους Ιλιάδα και Οδύσσεια αλληλοσυμπληρώνονται για να καλύψουν ολόκληρο τον τρωικό μυθολογικό κύκλο, από την αρχή ως το τέλος. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι όσα στοιχεία μνημονεύονται στην Ιλιάδα δεν επαναλαμβάνονται στην Οδύσσεια, τότε έχουμε έναν παραπάνω λόγο να πιστέψουμε ότι τόσο ο σχεδιασμός της Ιλιάδας όσο και ο σχεδιασμός της Οδύσσειας εντάσσονται σε μια μεγάλη ενιαία ποιητική σύλληψη.

Παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη:
(α) Από τα λαϊκά αφηγηματικά τραγούδια της πρώιμης αρχαιότητας δε μας έχει σωθεί ούτε ένα. Όταν όμως στα έπη του Ομήρου συναντούμε στοιχεία γνωστά από μεσαιωνικά και νεότερα δημοτικά τραγούδια, τότε βεβαιωνόμαστε ότι ο Όμηρος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε δεχτεί λαϊκές επιδράσεις, ή, καλύτερα, ότι στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης τα σύνορα ανάμεσα στην ανώνυμη λαϊκή ποίηση και στα τραγούδια των αοιδών ήταν ανοιχτά.
(β) Μορφολογικό στοιχείο συνηθισμένο στον λαϊκό λόγο και στα ομηρικά έπη είναι και η παρομοίωση, εικονιστικό εκφραστικό μέσο που βοηθά τον ποιητή να ενεργοποιήσει την οπτική φαντασία των ακροατών.
(γ) Ο Όμηρος από τη μια συνεχίζει την προφορική παράδοση των αοιδών, από την άλλη την παραλλάζει σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και το ποιητικό του σχέδιο. Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ποια στοιχεία στην ποίησή του είναι παραδοσιακά και ποια αποτελούν δικές του επινοήσεις και νεωτερισμούς.
(1) Οι γλωσσικοί, όπως και οι μετρικοί, νεωτερισμοί δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν, όταν όλα τα προγενέστερα κείμενα είναι χαμένα. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά τους παραδοσιακούς λογότυπους παραλλαγμένους με τρόπο που να τους προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
(2) Πιο εύκολα ανιχνεύονται οι ομηρικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της διήγησης. Τόσο ο Τρωικός πόλεμος όσο και ο νόστος του Οδυσσέα ήταν παραδοσιακά μυθολογήματα, γνωστά και πολυτραγουδισμένα· ωστόσο, πολλά μικρά και μεγάλα επεισόδια και θέματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιστεύουμε ότι αποτελούν ομηρικές επινοήσεις. Ομηρική επινόηση φαίνεται π.χ. πως είναι στην Οδύσσεια το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, ομηρική επινόηση στην Ιλιάδα ο δανεισμός των όπλων του Αχιλλέα, ίσως και ολόκληρο το επεισόδιο του θυμού.
(3) Νεωτερισμούς δεν αποτελούν μόνο οι προσθήκες αλλά και οι παραλείψεις, που δεν είναι βέβαια τυχαίες, αλλά πάλι εκφράζουν τις προτιμήσεις του ποιητή και υπηρετούν το ποιητικό του σχέδιο. Έτσι, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παραλείπονται παραδοσιακά στοιχεία που, αν μνημονεύονταν, θα δυσφήμιζαν τον ένα ή τον άλλο ήρωα. Παράδειγμα: πουθενά ο Όμηρος δε μνημονεύει τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό, ούτε την απροθυμία του Οδυσσέα να συστρατευτεί εναντίον της Τροίας, ούτε τον Παλαμήδη από το Άργος, σημαντικό ήρωα, αδικοσκοτωμένο από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη.
Ιλιάδα και Οδύσσεια παρουσιάζουν πολλές μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και κάποιες καθόλου ασήμαντες διαφορές:
(α) Οι θεοί, με πρώτο τον Δία, είναι στην Ιλιάδα πιο αυθαίρετοι, λιγότερο δίκαιοι απ᾽ όσο στην Οδύσσεια, όπου παρουσιάζονται να ανταμείβουν τις αρετές και να τιμωρούν μόνο συγκεκριμένα σφάλματα.
(β) Αντίστοιχα, οι άνθρωποι είναι στην Οδύσσεια περισσότερο υπεύθυνοι και κύριοι της τύχης τους απ᾽ όσο στην Ιλιάδα, όπου οι ατομικές και συλλογικές τύχες είναι λίγο πολύ προαποφασισμένες.
(γ) Στην Ιλιάδα οι πρωταγωνιστές είναι επώνυμοι ευγενείς και βασιλιάδες, που τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ηρωικής συμπεριφοράς. Ο απλός λαός κινείται στο περιθώριο, δρα και αντιδρά μόνο ως σύνολο. Στην Οδύσσεια σημαντικό ρόλο δεν έχουν μόνο ευγενείς και βασιλιάδες αλλά και άνθρωποι απλοί, σαν τον Εύμαιο, τον Φιλοίτιο, την Ευρύκλεια, ακόμα και τον Μελάνθιο. Όσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα, η συμπεριφορά του σίγουρα δε συμβιβάζεται πάντα με τον ηρωικό κώδικα.
Οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν είτε από τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προτιμήσεις των ποιητών (αν δεχτούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας ήταν άλλος από τον ποιητή της Ιλιάδας), είτε από την εσωτερική εξέλιξη ενός μόνο ποιητή, του Ομήρου, που έγραψε νέος την Ιλιάδα και αργότερα, στην ωριμότητα του, την Οδύσσεια. Δύσκολο να αποφασίσουμε. Αν όμως παραμερίσουμε το δίλημμα του ενός ή δύο ποιητών, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις διαφορές που διαπιστώσαμε ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό θέμα και από τις ιστορικές εξελίξεις στα τριάντα τουλάχιστο χρόνια που χωρίζουν το ένα έπος από το άλλο. Μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το πολίτευμα της αυταρχικής θεόδοτης βασιλείας κλονίζεται και τείνει να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υπεύθυνες, μορφές διακυβέρνησης, όπου ο ρόλος του πλήθους των κοινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος.

ΟΜΗΡΟΣ

Βίοι του Ομήρου μάς σώζονται αρκετοί· μόνο που οι περισσότερες πληροφορίες τους ανήκουν στον χώρο του θρύλου. Μιλούν για τον γιο του Μαίονα και της Κριθηίδας, που κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε αλλά τον διεκδικούν επτά πόλεις, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν, λέει, Μελησιγένης, γιατί γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης, αλλά αργότερα τον είπαν Όμηρο, είτε γιατί έχασε το φως του (ὅμηρος = τυφλός) είτε γιατί οι Σμυρνιοί τον παραδώσαν όμηρο στον πόλεμο με τους Κολοφωνίους.
Έζησε περιοδεύοντας με τα τραγούδια του τις ελληνικές χώρες και δοξάστηκε όσο κανένας άλλος. Μόνο στη Χαλκίδα, όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, «δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές» (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10).
Στους βίους διαβάζουμε ότι πέθανε σε ένα μικρό νησί, την Ίο, από στενοχώρια, όταν δε μπόρεσε να καταλάβει έναν αινιγματικό λόγο που του είπαν νέοι ψαράδες.
Απ᾽ όλα αυτά μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την Ιωνία, ότι ήταν ονομαστός ταξιδευτής αοιδός, ίσως και ότι ο θάνατος τον βρήκε στην Ίο.

Η επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ήταν άμεση και η διάδοσή τους μεγάλη. Γρήγορα τα δύο έπη καθιερώθηκαν ως πανελλήνιος ποιητικός θησαυρός, άξιος όχι μόνο να τραγουδιέται περιστασιακά αλλά και να αποτελεί σταθερό μέρος του επίσημου προγράμματος σε εορτασμούς όπως τα Παναθήναια, όπου κάθε τέσσερα χρόνια οι ραψωδοί, σε αδιάκοπη διαδοχή, παρουσίαζαν ολόκληρα τα ομηρικά έπη. Παράλληλα, από πολύ νωρίς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα σχολεία, και είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως σήμερα, για είκοσι πέντε και παραπάνω αιώνες, τα ομηρικά έπη δεν έλειψαν ποτέ από το σχολικό πρόγραμμα.

Το διδακτικό έπος - Ησίοδος

Στο πρώτο του έργο, τη Θεογονία, ο Ησίοδος περιγράφει πώς οι Μούσες τον επισκέφτηκαν στις πλαγιές του Ελικώνα, όπου έβοσκε τα πρόβατά του, πώς έκοψαν και του δώσαν ένα «θαυμαστό κλαρί από δάφνη», πώς του χάρισαν «θεόπνευστη φωνή» να ανιστορεί «όσα θα γίνουν και όσα έγιναν» και του ανάθεσαν να εξυμνεί το γένος των αθάνατων θεών, με πρώτες και τελευταίες κάθε φορά τις ίδιες. Βιογραφικές πληροφορίες μάς παρέχει και το δεύτερο έπος, το Έργα και ημέρες. Μαθαίνουμε ότι ο ποιητής γεννήθηκε και έζησε σε άγονο τόπο, στην Άσκρα της Βοιωτίας. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Αιολίας, επιχείρησε να πλουτίσει με το θαλασσινό εμπόριο, απότυχε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Άσκρα ως αγρότης. Μετά τον θάνατό του, ο Ησίοδος διαφώνησε με τον αδελφό του, τον Πέρση, στη μοιρασιά των κτημάτων η διαφορά τους έφτασε στο δικαστήριο και ο Ησίοδος επιχείρησε με το δεύτερο έργο του, το Έργα και ημέρες, να νουθετήσει τόσο τον Πέρση όσο και τους άρχοντες που θα τους έκριναν.
Υπακούοντας στις θεϊκές εντολές, ο Ησίοδος ξεκινά τη Θεογονία με ένα μεγάλο ύμνο στις Μούσες και στη συνέχεια εκθέτει τη γενεαλογία των θεών από τις πρώτες αρχές (το Χάος, τη Γη, τα Τάρταρα και τον Έρωτα) ως την τελική επικράτηση των Ολύμπιων και τον καθορισμό της κοσμικής τάξης από τον αρχηγό τους, τον Δία. Η θεογονία, όπως περιγράφεται, αποτελεί συνάμα και κοσμογονία, καθώς πολλοί αρχαιοελληνικοί θεοί αντιστοιχούσαν σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα. Έτσι, για παράδειγμα, «από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η μαύρη Νύχτα· και πάλι από τη Νύχτα γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα» (123-4)· ή «η Τηθύς γέννησε […] τους ποταμούς: τον Νείλο και τον Αλφειό και τον Ηριδανό» (337-8). Στις γενεαλογίες εντάσσονται και θεότητες που εμείς θα τις θεωρούσαμε απλές προσωποποιήσεις, αλλά για τους αρχαίους αποτελούσαν θεϊκές οντότητες. Έτσι, για παράδειγμα, «η Στύγα, κόρη του Ωκεανού, γέννησε […] τον Ζήλο, τη Νίκη, το Κράτος [= Δύναμη] και τη Βία» (383-5) και «η Έριδα, κόρη της Νύχτας, […] τον Μόχθο, τη Λησμοσύνη, την Πείνα, τους Πόνους, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Τσακωμούς, τις Κατηγόριες, τα Ψέματα» και άλλα κακά (226-32).
Στη συνέχεια της Θεογονίας ο Ησίοδος παρουσιάζει τις περιπτώσεις όπου θεές έσμιξαν με θνητούς και γέννησαν «παιδιά παρόμοια με θεούς» (π.χ. τον Αχιλλέα, γιο της Θέτιδας και του Πηλέα· τον Αινεία, γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση κλπ.). Θα περιμέναμε να παρουσιαστούν και οι περιπτώσεις όπου ένας θεός έσμιξε με θνητή· και πραγματικά, δεν αποκλείεται ο Ησίοδος να είχε καλύψει και αυτό το θέμα, είτε ως άμεση, σήμερα χαμένη, συνέχεια της Θεογονίας είτε σε ένα ξεχωριστό έργο γνωστό στους νεότερους με τον τίτλο Γυναικών κατάλογος. Ωστόσο, τα αποσπάσματα που μας σώζονται είναι δύσκολο, μερικές φορές και αδύνατο, να αποδοθούν όλα στον Ησίοδο.
Όσο και να βοηθήσουν οι Μούσες, δεν είναι εύκολο να εκθέσει κανείς με τάξη και συνέπεια τη γενεαλογία, τη φύση και τη δράση των θεών μιας θρησκείας σαν την αρχαία ελληνική. Ο ποιητής δεν έφτανε να διαθέτει φαντασία και συστηματική σκέψη· απαραίτητο ήταν να γνωρίζει και την παράδοση: τη ζωντανή θρησκευτική παράδοση που συνεχιζόταν στις δοξασίες και τη λατρεία της εποχής του, όσο και τη λογοτεχνική θεολογική παράδοση που είχαν διαμορφώσει προγενέστεροι του ποιητές - ποιητές όχι μόνο σαν τον Όμηρο αλλά και σαν αυτούς που αργότερα, στα αρχαϊκά χρόνια, θα κρύβονται πίσω από τις μυθικές μορφές του Ορφέα, του Μουσαίου κ.ά. (σ. 50).
Στον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και στη γειτονιά των Δελφών ο Ησίοδος είχε κάθε δυνατότητα να γνωρίσει και να μελετήσει την ελληνική θρησκευτική παράδοση σε βάθος. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στα έργα του συναντούμε και στοιχεία (μύθους, σχήματα, θέματα) που πιθανότατα προέρχονται από την Ανατολή. Βέβαια, οι εμπορικές επαφές και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου δεν έλειψαν ποτέ. Ανατολικά στοιχεία μπορεί να είχαν ενσωματωθεί στην ελλαδική παράδοση κιόλας από τα προελληνικά χρόνια, ή αργότερα στην εποχή των Μυκηναίων, ή και ακόμα αργότερα, μετά τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στη Μικρασία, απ᾽ όπου, θυμίζουμε, καταγόταν η οικογένεια του ποιητή.
Τα Έργα και ημέρες έχουν ποικίλο περιεχόμενο. Ο ποιητής συστήνει στον αδελφό του μια φίλεργη και συμμαζεμένη αγροτική ζωή. Τις γενικόλογες βιοσοφικές συμβουλές συνοδεύουν αναλυτικές και συγκεκριμένες οδηγίες για τις αγροτικές εργασίες, την οικιακή οικονομία και άλλα ειδικά θέματα, ακόμα και τη ναυσιπλοΐα. Μαζί τους μια σειρά από ηθικές διδασκαλίες, μυθολογικές αφηγήσεις και ο πρώτος γνωστός μας αλληγορικός μύθος με ζώα. Στο τελευταίο μέρος του έπους (764-824) ο ποιητής απαριθμεί ποιες μέρες του μήνα έχουν ορίσει οι θεοί ως κατάλληλες ή ακατάλληλες για το ένα ή το άλλο έργο. Στον συνδυασμό τους όλα αυτά δίνουν την εντύπωση μιας ανέμελης συνειρμικής ακολουθίας· μόνο με πολλή προσοχή μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από τη φαινομενική αταξία έναν αδρό αρχαϊκό σχεδιασμό.
Ιδεολογικά προσέχουμε τη μεγάλη σημασία που έδωσε ο Ησίοδος στη θεϊκή δικαιοσύνη. Η θεά Δίκη είναι κόρη του Δία και της Θέμιδας, αδελφή της Ευνομίας και της Ειρήνης (Θεογονία 901-3)· καθισμένη δίπλα στον Δία, συνεργάζεται μαζί του να ανταμειφτούν όσοι τιμούν τη δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν όσοι παραβαίνουν το δίκιο και αφήνουν μέσα τους να θεριέψει η ύβρη. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο έπαινος της εργασίας («ντροπή δεν είναι η δουλειά· το καθησιό ντροπιάζει», Έργα 311), καθώς και η εικόνα της αρετής, που οι θεοί την τοποθέτησαν στο τέρμα ενός απότομου ανήφορου, και πρέπει πολύ να ιδρώσει ο άνθρωπος για να τη φτάσει (Έργα 289-92).
Η ποιητική δράση του Ησιόδου τοποθετείται γύρω στα 700 π.Χ. Εκεί, στη στροφή από την Ομηρική στην Αρχαϊκή εποχή, μας οδηγούν και η επική του γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στην παραδοσιακή τυποποίηση και τη θεληματική ποικιλία, η διφορούμενη στάση του απέναντι στους βασιλιάδες, που πότε τους μεγαλύνει και πότε τους κατηγορεί, κ.ά. Ότι για τη σύνθεση των επών του χρησιμοποίησε τη γραφή πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο.

Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

Λυρική ποίηση

Για να ορίσουμε το έπος χρησιμοποιήσαμε ευδιάκριτα μορφολογικά στοιχεία: τη μεγάλη έκταση, τη σύνθεση κατά στίχο και το δακτυλικό εξάμετρο. Στη λυρική όμως ποίηση ο ορισμός είναι δύσκολος, καθώς και η έκταση και ο τρόπος της σύνθεσης και τα μέτρα ποικίλλουν. Το όνομα λυρική ποίηση δε μας βοηθά. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι το καθιέρωσαν, γιατί τα περισσότερα λυρικά έργα συνοδεύονταν στην παρουσίασή τους από τη λύρα· παράβλεψαν όμως ότι το ίδιο όργανο συνόδευε και το έπος, και ακόμα ότι ορισμένες κατηγορίες λυρικών τραγουδιών δε συνοδεύονταν από τη λύρα αλλά από τον αυλό. Έτσι, δε μένει άλλο από το να πούμε ότι στη λυρική ποίηση εντάσσουμε όλα τα ποιητικά έργα που δεν ανήκουν στο έπος ή στη δραματική ποίηση, και να επιχειρήσουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, να τα κατατάξουμε σε μικρότερες κατηγορίες.
Πρώτο κριτήριο ο λαϊκός ή όχι χαρακτήρας. Από τη μια ξεχωρίζουμε ορισμένα τραγούδια (εθιμικά και εργατικά τα περισσότερα) που είχαν ολοφάνερα λαϊκό χρώμα και κυκλοφορούσαν ανώνυμα· από την άλλη όλα τα ποιητικά έργα που είχαν συνθέσει επώνυμοι ποιητές και κυκλοφορούσαν με το όνομά τους.
Δεύτερο κριτήριο για να διαιρέσουμε τα επώνυμα έργα σε κατηγορίες είναι ο τρόπος της παρουσίασης. Ξεχωρίζουμε:
(α) Χορικά: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα σύνολο με πολλούς τραγουδιστές, τον Χορό.
(β) Μονωδίες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα μόνο τραγουδιστή.
(γ) Ελεγείες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από έναν τραγουδιστή πλαισιωμένο από Χορό, που τον υποστήριζε.
Στον πίνακα που ακολουθεί σημειώνονται και άλλες, μικρότερες κατηγορίες, που τα χαρακτηριστικά τους θα καθοριστούν στη συνέχεια.

Κατάταξη των λυρικών έργων

Η κατάταξη των λυρικών έργων όπως τη βλέπουμε στον πίνακα, παρουσιάζει και μιαν ιδιοτυπία. Αν εξαιρέσουμε τα λαϊκά τραγούδια, που προσαρμόζονται στη διάλεκτο και το ιδίωμα του κάθε τόπου, οι υπόλοιπες κατηγορίες χαρακτηρίζονται και από τη γλωσσική τους μορφή: στις ελεγείες οι ποιητές χρησιμοποιούσαν την τεχνητή γλώσσα του έπους και στους ιάμβους την ιωνική διάλεκτο· και ακόμα, κατά κανόνα οι ωδές γράφονταν στην αιολική διάλεκτο και τα χορικά τραγούδια στη δωρική.
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γλωσσικές προτιμήσεις σχετίζονται άμεσα με τη διάλεκτο της περιοχής όπου αναπτύχτηκε το κάθε ποιητικό είδος και έδρασαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του· σημειώνουμε όμως ότι το ιδιαίτερο διαλεκτικό χρώμα κάθε είδους διατηρήθηκε, τουλάχιστον επιφανειακά, σε όλες τις περιόδους της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, ακόμα και όταν πια το είδος είχε επεκταθεί έξω από τα όρια της αρχικής του κοιτίδας και το καλλιεργούσαν ποιητές που η φυσική τους διάλεκτος ήταν διαφορετική.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα πρώιμα λυρικά έργα είναι η συνύπαρξή τους με το μουσικό μέλος.[39] Δεν υπάρχει στην Αρχαϊκή και στην Κλασική εποχή λυρικό ποίημα που να προορίζεται για σιωπηλή ανάγνωση ή για απλή απαγγελία. Τα λυρικά έργα ήταν όλα γραμμένα για να τραγουδιούνται, πολλά και για να χορεύονται. Ήταν οι ίδιοι οι ποιητές που μαζί με τα λόγια συνθέταν τη μουσική και τη χορογραφία, όπου χρειαζόταν, των έργων τους. Μπορεί κάτι τέτοιο να μας παραξενεύει σήμερα που οι ποιητές σπάνια ταυτίζονται με τους μουσικοσυνθέτες και τους χορογράφους, αλλά πρέπει να το δεχτούμε ως πραγματικότητα - μια πραγματικότητα που θα την καταλαβαίναμε καλύτερα, αν δεν ήταν τόσο φτωχές οι γνώσεις μας για την αρχαιοελληνική μουσική και χορό.
Στο περιεχόμενό της η λυρική ποίηση χαρακτηρίζεται από την έντονη προβολή του ποιητή και τον άμεσο σχολιασμό του σύγχρονού του κόσμου. Βέβαια, καμιά ανθρώπινη δημιουργία δε γίνεται να αποδεσμευτεί από τον τόπο της, την εποχή της και την προσωπικότητα του δημιουργού της· ενώ όμως οι επικοί ποιητές εκφράζονταν έμμεσα, τοποθετώντας τα έργα τους σε μια περασμένη μυθική εποχή, οι λυρικοί ποιητές, ακόμα και όταν χρησιμοποιούσαν μύθους, πρόβαλλαν απροκάλυπτα τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους, παρουσίαζαν και σχολίαζαν απερίφραστα την εποχή και τον γύρω τους κόσμο: πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις και ό,τι άλλο.

Χορική ποίηση

Ένας ήταν κάθε φορά ο ποιητής, ο συνθέτης και ο χορογράφος των χορικών τραγουδιών, αλλά το έργο του προοριζόταν να παρουσιαστεί από μιαν ομάδα, τον Χορό. Συνοδευτικά μουσικά όργανα για τα χορικά τραγούδια ήταν η λύρα ή/και ο αυλός, και σχεδόν απαραίτητο στοιχείο της παρουσίασης αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε «χορό»: η συνταιριασμένη με τη μουσική περισσότερο ή λιγότερο ζωηρή κίνηση. Ακόμα, συνηθισμένο ήταν μέσα στον Χορό να ξεχωρίζουν σε καθοδηγητικό ρόλο κάποιοι πρωτοτραγουδιστές και πρωτοχορευτές, οι ἔξαρχοι ή χορηγοί.
Τα μέλη του Χορού επιλέγονταν για την καλή τους φωνή και τη χορευτική τους ικανότητα. Δεν ήταν επαγγελματίες αλλά πολίτες (παιδιά, νέοι και νέες, άντρες και γυναίκες) που τη συμμετοχή τους την έβλεπαν ως ευχάριστη και τιμητική κοινωνική λειτουργία. Κοινωνικές ήταν άλλωστε και οι πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις που έδιναν την ευκαιρία στους χορικούς ποιητές να συνθέσουν, να διδάξουν και να παρουσιάσουν τα έργα τους· και δεν είναι λάθος να πούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα χορικά τραγούδια συνδέονταν, άμεσα ή έμμεσα, με τη λατρεία των θεών και των ηρώων.
Η φιλολογική παράδοση ξεχωρίζει, ανάλογα με το περιεχόμενο, τρεις μεγάλες κατηγορίες χορικών τραγουδιών:
(α) Οι ύμνοι ήταν τραγούδια όπου ο Χορός, καμιά φορά και ακίνητος, δοξολογούσε θεούς και ήρωες. Στους ύμνους ανήκουν οι παιάνες (ύμνοι λατρευτικοί του Απόλλωνα), οι διθύραμβοι (ύμνοι λατρευτικοί του Διονύσου), οι γαμήλιοι υμέναιοι κ.ά.
(β) Οι θρήνοι ήταν πένθιμα τραγούδια όπου ο Χορός, με στηθοκοπήματα και άλλες ανάλογες κινήσεις, μοιρολογούσε τους νεκρούς.
(γ) Τα εγκώμια ήταν τραγούδια επαινετικά για ζωντανούς ανθρώπους, π.χ. για τυράννους. Στα εγκώμια ανήκουν και τα επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου) και οι επίνικοι (τραγούδια τιμητικά για τους νικητές των αθλητικών αγώνων).
Παραδοσιακοί είναι και μερικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα χορικά τραγούδια ανάλογα με τον τρόπο που παρουσιάζονταν:
(α) Παρθένεια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσαν οι Χοροί των κοριτσιών.
(β) Προσόδια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσε ο Χορός καθώς ως λατρευτική πομπή όδευε, με συνοδεία αυλού, προς τους ναούς.
(γ) Υπορχήματα ονομάζονταν τα τραγούδια που συνοδεύονταν από μιμητικές κινήσεις.
Δεν είναι σύμπτωση ότι η χορική ποίηση πρωτάνθισε στη Σπάρτη. Σε αντίθεση με τις πλουσιότερες και πιο εξελιγμένες ιωνικές και αιολικές περιοχές, όπου τα ταξίδια, το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος βοηθούσαν να ξυπνήσει και να αναπτυχτεί η ατομικότητα, η αγροτική Σπάρτη και το σεμνό δωρικό ήθος ευνοούσαν την ομαδική περισσότερο παρά την ατομική έκφραση. Άλλωστε, η Σπάρτη του 7ου π.Χ. αιώνα ήταν διαφορετική από την κατοπινή αυστηρή και στρατοκρατούμενη πόλη, όπου τίποτα καινούργιο ή ξένο δε γινόταν δεκτό: ήταν ακόμα ανοιχτή, με πλούσιες γιορτές, τελετές και μουσικές εκδηλώσεις, με ικανούς τεχνίτες που δούλευαν τα μέταλλα και το ελεφαντόδοντο - πόλη όπου ανθούσαν «η παλληκαριά των νέων, η καλλίφωνη Μούσα και η κοινωνική Δικαιοσύνη, που ευνοεί τα όμορφα έργα» (Τέρπανδρος;)· δεν πρέπει να απορήσουμε, όταν αρκετοί πρωτεργάτες της χορικής ποίησης κατάγονταν από άλλες περιοχές, αλλά για ένα διάστημα έδρασαν προσκαλεσμένοι στη Σπάρτη.

ΑΛΚΜΑΝΑΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)

Πατρίδα του ήταν οι Σάρδεις της Μικρασίας, αλλά η δράση του τοποθετείται στη Σπάρτη. Από τα έργα του σώζονται αρκετά αποσπάσματα, τα μεγαλύτερα από ένα Παρθένειο που προοριζόταν να το τραγουδήσει Χορός από δέκα κορίτσια στη γιορτή μιας θεάς, ίσως της Άρτεμης ή της ωραίας Ελένης, που και αυτή ξέρουμε ότι λατρευόταν στη Σπάρτη.
Ξεκινά με την αφήγηση ενός τοπικού πολεμικού μύθου και προχωρά στη διαπίστωση ότι «υπάρχει εκδίκηση από τους θεούς»· στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού αφορά τις ίδιες τις κοπέλες του Χορού, που παινούν την ομορφιά της μιας και της άλλης, μιλούν για τα μαλλιά, το ντύσιμο και τα στολίδια τους - όλα γελαστά και καλοσυνάτα, με άνεση, ονομαστικά. Έτσι τυχαίνει να γνωρίζουμε σήμερα δέκα κορίτσια που έζησαν, τραγούδησαν και χόρεψαν στη Σπάρτη τον 7ο/6ο π.Χ. αιώνα: εκτός από την Αγιδώ και την Αγησιχόρα, που φαίνεται να είχαν κάποιον ηγετικό ρόλο, ήταν η Ναννώ, η Αρέτη, η Θυλακίδα, η Κλεησιθήρα, η Ασταφίδα, η Φίλυλλα, η Δημαρέτη και η Ιανθεμίδα.
Σε άλλα αποσπάσματα ο Αλκμάνας περιγράφει με εξαιρετική απλότητα τη φύση, δηλώνει πως γνωρίζει «όλες τις μελωδίες των πουλιών», αλλά δεν κρύβει και πως είναι φαγάς και του αρέσει η … φάβα «ζεστή το μεσοχείμωνο».

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)

Ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας έζησε σε δωρικό περιβάλλον και έγραψε χορικά τραγούδια. Ωστόσο, τόσο γλωσσικά όσο και θεματικά τα έργα του συγγενεύουν με το έπος. Τα περισσότερα είναι μυθολογικά-αφηγηματικά, με τίτλους όπως: Γηρυονηίς, Νόστοι,Ὀρέστεια, Θηβαΐς, Ἐριφύλη κ.ά. Πιο γνωστά είναι τα έργα του Ἑλένα και Παλινῳδία, καθώς η παράδοση τα συνδέει με ένα συγκεκριμένο του βίωμα. Είχε, λένε, γράψει για την Ελένη πως ακολούθησε τον Πάρη στην Τροία κλπ., αλλά ως θεά η Ελένη θύμωσε και του στέρησε το φως του. Τυφλός και μετανιωμένος ο Στησίχορος έγραψε τότε την Παλινῳδία, παίρνοντας πίσω όλα όσα είχε πει στο πρώτο τραγούδι.
Το έργο του Στησίχορου είχε μεγάλη επίδραση και στις εικαστικές τέχνες, όπου συχνά βλέπουμε να εικονίζονται οι δικές του μυθολογικές παραλλαγές, και στους δραματικούς ποιητές που επεξεργάστηκαν αργότερα τα ίδια θέματα. Έτσι, για παράδειγμα η τραγωδία Ἑλένη του Ευριπίδη ακολουθεί την εκδοχή της Παλινωδίας.
Από τα ποιήματά του σώζονται γύρω στα 100 αποσπάσματα, μικρά τα περισσότερα - πολύ λίγα, αν σκεφτούμε ότι οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι είχαν συγκεντρώσει τα έργα του σε 26 βιβλία.
Μελετώντας τον Ίβυκο, που η δράση του τοποθετείται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, διαπιστώνουμε μια χαρακτηριστική εξέλιξη. Όσο έμενε στην πατρίδα του, το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ακολουθούσε το πρότυπο του Στησίχορου συνθέτοντας μυθολογικά αφηγηματικά τραγούδια με προτίμηση στις σπάνιες και τοπικές παραλλαγές. Αργότερα, όταν έζησε σε ιωνικό περιβάλλον, στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο, τα τραγούδια του πήραν άλλη, έντονα ερωτική, κατεύθυνση. Από τα έργα του (γραμμένα στην επική ποιητική γλώσσα με κάποιους δωρισμούς) δε σώζονται ούτε εκατό στίχοι·

ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (556-468 π.Χ.)

Ο Σιμωνίδης γεννήθηκε στην ιωνική Κέω, τη Τζια, όπου και άρχισε να συνθέτει. Γρήγορα έγινε διάσημος και ταξίδεψε πρώτα στην Αθήνα, προσκαλεσμένος από τους Πεισιστρατίδες, ύστερα στη Θεσσαλία, προσκαλεσμένος από τους πανίσχυρους Σκοπάδες. Αργότερα, στα χρόνια των Περσικών πολέμων, τον συναντούμε πάλι στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τον Θεμιστοκλή, και στη συνέχεια στη Σικελία, στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών.
Τα έργα του είναι πολλά και ποικίλα, και αποσπάσματά τους σώζονται αρκετά. Φαίνεται να ήταν ο πρώτος που έγραψε επίνικους, εγκωμιαστικά τραγούδια για τους νικητές των αθλητικών αγώνων, ενώ παράλληλα εξαιρετική επιτυχία είχαν οι θρήνοι, τα επιγράμματα, τα σκόλια και οι διθύραμβοί του. Ο ίδιος καυχήθηκε σε ένα του επίγραμμα πως για τους διθυραμβικούς και μόνο Χορούς που εδίδαξε ανέβηκε πενήντα έξι φορές στο «αγλαό άρμα της εύδοξης Νίκης».
Γράφει ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό: «Στον Σιμωνίδη παρατήρησε την επιλογή των λέξων και την ακρίβεια της σύνθεσης, και ακόμα πρόσεξε πώς ξεπερνά και τον Πίνδαρο, θρηνώντας όχι μεγαλόπρεπα αλλά συμπονετικά.» Μπορούμε και γενικότερα να πούμε πως ο Σιμωνίδης προτίμησε την καλομελετημένη απλότητα από το βαρύ εντυπωσιακό ύφος, και πως αντιμετώπισε την ανθρώπινη μοίρα με φιλοσοφικό στοχασμό και κατανόηση.

Όπως σε όλες τις εποχές ο Όμηρος, όπως αργότερα το δράμα, η χορική ποίηση στάθηκε στα αρχαϊκά χρόνια μεγάλο σχολειό για τον δήμο. Στις θρησκευτικές γιορτές και τις άλλες σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις όπου τραγουδιόνταν τα έργα τους, οι χορικοί ποιητές ήξεραν βέβαια και να εκφράσουν και να καθοδηγήσουν το λαϊκό αίσθημα· παράλληλα όμως, με τα μυθολογικά παραδείγματα, με τα γνωμικά, με τους προβληματισμούς και τις προτροπές τους, οι ποιητές διαφώτιζαν ιδεολογικά και προετοίμαζαν το πλήθος για τη βαθμιαία του χειραφέτηση.

Μονωδίες

Χαρακτηριστικό για τις μονωδίες είναι ότι παρουσιάζονταν, όπως το λέει και η λέξη, μόνο από έναν τραγουδιστή, σε σχετικά μικρό ακροατήριο, μακάρι και σε κλειστό χώρο, με τη συνοδεία της λύρας. Ανάλογα με τη μετρική μορφή ξεχωρίζουμε από τη μια τους ιάμβους, που αναπτύχτηκαν στην Ιωνία, και από την άλλη τις ωδές, που πρωτάνθισαν στη Λέσβο και κράτησαν ως το τέλος το αιολικό τους χρώμα.
Στις μονωδίες ο ποιητής ταυτίζεται με τον τραγουδιστή, μιλά σε πρώτο πρόσωπο, και το τραγούδι του φανερώνει δικές του προσωπικές γνώμες, σκέψεις και συναισθήματα. Από την άποψη αυτή οι μονωδίες είναι η πιο άμεση και ελεύθερη έκφραση της προσωπικότητας, σίγουρα πιο άμεση και πιο ελεύθερη από τα χορικά τραγούδια, όπου ο ποιητής, ας είναι και μόνο τυπικά, μιλούσε στο όνομα των πολλών.
Παρόμοια, ο Αρχίλοχος και ο Ανακρέων διαφωνούν με τους πολλούς, όταν δηλώνουν ότι δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος ούτε η πολιτική δύναμη.
Μια τόσο αυτόβουλη και προσωπική ποίηση δε μπορούσε παρά να εμφανιστεί και να ανθίσει στις πιο εξελιγμένες ελληνικές περιοχές, στην Ιωνία και στην Αιολίδα, εκεί όπου τα ταξίδια, το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος βοηθούσαν να ξυπνήσει και να αναπτυχτεί η ατομικότητα. Έτσι, στον ίδιο χώρο όπου παλιά είχε γεννηθεί και κυριαρχήσει το έπος ανθεί τώρα, στα αρχαϊκά χρόνια, μια ποίηση τελείως διαφορετική, μια ποίηση που τοποθετεί στη θέση των επιταγών του ηρωικού κώδικα τις προτιμήσεις και τη βούληση του κάθε ανθρώπου. Πρέπει να έχουν δίκιο όσοι, ερμηνεύοντας ιάμβους και ωδές, διαπιστώνουν ότι όχι σπάνια οι ποιητές τους ασκούσαν έμμεση αλλά αυστηρή κριτική στα επικά πρότυπα.

Ίαμβοι

Η λέξη ἴαμβος είναι προελληνική. Στα ιστορικά χρόνια ως ἴαμβοι ή ἰαμβεῖα χαρακτηρίζονταν στίχοι και ποιήματα συνθεμένα σε ιαμβικό ρυθμό - ρυθμό που «συγγενεύει με την ομιλία περισσότερο από κάθε άλλον· σημάδι, ότι στις μεταξύ μας κουβέντες συμβαίνει να λέμε πολλά σε ιαμβικό ρυθμό» (Αριστοτέλης).
Ιάμβη ονομαζόταν στη μυθολογία μια γριά δούλη στο παλάτι της Ελευσίνας που με τα τολμηρά της αστεία και πειράγματα έκανε τη θεά Δήμητρα να χαμογελάσει, τότε που τριγύριζε απελπισμένη αναζητώντας την κόρη της. Ο μύθος εκφράζει μιαν αλήθεια, καθώς εξαρχής οι ίαμβοι χρησιμοποιήθηκαν για χωρατά και πειράγματα, συχνά και για κατηγόριες: τόσο ο ποιητής του Μαργίτη, όσο και ο Ξενοφάνης στα επικριτικά του ποιήματα, τους Σίλλους, δε δίστασαν να παρεμβάλουν ιαμβικά μέτρα στους δακτυλικούς εξάμετρους στίχους τους. Όλα αυτά συνδέονταν με τη λαϊκή συνήθεια σε ορισμένες γιορτές της Δήμητρας και του Διονύσου να επιτρέπονται κάθε λογής πειράγματα και χοντροκοπιές, που διατυπώνονταν ιαμβικά και τραγουδιόνταν με τη συνοδεία ενός έγχορδου οργάνου που ονομαζόταν ἰαμβύκη.

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (περ. 680-640 π.Χ.)

Γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου π.Χ. αιώνα. Στο έργο του μνημονεύεται η έκλειψη του ήλιου που έγινε το 648 π.Χ. Ο πατέρας του ήταν από παλιά αρχοντική οικογένεια, αλλά η μητέρα του δούλη. Νέος ξεκίνησε αναζητώντας την τύχη του στον αποικισμό της Θάσου, αλλά δεν τα κατάφερε να προκόψει. Έζησε ταξιδεύοντας και πολεμώντας εδώ κι εκεί· και τη μια φορά που θέλησε να στεριώσει και να παντρευτεί μια Παριανή από καλό σπίτι, τη Νεοβούλη, ο γάμος του ναυάγησε. Λένε πως τότε, θυμωμένος με τον παρ᾽ ολίγο πεθερό του και τις κόρες του, ο ποιητής τούς κακολόγησε με τους ιάμβους του τόσο ώστε να αυτοκτονήσουν.
Για όλα αυτά, για τους πολέμους, τα ταξίδια, την αγάπη του, ο Αρχίλοχος μίλησε με πάθος και αμεσότητα τη γλώσσα της αλήθειας. Από το έργο του απουσιάζει ο απόμακρος μύθος με τους φανταστικούς πρωταγωνιστές και τις πλαστές καταστάσεις· στο προσκήνιο στέκει ο ίδιος ο ποιητής και περιγράφει τη δική του σύγχρονη πραγματικότητα, δίχως φτιασίδια, ρεαλιστικά, όπως ακριβώς τη βιώνει. Ελεύθερο πνεύμα με έντονη κριτική διάθεση, ο Αρχίλοχος ξεγυμνώνει, και τις περισσότερες φορές στιγματίζει, καταστάσεις και πρόσωπα, πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τον εαυτό του.
Λέγεται πως ο Αρχίλοχος, «ζώντας στην πολυτάραχη εποχή των μεγάλων αποικισμών, που αμφισβήτησε τη θέση και τις ταξικές αξίες των ευγενών», θέλησε συνειδητά όχι μόνο να απομακρυνθεί ο ίδιος από τα ηρωικά ποιητικά πρότυπα, αλλά και να κατεδαφίσει συστηματικά το αριστοκρατικό ιδεολογικό οικοδόμημα. Έτσι, δε δίστασε να προβάλλει επιδεικτικά στο έργο του πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία που λογικό θα ήταν να τα αποκρύψει. Δεν είχε, για παράδειγμα, κανένα λόγο να φανερώσει ούτε ότι ήταν νόθος, ούτε ότι αρραβωνιασμένος με τη Νεοβούλη ξελόγιαζε τη νεότερη αδελφή της, ούτε ότι σε κάποια μάχη είχε εγκαταλείψει, μεγάλη ντροπή, την ασπίδα του στον εχθρό.
Όλα αυτά δεν εμπόδισαν τα τραγούδια του να αγαπηθούν και τη φήμη του να διαδοθεί τόσο ώστε πολλοί να τον τοποθετούν ισάξιο ποιητή δίπλα στον Όμηρο. Από το έργο του, που εκτός από τους ιάμβους περιλαμβάνει ελεγείες, ύμνους και άλλα λυρικά είδη, μας σώζονται αρκετά αποσπάσματα, καθώς στα παπυρικά ευρήματα ήρθαν το 1949 να προστεθούν οι επιγραφές από το Αρχιλόχειο, ένα τέμενος που του αφιέρωσαν στην Πάρο οι συντοπίτες του τον 3ο π.Χ. αιώνα για να τον τιμήσουν.

ΣΗΜΩΝΙΔΗΣ (περ. 660-600 π.Χ.)

Λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο, ο Σημωνίδης γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά εγκαταστάθηκε και έζησε ως άποικος στην Αμοργό. Λίγοι στίχοι σώζονται από τις βαρύθυμες βιοσοφικές ελεγείες του· όμως σπάνια τύχη το θέλησε να περισωθεί ένας σχεδόν ολόκληρος ίαμβος: 118 στίχοι, δίχως χάσματα.
Τις γυναίκες, λέει ο ποιητής, τις έπλασε ο Δίας από ζώα: τις πονηρές από την αλεπού, τις κοκέτες από τη φοράδα, τις πανάσχημες από τη μαϊμού, κλπ. κλπ. Ένας ένας παρουσιάζονται γυναικείοι τύποι, με πλήθος ελαττώματα και ελάχιστες αρετές, και το ποίημα καταλήγει στη διαπίστωση ότι μονάχα οι λιγοστές γυναίκες που κατάγονται από τη μέλισσα είναι ευλογία για τους άντρες τους· όλες οι άλλες είναι καταστροφή, μέγιστον κακόν!
Η ιδέα δεν είναι του Σημωνίδη, που παράλλαξε και εκμεταλλεύτηκε στο τραγούδι του μια λαϊκή διήγηση γνωστή και από τους αισώπειους μύθους και από πολλά σύγχρονα νεοελληνικά και ξένα παραμύθια.
Ο Ιππώνακτας (περ. 560-500 π.Χ.) γεννήθηκε στην Έφεσο, αλλά οι τύραννοι τον υποχρέωσαν να μετοικήσει στις Κλαζομενές. Τα τραγούδια του, ρεαλιστικά και αθυρόστομα, όταν δεν αναφέρονται στην αγαπημένη του Αρήτη, κακολογούν τους εχθρούς του, και πάνω απ᾽ όλα διεκτραγωδούν, όχι χωρίς κάποιο χαμόγελο, τη μεγάλη του φτώχεια

Ωδές

Οι ωδές είναι, τραγούδια γραμμένα σε ποικίλα μέτρα, συχνά οργανωμένα σε στροφές. Ο χωρισμός τους, ανάλογα με το περιεχόμενο, σε ερωτικές, στασιωτικές και συμποτικές καλύπτει μόνο ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες. Ουσιαστικά ο ποιητής μπορούσε σε μιαν ωδή να πει οτιδήποτε και με όποιον τρόπο προτιμούσε. Παράδειγμα το έργο της Σαπφώς, όπου δίπλα στις ερωτικές ωδές συναντούμε προσευχές, μυθολογικές διηγήσεις, στοχασμούς, παιδικά τραγουδάκια, ακόμα και πειράγματα.
Οι δύο πιο γνωστοί ποιητές ωδών, η Σαπφώ και ο Αλκαίος, έζησαν τα ίδια περίπου χρόνια στην αιολική Λέσβο, νησί που ήταν «προορισμένο από τη φύση του να γίνει φορέας ιδιαίτερου πολιτισμού. […] Τα λιόφυτα απλώνονται ως τις κορφές των ψηλών λόφων άφθονες οι φυσικές πηγές ρέουν μέσα στις πεδιάδες, με τα πλατάνια και την πλούσια χλωρίδα. Την άνοιξη το έδαφος καλύπτεται από ανεμώνες, ορχιδέες και αγριοτουλίπες. […] Οι κάτοικοι του νησιού, προστατευμένοι από τη θάλασσα και με όλα τα αγαθά, ανάπτυξαν μιαν ολοζώντανη και ανεξάρτητη ζωή […]. Σε περιβάλλον που εξασφάλιζε άνεση και σιγουριά, η κοινωνία της Λέσβου έφτασε στο απόγειο της ακμής της τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Την απόδειξη την προσφέρει η εγχώρια ποιητική παραγωγή.»

ΣΑΠΦΩ, (περ. 630-580 π.Χ.)

Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή και τη δράση της Σαπφώς, της δέκατης Μούσας, όπως ονομάστηκε, κυμαίνονται ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο. Μπορούμε, ωστόσο, να είμαστε βέβαιοι ότι η ποιήτρια ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, ότι σχετίστηκε με τον Πιττακό και τον Αλκαίο, και ότι για ένα μικρό διάστημα, γύρω στα 600 π.Χ., έζησε εξόριστη για πολιτικούς λόγους στη Σικελία. Την υπόλοιπη ζωή της την πέρασε στη Λέσβο, με τα αδέλφια της, τον άντρα και την κόρη της, και με έναν κύκλο νέων γυναικών που ανάμεσά τους η Σαπφώ κρατούσε τον ρόλο της κορυφαίας.
Τα στοιχεία που έχουμε δε φτάνουν να ορίσουμε με βεβαιότητα τη φύση αυτού του κύκλου, όπου άλλες κοπέλες είχαν έρθει από μακριά, άλλες έφευγαν για να παντρευτούν ή για να προσχωρήσουν σε άλλον ανταγωνιστικό κύκλο. Πρόκειται για θίασο ταγμένο στην υπηρεσία μιας θεότητας, ίσως της Αφροδίτης; Πρόκειται για ένα είδος σχολής, όπου οι μαθήτριες καλλιεργούσαν την ομορφιά, την προσωπικότητα και τις ικανότητές τους στις μουσικές τέχνες; Πρόκειται για μιαν αριστοκρατική ένωση γυναικών ανάλογη με τις αντρικές εταιρείες; Οι λιγοστές μας γνώσεις για την κοινωνία της Λέσβου δε μας επιτρέπουν να αποφασίσουμε, και το ίδιο αινιγματική μάς είναι η πραγματική φύση του έρωτα της Σαπφώς για τις νέες κοπέλες, όπως εκδηλώνεται στο έργο της. Ήταν έλξη ανάλογη με των ανδρών προς τους νέους; Ή μήπως η ποιήτρια εκφράζει απλά και μόνο τον θαυμασμό και το πάθος της για τη γυναικεία ομορφιά, που ξέρουμε ότι στη Λέσβο την πρόσεχαν ιδιαίτερα και την τιμούσαν κάθε χρόνο με καλλιστεῖα;
Κάποιο φως στους προβληματισμούς μας προσφέρει ένα σύντομο απόσπασμα  όπου διαβάζουμε: «[…] γιατί δεν επιτρέπεται ν᾽ ακούγεται θρήνος στο σπίτι όσων υπηρετούν τις Μούσες· ούτε και θα μας ταίριαζε κάτι τέτοιο». Αν πραγματικά, όπως παραδίδεται, η Σαπφώ έγραψε αυτούς τους στίχους λίγο πριν πεθάνει ως υποθήκη για την κόρη της, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η ποιήτρια, ίσως με μιαν έννοια άγνωστη σε εμάς, θεωρούσε τον εαυτό της και τον χώρο της αφιερωμένο στις Μούσες.
Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι συγκέντρωσαν το έργο της σε εννέα βιβλία, απ᾽ όπου σήμερα δε σώζονται παρά ελάχιστα (σχεδόν) ολόκληρα τραγούδια, κάποιες στροφές, στίχοι, παπυρικά σπαράγματα, λέξεις - όλα λαμπρά δείγματα γυναικείας ευαισθησίας και εκλεπτυσμένης ποιητικής τέχνης. Ξεχωρίζουν τα επιθαλάμια, χορικά τραγούδια εθιμικά του γάμου, που σε πολλά θυμίζουν τα αντίστοιχα παραδοσιακά νεοελληνικά νυφιάτικα.

Αλλεπάλληλες ήταν οι πολιτικές ταραχές και οι πολιτειακές ανατροπές στα χρόνια της Σαπφώς και του Αλκαίου. Το αριστοκρατικό πολίτευμα που καθιδρύθηκε στη Μυτιλήνη μετά την πτώση των βασιλέων είχε ήδη καταλυθεί δύο φορές από τυράννους, όταν το 590 π.Χ. η πλειοψηφία των πολιτών όρισε αἰσυμνήτην με απεριόριστες εξουσίες τον Πιττακό. Τόσες αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο όχι μόνο στη ζωή αλλά και στο έργο των λυρικών ποιητών, λιγότερο στη γυναικεία ποίηση της Σαπφώς, περισσότερο στην αντρική ποίηση του Αλκαίου.

ΑΛΚΑΙΟΣ (περ. 625-570 π.Χ.)

Ο Αλκαίος ήταν άνθρωπος της δράσης. Ως αριστοκράτης πήρε ενεργό μέρος σε πολιτικούς αγώνες που τον έφεραν αντιμέτωπο τόσο με τους τυράννους όσο και με τον Πιττακό - και ας είχαν αρχικά συμμαχήσει οι δυο τους εναντίον της τυραννίδας, και ας είχαν πολεμήσει μαζί τους Αθηναίους στο Σίγειο. Αποτέλεσμα ήταν ο ποιητής, για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, να τριγυρίζει εξόριστος, στη Θράκη, στη Λυδία, στην Αίγυπτο και αλλού, ώσπου ο Πιττακός τον αμνήστευσε.
Πολλά τραγούδια του χαρακτηρίζονται στασιωτικά (στάσις = επαναστατικό κίνημα), καθώς εκφράζουν πολιτικές θέσεις και συστήνουν αγωνιστική δράση. Ο Αλκαίος τα έγραφε για να τραγουδηθούν, κρυφά ή φανερά, από τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του, σε κάποιαν αριστοκρατική εταιρεία - και ίσως να ήταν η ανάγκη για συνωμοτική μυστικότητα που οδήγησε έναν ποιητή γνωστό για την αμεσότητα της έκφρασης και τη λιτότητα των ποιητικών του μέσων να χρησιμοποιήσει συχνά σε αυτά τα τραγούδια εικόνες αλληγορικές. Εδώ πρωτοσυναντούμε, για παράδειγμα, την τόσο συνηθισμένη αργότερα αλληγορία της πόλης που κλυδωνίζεται σαν καράβι στην τρικυμία.
Το έργο του Αλκαίου, συγκεντρωμένο από τους αλεξανδρινούς σε δέκα βιβλία, περιλάμβανε ακόμα ύμνους, ερωτικά, μυθολογικά και μια σειρά από συμποτικά, τραγούδια του κρασιού, που είναι, όπως έγραψε, φαρμάκων ἄριστον. Απ᾽ όλα αυτά μάς σώζονται ελάχιστα (σχεδόν) ολόκληρα τραγούδια και αρκετά αποσπάσματα, τα περισσότερα παπυρικά.

ΑΝΑΚΡΕΩΝ (περ. 570-490 π.Χ.)

Ο Ανακρέων γεννήθηκε στην Τέω της Μικρασίας· όμως γύρω στα 540 π.Χ., όταν οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ιωνία, οι κάτοικοι της Τέω μετανάστεψαν και εγκαταστάθηκαν στα Άβδηρα της Θράκης. Ο ποιητής τούς ακολούθησε, αλλά ήταν ήδη αρκετά διάσημος ώστε γρήγορα να βρεθεί προσκαλεσμένος στην αυλή του Πολυκράτη, στη Σάμο. Μετά τον θάνατο του τυράννου, το 523 π.Χ., ο Ανακρέοντας εξακολούθησε να ζει ως αυλικός ποιητής, προσκαλεσμένος από τον Ίππαρχο, στην Αθήνα. Το άγαλμά του έστεκε αργότερα στην Ακρόπολη και τον παρίστανε μεθυσμένο, να τραγουδά.
Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι συγκέντρωσαν το έργο του σε τρία βιβλία με ωδές, ένα με ελεγείες και ένα με ιάμβους. Με καλοδιαλεγμένες λέξεις και εικόνες, ο Ανακρέων τραγούδησε πάνω απ᾽ όλα τον έρωτα και το κρασί· ωστόσο, στα αποσπάσματα που μας έχουν σωθεί συναντούμε και ύμνους και θρήνους και τραγούδια με κοροϊδευτικό περιεχόμενο. Με όλα αυτά, και καθώς τα έργα του είναι γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο, ο Ανακρέων πρέπει να τοποθετηθεί κάπου ανάμεσα στους ποιητές των ωδών και τους ιαμβογράφους.

Ελεγείες

Στις ελεγείες ανήκουν όλα τα ποιητικά έργα που είναι γραμμένα σε ελεγειακό δίστιχο, ένα δίστιχο όπου ο πρώτος και μεγαλύτερος στίχος του ταυτίζεται με τον δακτυλικό εξάμετρο στίχο του έπους, και ο δεύτερος, λίγο μικρότερος, αποτελεί διπλή επανάληψη του πρώτου μέρους ενός δακτυλικού εξαμέτρου. Η μικρότερη δυνατή ελεγεία απαρτίζεται από ένα μόνο δίστιχο, οι άλλες από μιαν ακολουθία από δίστιχα, όσα χρειαστούν.
Η λέξη ἐλεγεία (ἐλεγεῖον, ἔλεγος) είναι μικρασιάτικη, ίσως φρυγική, αλλά η αρχική σημασία της μας είναι άγνωστη. Στην αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή παράδοση η ελεγεία συνδέεται πολλαπλά με τον θρήνο· καθώς μάλιστα ως ποιητικό είδος η ελεγεία πρωτοεμφανίστηκε στη μικρασιατική Ιωνία, φαίνεται πιθανό η απώτερη προέλευσή της να είναι από τον ανατολίτικο θρήνο, όπως π.χ. τον περιγράφει ο ποιητής της Ιλιάδας (Ω 719-76). Ανατολική προέλευση είχε πιθανότατα και το μουσικό όργανο που συνόδευε την εκφορά της ελεγείας, ο αυλός. Ο πολυχρωματικός, μακρόσυρτος, διαπεραστικός ήχος του συνταιριάζει και αυτός απόλυτα με το θρηνητικό κλίμα.
Αινιγματικός είναι και ο τρόπος εκφοράς του ελεγειακού διστίχου. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να φανταστούμε έναν αρχιτραγουδιστή να τραγουδά τον πρώτο στίχο και γύρω του ένα Χορό να παρεμβαίνει, επαναλαμβάνοντας ένα μέρος του στίχου που μόλις άκουσε. Αυτός ο τρόπος απαντά στις επιτάφιες τελετές, αρχαίες και νεότερες, όταν σαν Χορός οι παριστάμενοι στηρίζουν το κεντρικό πρόσωπο του θρήνου· απαντά όμως και σε άλλες, ανοιχτόκαρδες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως στα συμπόσια, όταν ένας πάρει να τραγουδά και ολόκληρη η παρέα συμμετέχει στο τραγούδι του, παρεμβάλλοντας γυρίσματα ή επαναλαμβάνοντας, μισόν ή ολόκληρο, τον στίχο που μόλις έχει ακούσει.
Όποια και αν ήταν η μακρινή προέλευση και ο αρχικός τρόπος εκφοράς της, στα ιστορικά χρόνια που τη συναντούμε η ελεγεία έχει ολοκληρώσει τη μορφολογική της τελείωση και έχει επεκταθεί σε πολλά και ποικίλα θεματικά πεδία. Ουσιαστικά, οι λυρικοί ποιητές μπορούσαν να εκφράσουν σε ελεγειακά δίστιχα οποιοδήποτε συναίσθημα, σκέψη κλπ.· και όταν μιλούμε για πολεμικές, ερωτικές, πολιτικές και γνωμικές ελεγείες, άλλο δεν κάνουμε πάλι από το να ξεχωρίζουμε τις μεγαλύτερες και πιο συνηθισμένες κατηγορίες.
Έχοντας αναπτυχτεί στην Ιωνία και ακολουθώντας δακτυλικά μέτρα και ρυθμούς, η ελεγεία φυσικό ήταν να υιοθετήσει και την ποιητική γλώσσα του έπους· όμως και πάρα πέρα: ιδιαίτερα σε θέματα όπως ο πόλεμος, όπου το έπος είχε προηγηθεί, οι ελεγειακοί ποιητές βλέπουμε να έχουν δεχτεί πλήθος επικές επιδράσεις, να υιοθετούν όχι μόνο λέξεις και εκφράσεις αλλά και σκέψεις και εικόνες που μας είναι γνωστές από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Πολεμική ελεγεία

Όταν γύρω στα 675 π.Χ. οι ελληνικές αποικίες της Μικρασίας κινδύνευαν από τις επιδρομές των Κιμμερίων, ο Καλλίνος από την Έφεσο προσπάθησε, όπως βλέπουμε στη μία και μόνη ελεγεία του που μας σώθηκε, να ξεσηκώσει τους νέους να αντισταθούν με γενναιότητα.

ΤΥΡΤΑΙΟΣ (περ. 660-600 π.Χ.)

Μερικές δεκαετίες μετά τον Καλλίνο και από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, στη Σπάρτη, ο Τυρταίος εμψύχωνε με τα ελεγειακά του τραγούδια τους λάκωνες πολεμιστές του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου. Αν ο ίδιος ήταν Δωριέας, το πιθανότερο, ή Ίωνας από την Αθήνα ή τη Μίλητο, όπως παραδίδεται, δεν έχει τόση σημασία, καθώς έγραφε στην επική γλώσσα, όπως το απαιτούσε η παράδοση του είδους - και είναι ολοφάνερες οι επιδράσεις που δέχτηκε ο εικονικός-ποιητικός του λόγος από τον Καλλίνο και τον Όμηρο.
Μας σώζονται τέσσερις ελεγείες, όλες πολεμικές - «θούρια», όπως θα τις ονομάζαμε σήμερα. Παραμερίζοντας ρητά μεγάλες και αναγνωρισμένες αξίες (τις αθλητικές επιδόσεις, την ομορφιά, τον πλούτο, την ευγλωττία, ακόμα και τη βασιλική εξουσία), ο Τυρταίος εξυμνεί την παλληκαριά στον πόλεμο ως ύψιστη αρετή για κάθε νέο - και βέβαια το προσέχουμε ότι οι οδηγίες που δίνει για τη σωστή συμπεριφορά στη μάχη αφορούν την καινούργια πολεμική τακτική, της φάλαγγας.

Ερωτική ελεγεία

Στον Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.) αποδίδουμε το ξεκίνημα της ερωτικής ελεγείας,  γιατί ξέρουμε πως αγάπησε μιαν αυλητρίδα,  τη Ναννώ, και γιατί στους στίχους του όπου κακολογεί τα γεράματα (απόσπ. 1 W.) εύχεται να πεθάνει όταν πια δε θα γνοιάζεται για τη «χρυσή Αφροδίτη».
Κατά τα άλλα, στα λιγοστά αποσπάσματα που μας σώζονται, συναντούμε μυθολογικές σκηνές και ιστορικές αφηγήσεις για τους πολέμους της Κολοφώνας και της Σμύρνης εναντίον των Λυδών - ελεγείες που σωστά χαρακτηρίζονται αφηγηματικές.

Πολιτική ελεγεία

Η πολιτική ελεγεία συγγενεύει από τη μια με την πολεμική, απ᾽ όπου ίσως να προέρχεται, από την άλλη με τη γνωμική, καθώς συχνά οι γνώμες και οι συμβουλές αφορούν πολιτικά θέματα. Αν την ξεχωρίζουμε, είναι γιατί την αντιπροσωπεύει μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Αρχαϊκής εποχής, ο Σόλωνας, που μεταχειρίστηκε το ελεγειακό σχήμα για να καταγράψει ποιητικά τη δράση του και τις πολιτικές του υποθήκες.

ΣΟΛΩΝ (περ. 640-560 π.Χ.)

Αθηναίος από αρχοντική οικογένεια, έμπορος και ταξιδευτής, ο Σόλων διακρίθηκε στην πολιτική ζωή όταν σαραντάχρονος, γύρω στα 600 π.Χ., αγνόησε τη σχετική απαγόρευση, προσποιήθηκε τον τρελό και κατάφερε με ένα πατριωτικό, σαν του Τυρταίου, τραγούδι να ξεσηκώσει τους Αθηναίους να πολεμήσουν τους Μεγαρίτες, να ανακτήσουν τη χαμένη Σαλαμίνα και «να ξεπλύνουν τη βαριά ντροπή».
Δεν ήταν η μόνη φορά που με την ποίησή του επιχειρούσε να παρέμβει στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Στην κινημένη περίοδο που ακολούθησε το νομοθετικό έργο του Δράκοντα (620; π.Χ.), ο Σόλων υπογράμμιζε στα τραγούδια του τα αγαθά της ευνομίας σε αντίθεση με τη δυσνομία, που οδηγούσε σε συμφορές, στιγμάτιζε την αχορταγιά των ηγεμόνων.
Στο ηθικό-θρησκευτικό πεδίο ο ποιητής πίστευε πως ο κόρος οδηγεί στην ύβρη, πως ο Δίας όλα τα βλέπει, η Δίκη όλα τα ξέρει, και η τιμωρία των αδίκων μπορεί να αργήσει, αλλά σίγουρα θα έρθει για τους φταίχτες ή για τα παιδιά τους. Με όλα αυτά, και ακόμα με τη «Μοίρα, που φέρνει στους θνητούς και τα καλά και τα κακά», και με «τα δώρα των αθάνατων θεών, που άνθρωπος δε μπορεί να τ᾽ αποφύγει» (απόσπ. 13 W.), ο Σόλων από τη μια συνέχισε και προχώρησε τη σκέψη του Ησιόδου, από την άλλη προανάγγειλε τους προβληματισμούς της τραγωδίας, ιδιαίτερα του Αισχύλου.
Το 594 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι τον εκλέξαν διαλακτήν με έκτακτες εξουσίες, ο Σόλωνας πολιτεύτηκε με φρόνηση και δικαιοσύνη, σε τέλεια συμφωνία με τις απόψεις που είχε εκθέσει ποιητικά: βελτίωσε τη νομοθεσία για τον δανεισμό, έτσι που να απελευθερωθούν πολλοί Αθηναίοι, κατάργησε ορισμένα χρέη, ώστε η γεωργική γη να λαφρύνει από τις υποθήκες, και οδήγησε το τιμοκρατικά πολίτευμα ένα βήμα πιο κοντά στη δημοκρατία - όλα με μέτρο. Το μεταρρυθμιστικό του έργο το είχε εκθέσει ο ίδιος σε ένα ιαμβικό τραγούδι, απ᾽ όπου μας σώζονται αρκετοί στίχοι, όπως αρκετοί στίχοι, πάνω από διακόσιοι, σώζονται και από τις ελεγείες του.

ΘΕΟΓΝΗΣ (περ. 570-500 π.Χ.)

Στον Θέογνη από τα Μέγαρα αποδίδεται μια συλλογή από μικρές και μεγάλες ελεγείες (1400 συνολικά στίχοι), όπου καταγράφονται γνώμες, συμβουλές και διαπιστώσεις για ποικίλα θέματα, πατριωτικά, πολιτικά, κοινωνικά κλπ. Η συλλογή περιέχει και τη σφραγίδα του Θέογνη, αλλά κάποιες ιδεολογικές και άλλες διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους οι ελεγείες μάς πείθουν ότι δεν ανήκουν όλες στον ίδιο ποιητή. Έτσι, υποθέτουμε ότι στην αρχική συλλογή των τραγουδιών που είχε συνθέσει ο Θέογνης για να καθοδηγήσει ένα νεαρό του φίλο, τον Κύρνο, ήρθαν με τον καιρό να προστεθούν και ελεγείες συνθεμένες από άλλους ποιητές.
Στο σύνολό της η συλλογή χαρακτηρίζεται από συντηρητικό πνεύμα, εχθρικό προς κάθε νεωτερισμό και κοινωνική ανακατάταξη. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τους αριστοκρατικούς να τραγουδούν τα τραγούδια της στα συμπόσιά τους, και η υπόθεσή μας ενισχύεται από το γεγονός ότι η συλλογή περιέχει και τέσσερις μικρούς ύμνους (στον Απόλλωνα, στην Άρτεμη κ.ά.), σαν αυτούς που ξέρουμε ότι οι αρχαίοι τραγουδούσαν πριν από κάθε συμπόσιο.

Γνωμικές ελεγείες έγραψε και ο Φωκυλίδης από τη Μίλητο (6ος π.Χ. αι.), που τα έργα του ξεκινούσαν όλα με τη σφραγίδα Καὶ τόδε Φωκυλίδεω («Κι αυτό του Φωκυλίδη»). Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που μας έχουν σωθεί, το μεγαλύτερο, γραμμένο σε δακτυλικούς εξαμέτρους, έχει το ίδιο θέμα με τον Ἴαμβον κατὰ γυναικῶν του Σημωνίδη.

Επιγράμματα

Αρχικά η λέξη ἐπί-γραμμα σήμαινε γενικά την επιγραφή, οποιοδήποτε κείμενο, ποιητικό ή πεζό, ήταν γραμμένο πάνω σε κάτι, π.χ. σε κάποιο ανάθημα, σε ένα άγαλμα, ή σε έναν τάφο. Στη γραμματολογία ονομάζουμε επιγράμματα μόνο τις εξαιρετικά σύντομες ποιητικές συνθέσεις, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και τον προορισμό τους.
Το επίγραμμα απαιτεί ποιητική μαστοριά, καθώς το νόημα πρέπει να ολοκληρωθεί σε περιορισμένη έκταση, να διατυπωθεί επιγραμματικά, όπως λέμε, δηλαδή με μεγάλη συντομία και επιδεξιότητα. Κυρίαρχο μέτρο στα επιγράμματα ήταν το ελεγειακό δίστιχο. Μονόστιχα ή και δίστιχα επιγράμματα συνθεμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, ή σε άλλα μέτρα, υπήρχαν, αλλά ήταν σπάνια.
Πιο συνηθισμένα στα αρχαϊκά χρόνια ήταν τα επιτάφια επιγράμματα, προορισμένα να χαραχτούν σε ταφικά μνημεία, όπου συχνά τα ανακαλύπτουν στις ανασκαφές οι αρχαιολόγοι.
Στα περισσότερα επιτάφια επιγράμματα, ιδιαίτερα σε όσα μας σώζονται ως επιγραφές, το όνομα του ποιητή παραμένει άγνωστο. Τυχαίνει όμως να μας έχουν σωθεί και επιγράμματα που κατά την παράδοση ήταν έργα του ενός ή του άλλου γνωστού ποιητή, π.χ. του Σιμωνίδη, που αρχαίες πηγές τού αποδίδουν πλήθος πετυχημένα επιγράμματα, ανάμεσά τους και το γνωστό επίγραμμα για τους Σπαρτιάτες μαχητές στις Θερμοπύλες.

Δραματική ποίηση

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άκμασε στα κλασικά χρόνια· όμως οι ρίζες του είναι πανάρχαιες και τα πρώτα του βήματα ανιχνεύονται στην Αρχαϊκή εποχή, τον 6ο π.Χ. αιώνα.

Ο Αριστοτέλης δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία. Η τραγωδία, γράφει, αναπτύχτηκε ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον (Ποιητική 1449a), δηλαδή από τους κορυφαίους τραγουδιστές που καθοδηγούσαν τους Χορούς όταν έψαλλαν λατρευτικά τραγούδια για τον Διόνυσο. Έτσι, οι ρίζες του θεάτρου πρέπει να αναζητηθούν στην εξέλιξη του διθυράμβου.
Κατά τον Ηρόδοτο, «ο Αρίων ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε να συνέθεσε, να ονομάτισε και να δίδαξε διθύραμβο, στην Κόρινθο» (1.23), στην αυλή του Περίανδρου. Ωστόσο, ο διθύραμβος ήταν πολύ νωρίτερα γνωστός, π.χ. στον Αρχίλοχο, που έγραψε (απόσπ. 120 W.):
Ξέρω ν᾽ αρχίσω πρώτος όμορφο τραγούδι του Διονύσου,
διθύραμβο, όταν το κρασί σαν κεραυνός μου φλόγισε τα φρένα.

Ως λατρευτικό τραγούδι ο διθύραμβος είχε στο περιεχόμενό του αφηγηματικά και στην παρουσίασή του μιμητικά στοιχεία. Με την καθοδήγηση των εξαρχόντων του ο Χορός θα διηγόταν, και με τις χορευτικές κινήσεις του θα αναπαριστούσε, τα πάθη και τα κατορθώματα του θεού.
Νωρίς, μέσα στον 6ο π.Χ. αιώνα υποθέτουμε, οι εξάρχοντες ξεκίνησαν σιγά σιγά να παρεμβαίνουν στο τραγούδι, αντιπροσωπεύοντας κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο της αφήγησης. Έτσι ο κορυφαίος τραγουδιστής απόκτησε ξεχωριστό ρόλο και μπορούσε, με την υποθετική του ταυτότητα, να υποκρίνεται, δηλαδή να απαντά στις ερωτήσεις του Χορού. Στα αρχαία ελληνικά ὑποκρίνομαι σημαίνει «απαντώ», και ὑποκριτής είναι αρχικά «αυτός που δίνει απαντήσεις», αργότερα και ο ηθοποιός.
Αρκετά νωρίς, υποθέτουμε, εμφανίστηκαν και διθυραμβικά τραγούδια που πια δεν αναφέρονταν στον Διόνυσο, αλλά διηγόνταν ιστορίες για άλλους θεούς και ήρωες. Χαρακτηριστικό είναι ένα πολύ νεότερο παράδειγμα, ο διθύραμβος Θησεύς του Βακχυλίδη: ο Χορός, που τον αποτελούν, υποτίθεται, Αθηναίοι της εποχής του μύθου, ρωτά τον βασιλιά Αιγέα, που παριστάνεται από τον κορυφαίο, γιατί ακούστηκε πολεμικό σάλπισμα· και αυτός απαντά πως πλησιάζει την Αθήνα ένας άγνωστος νέος, φοβερός και τρομερός, σκοτώνοντας στον δρόμο του πλήθος θηρία και ληστές - ο Θησέας.

ΘΕΣΠΗΣ (6ος π.Χ. αι.)

Αθηναίος από τον δήμο της Ικαρίας (το σημερινό Διόνυσο), ο Θέσπης αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη της τραγωδίας. Θρυλικό είναι το άρμα του Θέσπιδος, ένας διονυσιακός θίασος που τάχα τριγύριζε στους δήμους της Αττικής παρουσιάζοντας τις πρωιμότερες γνωστές θεατρικές παραστάσεις. Βέβαιο είναι μόνο πως πρώτος ο Θέσπης παρουσίασε τραγωδία στα Μεγάλα Διονύσια, στα χρόνια της 61ης Ολυμπιάδας (536-533 π.Χ.), τότε που την Αθήνα κυβερνούσε ως τύραννος ο Πεισίστρατος, γνωστός για τη φιλική του στάση απέναντι στη διονυσιακή λατρεία. Αν το έπαθλο που του δόθηκε ήταν ένας τράγος, όπως παραδίδεται, τότε αρχικά η λέξη τραγῳδία σήμαινε «τραγούδι για τον τράγο».
Αρχαίες πηγές μαρτυρούν ακόμα πως ο Θέσπης πρόσθεσε στα διθυραμβικά τραγούδια τον πρόλογο και τις ρήσεις, δηλαδή τα πρώτα ομιλητικά μέρη, και πως επινόησε τις υφασματένιες μάσκες. Και αν ακόμα οι παραπάνω νεωτερισμοί είχαν προετοιμαστεί ή προεξοφληθεί από τη φυσική εξέλιξη του διθυράμβου, ο Θέσπης ήταν που διαμόρφωσε την πρώιμη τραγωδία και καθιέρωσε τις τραγικές παραστάσεις ως οργανικό μέρος της αθηναϊκής λατρείας του Διονύσου.
Από τα έργα του μας σώζονται τέσσερις τίτλοι και πέντε μικρά αποσπάσματα, που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι δικά του.

Οι αρχές της πεζογραφίας

Σε όλες τις εποχές, ο πεζός λόγος, απλός ή φροντισμένος, προφορικός ή γραπτός, κυριαρχεί στην επικοινωνία των ανθρώπων.
Στα αρχαϊκά χρόνια κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα πλήθος μύθοι (ή αἶνοι), φανταστικές, σύντομες και διδακτικές ιστορίες με ζώα (καμιά φορά και με ανθρώπους, θεούς, φυτά, ή και άψυχα αντικείμενα). Η παράδοση τους αποδίδει στον Αίσωπο, θρυλικό πρόσωπο που υποτίθεται ότι έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τον Βίο του, ο Αίσωπος ήταν δούλος από τη Φρυγία, στοιχείο που συμφωνεί με την ανατολική, όπως πιστεύουμε, προέλευση των μύθων.
Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσαν και πλήθος σύντομες και καλοδιατυπωμένες γνώμες (ή αποφθέγματα) που αποδίδονταν σε διάφορους σοφούς, π.χ. το Γνῶθι σαυτόν στον Θαλή, το Μηδὲν ἄγαν στον Σόλωνα, το Μελέτη τὸ πᾶν στον Περίανδρο. Μπορεί ως ομάδα οι Επτά σοφοί να μνημονεύονται πρώτη φορά από τον Πλάτωνα (4ος π.Χ. αι.)· όμως τα ιστορικά πρόσωπα που κατονομάζονται στους διάφορους καταλόγους των Επτά σοφών ανήκουν όλα στα αρχαϊκά χρόνια.
Ένας από τους σοφούς, ο Θαλής, ήταν χρονολογικά ο πρώτος μιας σειράς από διανοητές που παραμέρισαν τη μυθολογική και θεολογική ερμηνεία του κόσμου και ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για θέματα φυσικής και κοσμολογίας. Τους ονομάζουμε φυσικούς φιλοσόφους, φυσιολόγους, ή προσωκρατικούς. Τα συγγράμματά τους, που οι μεταγενέστεροι τους έδιναν τον συμβατικό τίτλο Περί φύσεως, έχουν όλα χαθεί· ωστόσο, οι θεωρίες τους μας είναι σε γενικές γραμμές γνωστές από συγγραφείς νεότερους, που μερικές φορές έχουν διασώσει και τις αρχικές διατυπώσεις. Το ίδιο ισχύει και για φιλοσόφους σαν τον Θαλή και τον Πυθαγόρα, που πιστεύουμε ότι δεν άφησαν πίσω τους τίποτα γραπτό.

ΦΥΣΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

Ο Θαλής από τη Μίλητο (7ος/6ος π.Χ. αι.) ασχολήθηκε με οικονομικά, μηχανικά, γεωγραφικά, αστρονομικά, μαθηματικά και κοσμολογικά θέματα. Αρχή των όντων (Αριστοτέλης) δίδαξε ότι ήταν το νερό.
Μαθητής, είπαν, του Θαλή, ο Αναξίμανδρος από τη Μίλητο (περ. 610-545 π.Χ.) επιδόθηκε ιδιαίτερα στην αστρονομία και στη γεωγραφία, όπου σχεδίασε τον πρώτο χάρτη του ουρανού και της γης. Αρχή των όντων υποστήριξε πως ήταν το άπειρο, «αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο».
Μαθητής του Αναξίμανδρου, ο Αναξιμένης από τη Μίλητο (περ. 590-525 π.Χ.) καθόρισε ως αρχή των όντων τον αέρα, που «όταν αραιώνει γίνεται φωτιά, όταν πυκνώνει γίνεται πρώτα σύννεφο, ύστερα νερό, ύστερα χώμα και τέλος πέτρα».
Διαφορετική, λιγότερο ορθολογική, μυστικιστική σχεδόν κατεύθυνση ακολούθησε ο Πυθαγόρας (περ. 575-485 π.Χ.). Γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά εγκατάλειψε την πατρίδα του, για να αποφύγει την τυραννία του Πολυκράτη, και εγκαταστάθηκε στην Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του πλήθος οπαδούς και η σχολή του (πολιτική εταιρεία και θρησκευτικός θίασος περισσότερο παρά διδασκαλείο) φημίστηκε τόσο για την ξεχωριστή προσωπικότητα και τη σοφία του ιδρυτή της όσο και για τον αυστηρό τρόπο ζωής των Πυθαγορικών. Αρχή των όντων για τον Πυθαγόρα ήταν η μονάς, δηλαδή οι αριθμοί στη σχέση τους με το άπειρο και το κενό. Περισσότερο γνωστή είναι η θεωρία του για τη μετεμψύχωση: η ψυχή, υποστήριζε, είναι αθάνατη και μεταπηδά από τον ένα στον άλλο ζωντανό οργανισμό, άνθρωπο ή ζώο, ανάλογα με τη συμπεριφορά της.

Ανάμεσα στους Επτά σοφούς μνημονεύονται και νομοθέτες, όπως ο Λυκούργος, που η ρήτρα του χρονολογείται τον 8ο/7ο π.Χ. αιώνα, και ο Σόλων, που οι νόμοι του, χαραγμένοι σε ξύλο, σώζονταν ακόμα στην Αθήνα τον 1ο/2ο αιώνα μ.Χ. Τέτοια κείμενα διατυπώνονταν φυσικά με ακρίβεια, σε πεζό λόγο, παρόμοια με τα ψηφίσματα, τις συμφωνίες ανάμεσα σε πόλεις και άλλα επίσημα κείμενα, που τις περισσότερες φορές καταγράφονταν σε σκληρή ύλη για να εκτεθούν δημόσια.
Καταλογάδην, δηλαδή σε πεζό λόγο, γράφτηκαν στα αρχαϊκά χρόνια και ορισμένα, χαμένα σήμερα, έργα θεολογικά, όπως το Περὶ θυσιῶν του Επιμενίδη από την Κρήτη (7ος/6ος π.Χ. αι.) και η Θεολογία του Φερεκύδη από τη Σύρο (περ. 584-500 π.Χ.). Στα τελευταία αρχαϊκά χρόνια ανήκει και το πρώτο γνωστό μας ιατρικό σύγγραμμα, το Περὶ φύσεως του Αλκμαίωνα από την Κρότωνα, μαθητή του Πυθαγόρα. Στα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν διαβάζουμε ότι «ξεκάθαρη γνώση για όσα δε φαίνονται και για τα ανθρώπινα έχουν μόνο οι θεοί· εμείς ως άνθρωποι πρέπει να περιοριστούμε σε τεκμήρια».
Πρώτος ο ομηρικός Οδυσσέας διηγήθηκε στους Φαίακες τα θαλασσινά του ταξίδια και περίγραψε τους τόπους και τους λαούς που συνάντησε. Στα αρχαϊκά χρόνια οι αντίστοιχες ταξιδιωτικές περιγραφές δεν είναι πια μυθικές. Έτσι, προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Σκύλακας από τα Καρύανδα της Καρίας ταξίδεψε με πλοίο από τον Ινδό ποταμό ως το Σουέζ καταγράφοντας τις αποστάσεις, τα χαρακτηριστικά των ακτών και πληροφορίες για τα έθνη που τις κατοικούσαν. Το έργο του, γνωστό με τον τίτλο Περίπλους, έχει χαθεί, όπως και άλλα παρόμοια έργα διάφορων θαλασσοπόρων. Σώζεται μόνο, σε μετάφραση της Ελληνιστικής εποχής, ο Περίπλους ενός Καρχηδόνιου, του Άννωνα, που ταξίδεψε νότια, έξω από τις Στήλες του Ηρακλή (Γιβραλτάρ) και εξερεύνησε ένα μέρος από την αφρικανική ακτή του Ατλαντικού.
Ο Σκύλακας και άλλοι συγγραφείς που προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα έγραψαν έργα γεωγραφικά, εθνολογικά, γενεαλογικά κλπ. θεωρήθηκαν, κιόλας από τα αρχαία χρόνια, πρόδρομοι των ιστοριογράφων, και ονομάστηκαν λογογράφοι (ή λογοποιοί), δηλαδή πεζογράφοι, σε αντίθεση με τους εποποιούς, που είχαν γράψει ανάλογα έργα σε στίχους. Σπουδαιότερος ανάμεσά τους ο Εκαταίος από τη Μίλητο.

ΕΚΑΤΑΙΟΣ (περ. 560-480 π.Χ.)

Είτε μαθήτεψε στον Αναξίμανδρο, όπως παραδίδεται, είτε όχι, ο Εκαταίος ανατράφηκε στο φωτισμένο πνευματικό κλίμα της Μιλήτου, που τόσα πρόσφερε στην πρώιμη επιστημονική σκέψη. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε τον κόσμο και με τα έργα του φρόντισε να μεταδώσει στους άλλους τη γνώση του για πρακτική χρήση. Σημαντική είναι και η παρέμβασή του στα κοινά, όταν με ανθρωπογεωγραφικά επιχειρήματα (και με δικό του χάρτη της γης!) προσπάθησε να αποδείξει στους συμπολίτες του ότι η επανάσταση που σχεδίαζαν οι ιωνικές πόλεις εναντίον των Περσών ήταν καταδικασμένη να αποτύχει (όπως και απότυχε), αν δε χρησιμοποιούσαν τον πλούτο του ναού του Απόλλωνα για να εξοπλίσουν στόλο.
Ο χάρτης αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου συγγράμματος, γνωστού με τον τίτλο Περιήγησις (= παρουσίαση, ξενάγηση), όπου περιγράφονταν αναλυτικά, η μια μετά την άλλη, όλες οι ακτές της Μεσογείου και του Εύξεινου πόντου: οι αποστάσεις, τα δρομολόγια, οι χώρες, ο πολιτισμός και η ιστορία των λαών που τις κατοικούσαν.
Ο Εκαταίος ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια που μετρούσε δεκαέξι γενιές· έτσι, δεν απορούμε μαθαίνοντας ότι έγραψε και έργο με τον συμβατικό τίτλο Γενεαλογίαι, όπου προσπάθησε ακόμα και τους μυθικούς ήρωες να τους εντάξει σε ορθολογικό χρονολογικό πλαίσιο.
Από τα συγγράμματά του σώζονται λίγα μόνο αποσπάσματα, αρκετά για να μας δείξουν το απλό, ανεπιτήδευτο ύφος του.

Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

Ιστορικές συνθήκες

Πλούσια σε εξελίξεις, η Κλασική εποχή θα μπορούσε να χωριστεί στις παρακάτω περιόδους, με τα συμβατικά τους ονόματα:

Α. Περσικά (508-479 π.Χ.)

Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα οι ιωνικές και αιολικές πόλεις της Μικρασίας, η Μαγνησία, η Κολοφώνα, η Σμύρνη, η Έφεσος κ.ά. (όχι όμως η Μίλητος) βρίσκονταν κάτω από την επικυριαρχία των Λυδών. Το 546 π.Χ. ο Κύρος ο Β' των Περσών διάλυσε το λυδικό κράτος και υπόταξε τη μια μετά την άλλη τις ελληνικές πόλεις (εκτός πάλι από τη Μίλητο). Η βαριά περσική κυριαρχία προκάλεσε δυσφορία στις ελληνικές πόλεις και οδήγησε στην ιωνική επανάσταση του 499 π.Χ., που όμως απότυχε. Η νίκη των Περσών ολοκληρώθηκε με την άλωση και την καταστροφή της Μιλήτου, το 494 π.Χ.
Για να τιμωρήσουν τάχα την Αθήνα και την Ερέτρια, που είχαν βοηθήσει τους Ίωνες, οι Πέρσες επιχείρησαν τρεις φορές να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, αλλά: (α) ο Μαρδόνιος είδε τον στόλο του να διαλύεται από κακοκαιρία στον Άθω (492 π.Χ.), (β) ο Δάτης και ο Αρταφέρνης προχώρησαν και ισοπέδωσαν την Ερέτρια, αλλά νικήθηκαν κατά κράτος στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), και (γ) ο διάδοχος του Δαρείου, ο Ξέρξης, μπορεί να πέρασε από τις Θερμοπύλες, που υπερασπιζόταν ο Λεωνίδας, και να κατάστρεψε την Αθήνα, αλλά το ναυτικό του κατατροπώθηκε στη Σαλαμίνα (480 π.Χ) και ο στρατός του στις Πλαταιές (479 π.Χ.). Τον ίδιο χρόνο, η ναυμαχία της Μυκάλης επισφράγισε την ελληνική νίκη, και η κατάληψη της Σηστού στα στενά του Ελλησπόντου προετοίμασε την αθηναϊκή ηγεμονία.

Β. Πεντηκονταετία (479-431 π.Χ.)

Ανάμεσα σε δύο πολέμους, η Πεντηκονταετία ταυτίζεται με τη μεγάλη ακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι νίκες στα Περσικά έχουν δοξάσει την Αθήνα, που ιδρύει τη Συμμαχία της Δήλου και ηγεμονεύει δικαιωματικά στον ελληνικό κόσμο. Οι κυβερνήτες της, αιρετοί από την εκκλησία του δήμου, είναι σημαντικές προσωπικότητες: ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων, ο Εφιάλτης, ο Περικλής - πολιτικοί που συνδυάζουν την έμπνευση και τον σωστό σχεδιασμό με την αποτελεσματική πράξη.
Ο Περικλής, που ως αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης κυβέρνησε την Αθήνα για τριάντα και παραπάνω χρόνια (461-429 π.Χ.) ενίσχυσε το δημοκρατικό πολίτευμα, οχύρωσε την Αθήνα από στεριά και θάλασσα, ανάπτυξε το εμπόριο, επέκτεινε την αθηναϊκή επιρροή σε Ανατολή και Δύση, και ακόμα προγραμμάτισε και πραγμάτωσε την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, που οι αρχαϊκοί ναοί της είχαν καταστραφεί από τον Ξέρξη.
Τέτοια ανάπτυξη και τόσες επιτυχίες φυσικό ήταν να έχουν και την αρνητική τους πλευρά: η μεταφορά του ταμείου της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά των συμμαχικών πόλεων, η οικονομική τους εκμετάλλευση, η σκληρή τιμωρία όσων αποστατούσαν, και άλλα ανάλογα φαινόμενα είχαν με τον καιρό αποτέλεσμα οι σύμμαχοι να νιώθουν υποτελείς και η Αθήνα να ασκεί επεκτατική και ιμπεριαλιστική περισσότερο παρά συμμαχική πολιτική. Έτσι κι αλλιώς, στόχος του Περικλή ήταν να συνενώσει κάτω από την ηγεσία της Αθήνας ολόκληρη την Ελλάδα· όμως τα σχέδια του σκόνταψαν στη δικαιολογημένη αντίδραση της Σπάρτης.
Η ολιγαρχική Σπάρτη είχε και αυτή κερδίσει μεγάλη δόξα στα Περσικά· όμως στα χρόνια που ακολούθησαν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πλήθος δυσκολίες: η συνοχή της Πελοποννησιακής Συμμαχίας κινδύνευε από το φιλελεύθερο δημοκρατικό ρεύμα που είχαν δημιουργήσει οι νίκες εναντίον των Περσών· ο παλιός της εχθρός, το Άργος, σε συνεργασία με την Αθήνα, ενίσχυε και συντόνιζε τις αντιλακωνικές κινήσεις στην Αρκαδία, στην Ηλεία και αλλού· οι είλωτες επαναστάτησαν το 468 π.Χ., η εξέγερση τους κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το 464 π.Χ. ένας φοβερός σεισμός ισοπέδωσε τη Λακωνία και σκότωσε περισσότερες από 20.000 ανθρώπους, δημιουργώντας ένα ακόμα πρόβλημα, δημογραφικό.
Αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, οι πάντα συντηρητικοί έφοροι όχι μόνο διατήρησαν, αλλά και ενίσχυσαν τον στατικό χαρακτήρα της πόλης, που πια αντιστεκόταν σε κάθε νεωτερισμό. Κλεισμένη στον εαυτό της η Σπάρτη αναγκάστηκε από τα πράγματα να ανεχτεί τη ραγδαία πρόοδο της Αθήνας, αλλά βέβαια δεν παράλειψε να αντιδρά, τόσο με πολιτικές ενέργειες, υποστηρίζοντας τα ολιγαρχικά κόμματα σε άλλες πόλεις, όσο και με στρατιωτικές παρεμβάσεις, όπου και όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία. Τέλος, ύστερα από πολλές συγκρούσεις, με τις τριαντάχρονες σπονδές του 446 π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη αναγνώρισαν καθεμιά την ηγετική θέση της άλλης στη Συμμαχία της Δήλου και στην Πελοποννησιακή Συμμαχία αντίστοιχα.

Γ. Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.)

Οι τριαντάχρονες σπονδές άντεξαν δεκατέσσερα χρόνια, αλλά το 431 π.Χ., με αφορμή το μεγαρικό ψήφισμα, ξεκίνησε ο πόλεμος «που συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο». Ο Πελοποννησιακός πόλεμος κράτησε είκοσι εφτά χρόνια και στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν αμφίρροπος: η νίκη μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο στρατόπεδο και οι εχθροπραξίες διακόπτονταν από περιόδους ειρήνης, ώσπου το 404 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πολιορκούν στενά την Αθήνα και επιβάλλουν τους όρους τους.
Για το σύνολο της Ελλάδας, η βραχύβια κυριαρχία των Σπαρτιατών και η πρόσκαιρη κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είχαν τόση σημασία όσην οι καταστροφές που προκάλεσε και στις δύο παρατάξεις ο πόλεμος και η φθορά των ελληνικών δυνάμεων. Έτσι, η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ελληνικά στρατόπεδα έδωσε τη δυνατότητα στην Περσία να ρυθμίζει με τις συμμαχίες και το χρυσάφι της τις τύχες της Ελλάδας.

Δ. Τέταρτος αιώνας (404-323 π.Χ.)

Η αθηναϊκή δημοκρατία αποκαταστάθηκε κιόλας το 403 π.Χ.· μέσα σε λίγα χρόνια η Αθήνα απόχτησε πάλι ισχυρό ναυτικό, τα μακρά τείχη ξαναχτίστηκαν, και το 378 π.Χ. συγκροτήθηκε η δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία. Ωστόσο, σε ολόκληρη την Ελλάδα τίποτα δεν ήταν όπως παλιά: τα πολιτεύματα, δημοκρατικά και ολιγαρχικά, λειτουργούσαν με συνέπεια αλλά χωρίς την αρχική τους δυναμική· οι συμμαχίες σχηματίζονταν και διαλύονταν με το παραμικρό, τα πλήθη αδιαφορούσαν, οι ηγετικές προσωπικότητες σπάνιζαν - και ουσιαστικός ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων ήταν οι Πέρσες, που υποδαύλιζαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, χρηματοδοτούσαν τους πολέμους, καθόριζαν τους νικητές και υπαγόρευαν τους όρους της ειρήνης. Μέσα από όλα αυτά αναδύθηκε, ως εθνική αναγκαιότητα, η ιδέα του πανελληνισμού, το όραμα μιας Ελλάδας που, ενωμένη κάτω από ισχυρή ηγεσία, θα πολεμούσε τους Πέρσες για να απαλλαγεί από την κηδεμονία τους.
Διαφορετική πορεία ακολούθησε το βασίλειο της Μακεδονίας, που τον 4ο π.Χ. αιώνα γνώρισε τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη. Έχοντας υποτάξει τους λαούς του Βορρά, ο Φίλιππος, που βασίλεψε από το 359 ως το 336 π.Χ., προχώρησε να επεκτείνει την εξουσία του ανατολικά προς τη Χαλκιδική και τη Θράκη, νότια προς τη Θεσσαλία και τη Στερεά και δυτικά προς την Ήπειρο. Προικισμένος με εξαιρετικές στρατηγικές και διπλωματικές ικανότητες, ο Φίλιππος κατόρθωσε, με σκληρούς αγώνες, να κυριαρχήσει. Το 337 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου υποχρέωσε τις πόλεις να υπογράψουν συμμαχία των Ελλήνων για κοινή ειρήνη και να τον αναγνωρίσουν στρατηγό αυτοκράτορα εναντίον των Περσών. Είχε αρχίσει να προετοιμάζει την εκστρατεία, όταν, για άγνωστο λόγο, δολοφονήθηκε. Τα σχέδιά του ανάλαβε να πραγματοποιήσει, άξιος διάδοχος, ο Αλέξανδρος, που σε δώδεκα χρόνια (334-323 π.Χ.) κατάλυσε το Περσικό κράτος, κατάκτησε την Αίγυπτο και οδήγησε τα ελληνικά στρατεύματα νικηφόρα ως τις Ινδίες.

Η φιλοσοφία ως τον θάνατο του Σωκράτη

Τον 5ο π.Χ. αιώνα συνυπάρχουν, συγκλίνουν και σε πολλά συνεργάζονται δύο φιλοσοφικά ρεύματα: από τη μια η αρχαϊκή παράδοση των φυσικών φιλοσόφων, με τα κοσμολογικά ενδιαφέροντα, και από την άλλη το σοφιστικό κίνημα, που επικεντρώνεται στον άνθρωπο, τις νοητικές του δυνατότητες και τα ηθικά, πολιτικά και άλλα του προβλήματα. Θα εξετάσουμε πρώτα τους παραδοσιακούς φυσιολόγους, ύστερα και τους σοφιστές, για να καταλήξουμε στην ιδιότυπη προσωπικότητα και διδασκαλία του Σωκράτη.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (6ος/5ος π.Χ. αι.)

Ο Ηράκλειτος, από την Έφεσο της Μικρασίας, χαρακτήρισε πολύμαθους αλλά άμυαλους τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο· και ακόμα υποστήριξε πως τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο έπρεπε να τους αποβάλλουν από τους αγώνες και να τους χτυπούν (απόσπ. 42 DK.). Ο ίδιος συνέχισε την παράδοση των μιλήσιων φυσιολόγων, ορίζοντας ως κοσμογονικό στοιχείο τη φωτιά· ήταν όμως και ο πρώτος που αναγνώρισε μια γενική κανονιστική αρχή, και την ονόμασε λόγο. Αυτός ο λόγος είναι που μέσα στην αδιάκοπη αλλαγή ρυθμίζει τους συσχετισμούς των αντιθέτων δυνάμεων (φως και σκοτάδι, κρύο και ζέστη, υγρασία και ξηρασία κλπ.) δημιουργώντας μια παλίντονη (ή παλίντροπη), όπως τη χαρακτήρισε, «αρμονία, όπως της λύρας και του τόξου» (απόσπ. 51 DK.).
Ο Ηράκλειτος διατύπωσε τη φιλοσοφία του σε πεζό λόγο και σε ιωνική διάλεκτο. Το έργο του, με τον συμβατικό τίτλο Περὶ φύσεως, έχει χαθεί· σώθηκαν όμως αρκετά αποσπάσματα, χαρακτηριστικά όχι μόνο της σκέψης αλλά και του ύφους του. Ο λόγος του είναι κοφτός, υπαινικτικός, γεμάτος εικόνες και μεταφορές, ποιητικός σχεδόν, και οπωσδήποτε δυσνόητος. Το καταλαβαίνουμε οι μεταγενέστεροι να τον χαρακτηρίζουν σκοτεινό και να διηγούνται πως το βιβλίο του είναι «επίτηδες γραμμένο με ασάφεια, για να το παίρνουν στα χέρια τους μόνο οι ικανοί» (Διογένης Λαέρτιος 9.5).

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (περ. 515-450 π.Χ.)

Ο Παρμενίδης, πρωτοπόρος της οντολογίας, γεννήθηκε και έζησε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Η σκέψη του έχει δεχτεί επιδράσεις τόσο από τους πυθαγόρειους και τον Ξενοφάνη όσο και από τους ίωνες φυσιολόγους και τον Ηράκλειτο.
Μορφολογικά ο Παρμενίδης προτίμησε να ενταχτεί στην παράδοση του διδακτικού έπους και έγραψε σε δακτυλικό εξάμετρο, χωρίς γνήσια ποιητική πνοή και στιχουργική άνεση. Από το έργο του σώζονται μεγάλα κομμάτια, γύρω στους 150 στίχους, όπου διηγείται πώς τάχα έφτασε νέος με το άρμα του στις πύλες που χωρίζουν τη Νύχτα από την Ημέρα. Πρόθυμη εκεί μια θεά, πιθανότατα η Δίκη, του αποκάλυψε πως το ὄν, δηλαδή «ό,τι πραγματικά υπάρχει είναι ενιαίο, αγέννητο, άφθαρτο, ακίνητο, τέλειο, χωρίς αρχή και τέλος […] σαν μια σφαίρα» (απόσπ. 8 DK.) - κάτι που μόνο με τη νόηση μπορεί κανείς να το συλλάβει. Στη συνέχεια η θεά τού έκανε μια περιγραφή του φυσικού κόσμου, όπως οι θνητοί τον αντιλαμβάνονται εμπειρικά, με τις αισθήσεις.
Αν και οχυρωμένος πίσω από τη θεϊκή αυθεντία, που τάχα του φανέρωσε τις αλήθειες, ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που δεν αρκέστηκε να εκθέσει τις θεωρίες του, αλλά μερικές επιχείρησε και να τις αποδείξει.
Το έργο του ερμήνεψαν και συνέχισαν στη βραχύβια ελεατική σχολή πρώτα ο μαθητής του Ζήνων από την Ελέα (περ. 490-415 π.Χ.), που έλεγαν ότι ανακάλυψε τη διαλεκτική, λίγο αργότερα και ο Μέλισσος από τη Σάμο.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (περ. 494-434 π.Χ.)

Το διδακτικό έπος προτίμησε ως εκφραστικό μέσο και ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας, όπου έδρασε ως γιατρός, φιλόσοφος, μυσταγωγός και πολιτικός, υπερασπιστής της δημοκρατίας. Η κοσμολογία του βασίζεται σε τέσσερα σταθερά ριζώματα (το νερό, τη φωτιά, το χώμα και τον αέρα) που δύο θεοτικές δυνάμεις, η Φιλότης (φιλία) και το Νεῖκος (εχθρότητα) τα υποχρεώνουν πότε να ανακατεύονται (μῖξις) και πότε να ξεχωρίζουν (διάλλαξις).
Διαφορετικό, επηρεασμένο από τον πυθαγόρειο και ορφικό μυστικισμό, είναι το έργο του Καθαρμοί, όπου ο ίδιος λέει για τον εαυτό του ότι ως θεϊκός μυσταγωγός τριγύριζε τιμημένος με την ακολουθία του τις πόλεις γιατρεύοντας και δίνοντας χρησμούς (απόσπ. 112 DK.), διδάσκοντας για την αθανασία της ψυχής, για τη μετεμψύχωση και για το σώμα ως «ξένο, κρεάτινο χιτώνα» (απόσπ. 126 DK.). Αντίστοιχα και οι οπαδοί του θρυλούσαν αργότερα πως, όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, είτε τον εφώναξε φωνή από τον ουρανό και εξαφανίστηκε μέσα στο φως, είτε μόνος του πήδηξε και χάθηκε στον κρατήρα της Αίτνας.
Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε μας σώζονται 350 στίχοι από το Περὶ φύσεως και 100 από τους Καθαρμούς, όπου εύκολα διαπιστώνουμε ότι, αντίθετα με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής χειριζόταν με μεγάλη άνεση το μέτρο και την ποιητική γλώσσα του έπους. Ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως ρήτορας δεινός τόσο ώστε να διαδοθεί ότι αυτός δίδαξε ρητορική στον Γοργία.

Ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής έμειναν όλοι και δίδαξαν στις πατρίδες τους, στη Μικρασία και στη Μεγάλη Ελλάδα, κοιτίδες της φιλοσοφίας από τα αρχαϊκά χρόνια. Όμως στο μεταξύ η Αθήνα αναπτύχτηκε και έγινε τόσο ονομαστή, ώστε πια οι φιλόσοφοι, και όχι μόνο οι φιλόσοφοι, να έρχονται να την επισκεφτούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αν όχι και για να εγκατασταθούν για πάντα.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ (περ. 500-428 π.Χ.)

Γεννήθηκε και ανατράφηκε στις Κλαζομενές της Μικρασίας, αλλά αργότερα έζησε και δίδαξε για τριάντα χρόνια στην Αθήνα, όπου πρώτος μετάφερε το φιλελεύθερο πνεύμα και τα διδάγματα της ιωνικής φιλοσοφίας. Φίλοι και μαθητές του ήταν ο Περικλής, ο Ευριπίδης και ο Αρχέλαος, ο δάσκαλος του Σωκράτη. Από την Αθήνα έφυγε διωγμένος, όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή, με πρόφαση ορισμένες του θεωρίες (π.χ. ότι ο ήλιος είναι μια πυρωμένη πέτρα μεγάλη σαν την Πελοπόννησο), τον κατηγόρησαν για αθεΐα. Ο φιλόσοφος κατάφυγε τότε στη Λάμψακο, στη μικρασιατική ακτή του Ελλήσποντου, όπου και δίδαξε τιμημένος ως τον θάνατό του.
Η φιλοσοφία του, διατυπωμένη σε ιωνική διάλεκτο και πεζό λόγο, αντλεί και συνθέτει στοιχεία από τις θεωρίες του Αναξίμανδρου, του Ζήνωνα, του Παρμενίδη και άλλων προγενέστερων στοχαστών. Καινούριο και σημαντικό είναι ότι ο Αναξαγόρας τοποθετεί την κινητήρια και ρυθμιστική δύναμη των πάντων έξω από την ύλη, στον νου, που είναι «άπειρος και αυτοδύναμος· δεν ανακατεύεται με καμιά ουσία, αλλά είναι μόνος με τον εαυτό του […]· γιατί ο νους είναι η πιο λεπτή από όλες τις ουσίες, και η πιο καθαρή, και έχει γνώση για όλα τα πράγματα και τη μεγαλύτερη δύναμη. Και όσα έχουν ψυχή, και όσα δεν έχουν, όλα τα κυβερνά ο νους» (απόσπ. 12 DK.). Δε χρειάζονταν άλλο οι Αθηναίοι για να του κολλήσουν το παρανόμι Αναξαγόρας ο Νους.

Νεότερος και λιγότερο γνωστός από τον Αναξαγόρα, είναι ο Διογένης από την Απολλωνία (της Φρυγίας;), που και αυτός για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και δίδαξε στην Αθήνα. Η φιλοσοφική του διδασκαλία είναι εκλεκτική, με αφετηρία την κοσμολογική θεωρία του Αναξιμένη. Σημαντικότερες είναι οι ιατρικές του διατριβές σε θέματα φυσιολογίας, ανατομίας, γενετικής, ψυχολογίας κλπ.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ (περ. 460-370 π.Χ.)

Ο Δημόκριτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Άβδηρα, ιωνική αποικία στη Θράκη. Αργότερα ταξίδεψε πολύ, στην Αίγυπτο και αλλού, φυσικά και στην Αθήνα, όπου ο ίδιος έγραψε ότι «κανείς δε με γνώρισε» (απόσπ. 116 DK.). Ωστόσο η φήμη του ήταν αργότερα μεγάλη, καθώς πλήθος φιλόσοφοι σχολίασαν θετικά, υιοθέτησαν και ανάπτυξαν τη θεωρία του για τα άτομα, δηλαδή για τα ελάχιστα κομματάκια της ύλης που πια δε γίνεται να κοπούν σε άλλα μικρότερα. Αυτά τα ποικιλόμορφα άτομα, δίδασκε, στους διάφορους συνδυασμούς τους μέσα στο κενό, απαρτίζουν όλα τα σώματα - ακόμα και την ψυχή. Ο Δημόκριτος θεωρείται ως σήμερα πατέρας της ατομικής θεωρίας, αλλά το πιθανότερο είναι οι πρώτες τουλάχιστον σκέψεις σε αυτή την κατεύθυνση να έγιναν από τον δάσκαλό του, τον Λεύκιππο από τη Μίλητο, που τελικά επισκιάστηκε από τον μαθητή του.
Φυσικός και μαθηματικός αρχικά, ο Δημόκριτος δεν παράλειψε να ασχοληθεί με πλήθος ακόμα επιστήμες και θέματα. Στον μακρύ κατάλογο των έργων του συναντούμε συγγράμματα γεωγραφικά, γεωργικά, ιατρικά, τεχνικά, και ακόμα έργα για τη ζωγραφική, για τη μουσική, για τη γραμματική, για τους συλλογιστικούς κανόνες, για την ηθική και για την ποίηση. Από αυτό τον θησαυρό δε σώζονται παρά αποσπάσματα, ανάμεσά τους μια σειρά γνώμες, διατυπωμένες επιγραμματικά σε ιωνική διάλεκτο, που μαρτυρούν ότι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του ο Δημόκριτος ασχολήθηκε εντατικά και με τα ηθικά, πολιτικά και άλλα προβλήματα των ανθρώπων. Σημαντικό έργο του στον τομέα αυτόν το Περὶ εὐθυμίης, όπου έγραφε ότι «όποιος είναι να ζήσει ευδιάθετος, πρέπει να μην ασχολείται με πολλά, ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια, και με όσα ασχολείται να προσέχει μην ξεπερνούν τη δύναμή του και τη φύση του» (απόσπ. Β 3 DK.). Ο ίδιος είδαμε να ασχολείται με πάρα πολλά, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι πάντα τόσο ευδιάθετος, ώστε να του δώσουν το παρανόμι γελασῖνος (γελαστός).

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (περίπου 485-415 π.Χ.)

Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος του σοφιστικού κινήματος, πρώτος που αποδέχτηκε τον τίτλο του σοφιστή, και πρώτος που ζητούσε και έπαιρνε αμοιβή για τη διδασκαλία του, γεννήθηκε στα Άβδηρα, όπως και ο Δημόκριτος.
Πέρασε τη ζωή του πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και διδάσκοντας τους νέους, αλλά όχι μόνο τους νέους. Απόχτησε μεγάλη φήμη και επισκέφτηκε πολλές φορές την Αθήνα, όπου ο Περικλής τού ανάθεσε να συντάξει τη νομοθεσία για τη νέα αποικία των Θουρίων (444/443 π.Χ.). Πληροφορίες ότι αργότερα οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν για ασέβεια, ότι τα συγγράμματά του συγκεντρώθηκαν και κάηκαν δημόσια, και ότι ο ίδιος πρόλαβε να φύγει αλλά ναυάγησε και πνίγηκε ταξιδεύοντας για τη Σικελία, δεν αποκλείεται να κρύβουν κάποιες αλήθειες. Ωστόσο, είναι το ίδιο πιθανό οι ιστορίες αυτές να επινοήθηκαν στον απόηχο της αντίδρασης που προκάλεσαν στους συντηρητικούς κύκλους οι ριζοσπαστικές θεωρίες του.
Το πιο γνωστό του απόφθεγμα, «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» (απόσπ. 1 DK.), αντικαθιστά κάθε δεδομένη αλήθεια ή αυθεντία με τον άνθρωπο, που μόνος κρίνει και αποφασίζει για όλα. Όσο για τους θεούς, ο Πρωταγόρας ήταν προσεκτικός: «Για τους θεούς», έγραψε, «δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε αν υπάρχουν, ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν γιατί πολλά με εμποδίζουν να γνωρίζω: και η κρυφή τους υπόσταση και η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (απόσπ. 4 DK.). Και όμως, στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται να διηγείται ένα μύθο όπου οι άνθρωποι έχουν πάρει δώρο από τον Δίααἰδῶ καὶ δίκην, «σεβασμό και δικαιοσύνη, για να υπάρξουν ταχτοποιημένες πολιτείες και δεσμοί που να οδηγούν στη φιλία» (Πρωταγόρας 322c).
Από τα πολλά, χαμένα σήμερα, έργα που παραδίδεται ότι έγραψε, ξεχωρίζουμε το Ἀντιλογίαι, όπου δεχόταν ότι για κάθε ζήτημα μπορούν να υπάρξουν και να υποστηριχτούν δύο αντικρουόμενες απόψεις. Έτσι η σοφιστική φιλοσοφία συνδέθηκε εξαρχής με τη ρητορική τέχνη (σ. 136).

Λίγο νεότερος από τον Πρωταγόρα πρέπει να ήταν ο Ιππίας από την Ήλιδα, που και αυτός έγινε διάσημος (και πλούσιος) ταξιδεύοντας και διδάσκοντας φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία, μουσική, ρητορική, μνημοτεχνική κ.ά. Δεινός ομιλητής, παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος στην Ολυμπία, καυχήθηκε ότι όλα όσα φορούσε από την κορυφή ως τα νύχια, ρούχα και κοσμήματα, τα είχε κατασκευάσει ο ίδιος, και δήλωσε έτοιμος να δώσει απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Το ίδιο πληθωρική ήταν και η συγγραφική του παραγωγή, που περιλάμβανε «και έπη και τραγωδίες και διθυράμβους και πεζά έργα πολλά και ποικίλα» (Πλάτων, Ιππίας ελάσσων 368c-d) - όλα χαμένα. Ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη διδασκαλία του πρέπει να ήταν το έργο του Τρωικός, όπου παρουσιαζόταν ο Νέστορας να συμβουλεύει τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, πώς να πετύχει στη ζωή του και να δοξαστεί.

ΓΟΡΓΙΑΣ (περ. 483-376 π.Χ.)

Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, μαθητής του Εμπεδοκλή, διάσημος ρήτορας και σοφιστής, επισκέφτηκε το 427 π.Χ. την Αθήνα ως ἀρχιπρεσβευτής ζητώντας για την πατρίδα του βοήθεια εναντίον των Συρακουσών. Η αποστολή του πέτυχε, και ακόμα μεγαλύτερη ήταν η προσωπική του επιτυχία, καθώς οι Αθηναίοι θαύμασαν τόσο τη συλλογιστική του δεινότητα όσο και τη γοητεία του λόγου του.
Όπως όλοι οι σοφιστές, ο Γοργίας δεν πίστευε πως υπάρχει μία μόνο αλήθεια, αλλά πως ο κατάλληλα διαμορφωμένος λόγος μπορεί όχι μόνο πείσει αλλά «και να λυπήσει, και να τέρψει, και να φοβήσει και να δώσει θάρρος στους ακροατές του» (Ἑλένης ἐγκώμιον 14). Στο μεγαλύτερο μέρος της η ρητορική του δεξιοτεχνία, η ιδιαίτερη σαγήνη του λόγου του που καθήλωνε τους ακροατές, βασιζόταν σε ισοζυγιασμένες φράσεις, αντιθέσεις, παρηχήσεις, ομοιοκαταληξίες και άλλα ακουστικά σχήματα που συνηθίζονται στην ποίηση περισσότερο παρά στον πεζό λόγο - και έχουν δίκιο όσοι προσέχουν ότι με αυτά τα θέλγητρα ο Γοργίας «ξεπέρασε πολλές φορές τα σύνορα ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση» (Α. Λέσκι).
Για πολλά χρόνια ο Γοργίας έμεινε στην Ελλάδα, εκφωνώντας επιδεικτικούς λόγους στην Ολυμπία, στους Δελφούς και αλλού, διδάσκοντας στην Αθήνα, στο Άργος, στη Θεσσαλία, στη Λάρισα και στις Φερές, όπου και πέθανε.
Σώθηκαν πληροφορίες και αποσπάσματα από τον Ὀλυμπικόν και τον Πυθικόν του λόγο, από το Ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους, από έναν Ἐπιτάφιον, και από το φιλοσοφικό έργο Περὶ τοῦ μὴ ὄντος, όπου αναιρούσε τις απόψεις ενός σύγχρονού του ελεατικού φιλόσοφου, του Μέλισσου, που είχε γράψει Περὶ τοῦ ὄντος. Ολόκληρες μας σώζονται μόνο δύο φανταστικές αγορεύσεις: η Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία και το Ἑλένης ἐγκώμιον, όπου ο Γοργίας υπερασπίζεται την αθωότητα της ωραίας Ελένης. Αξιοθαύμαστα για την τεχνική τους, τα δύο έργα υποθέτουμε ότι αποτελούσαν υποδείγματα ενσωματωμένα στη Ρητορική τέχνη που ξέρουμε ότι έγραψε.
Οι ρητορικοί και συλλογιστικοί τρόποι του Γοργία είχαν επίδραση όχι μόνο στους μαθητές του, τον Ισοκράτη, τον Κριτία κ.ά., αλλά και σε σοφιστές σαν τον Πρόδικο, σε τραγικούς ποιητές σαν τον Ευριπίδη, και σε σωκρατικούς φιλοσόφους σαν τον Αντισθένη και τον Πλάτωνα - και τα γοργίεια σχήματα συνηθίζονται ως σήμερα στους επιδεικτικούς λόγους, και όχι μόνο.

Ο Πρόδικος από τη Τζια (περ. 470-398 π.Χ.) επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα ως διπλωματικός εκπρόσωπος της πατρίδας του και παράλληλα δίδασκε. Τα συγγράμματά του έχουν χαθεί· έχουμε όμως πληροφορίες για τα γλωσσολογικά του ενδιαφέροντα, τη μελέτη των συνωνύμων και τη φροντίδα του για τη σωστή χρήση των λέξεων. Καλύτερα γνωστή μάς είναι η λεγόμενη αλληγορία του Προδίκου, που αρχικά περιλαμβανόταν στο έργο του Ὧραι (θεότητες των εποχών). Το έργο έχει χαθεί, αλλά για καλή μας τύχη ο Ξενοφών ξαναδιηγήθηκε, ακολουθώντας τον Πρόδικο, την ιστορία του Ηρακλή, που νέος χρειάστηκε τάχα να αποφασίσει αν θα ακολουθούσε στη ζωή του τον εύκολο δρόμο της Κακίας ή τον δύσκολο δρόμο της Αρετής - και φυσικά διάλεξε τον δεύτερο (Απομνημονεύματα 2.1).

ΚΡΙΤΙΑΣ (περ. 460-403 π.Χ.)

Ο Κριτίας, αθηναίος αριστοκράτης, μαθητής του Γοργία (για ένα διάστημα και του Σωκράτη) ανήκει στη δεύτερη γενιά των σοφιστών. Εξαιρετικά φιλόδοξος, και φανατικός ολιγαρχικός, πήρε ενεργό μέρος στις αντιδημοκρατικές κινήσεις, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε και το 404 π.Χ., ως ένας από τους τριάντα τυράννους, κυβέρνησε - με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.Τον επόμενο χρόνο σκοτώθηκε πολεμώντας τους Αθηναίους που με αρχηγό τον Θρασύβουλο αγωνίζονταν να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία.
Το έργο του, χαμένο σήμερα, ήταν εντυπωσιακό, καθώς ο Κριτίας καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου (ποίηση, δράμα, πεζογραφία) και πραγματεύτηκε πλήθος θέματα, πολιτικά και άλλα.

Σοφιστής της δεύτερης γενιάς ήταν και ο Θρασύμαχος, από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας (περ. 460-400 π.Χ.). Λίγες πληροφορίες έχουμε για τη διδακτική του δραστηριότητα στην Αθήνα και αλλού, και ελάχιστα αποσπάσματα από τα πολιτικά, φιλοσοφικά και ρητορικά έργα που παραδίδεται ότι έγραψε. Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (338c) τον παρουσιάζει να υποστηρίζει με σθένος την άποψη ότι «το δίκαιο δεν είναι άλλο από το συμφέρον του πιο δυνατού», άποψη που ο Σωκράτης καθόλου δε δυσκολεύτηκε να ανατρέψει.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (469-399 π.Χ.)

Ο Σωκράτης, όπως πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, δεν άφησε τίποτα γραπτό. Ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μας είναι γνωστά μόνο όπως καταγράφηκαν από οπαδούς του, κυρίως από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, όταν ο ίδιος είχε πια πεθάνει.
Ξεκίνησε να γίνει καλλιτέχνης λιθοξόος, σαν τον πατέρα του, αλλά γρήγορα εγκατάλειψε κάθε επαγγελματική απασχόληση. Αν και φτωχός, προτίμησε να τριγυρίζει στην αγορά και στα γυμναστήρια, όπου γρήγορα έγινε γνωστός για τη συζητητική του δεινότητα και για τα παράδοξα θέματα που διάλεγε να πραγματευτεί: την ευσέβεια, τη γενναιότητα, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν εύκολη, καθώς είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξεσκεπάζει τις πλάνες και τους παραλογισμούς των συνομιλητών του· ήταν όμως τόσο θελκτική και ενδιαφέρουσα, ώστε μερικοί νέοι να τον ακολουθούν, όχι ως μαθητές (γιατί ο Σωκράτης ποτέ δεν ίδρυσε σχολή, ούτε ζήτησε δίδακτρα) αλλά ως ακροατές, οπαδοί και εταίροι.
Όποτε στρατεύτηκε ο Σωκράτης πολέμησε με αξιοσημείωτο θάρρος, και η προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα επαληθεύτηκε τρεις τουλάχιστο φορές: πρώτη φορά, όταν δικάζονταν οι στρατηγοί της ναυμαχίας στις Αργινούσες και μόνος αυτός επέμεινε να τηρηθεί η σωστή διαδικασία· δεύτερη, όταν οι τριάντα τύραννοι τον έστειλαν να συλλάβει έναν πολιτικό τους αντίπαλο και αρνήθηκε να υπακούσει· τρίτη φορά, όταν καταδικασμένος σε θάνατο προτίμησε να εκτελεστεί παρά να δραπετεύσει.
Η δίκη και η καταδίκη του εξηγούνται, ιστορικά, αν σκεφτούμε ότι μετά το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την ήττα τους, ήταν πρόθυμοι να αποδώσουν την ευθύνη σε κάποιον ή σε κάποιους, δίκαια ή άδικα. Η καταγγελία έγινε από φανατικούς της συντήρησης που πίστευαν ότι αιτία της αθηναϊκής κακοδαιμονίας ήταν η εγκατάλειψη σταθερών και δοκιμασμένων αξιών, όπως η ευσέβεια απέναντι στους θεούς και ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερούς τους. «Ο Σωκράτης», υποστήριξαν, «δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά εισάγει άλλα, καινούργια δαιμόνια, και ακόμα αδικεί, γιατί διαφθείρει τους νέους» (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.1). Στην καταδικαστική τους απόφαση οι δικαστές επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, πολιτικοί που πραγματικά είχαν βλάψει την Αθήνα, ήταν για ένα διάστημα οπαδοί του Σωκράτη, αλλά και από την προκλητικά υπερήφανη, ασυμβίβαστη στάση του φιλοσόφου στο δικαστήριο.
Ο Σωκράτης είχε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους σοφιστές. Κοινά ήταν τα ενδιαφέροντα για τον άνθρωπο· όμως στόχος της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η κοινωνική και πολιτική επιτυχία, που οι σοφιστές υποστήριζαν ότι μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ στόχος της σωκρατικής διδασκαλίας ήταν η αρετή, που ο Σωκράτης υποστήριζε ότι δε μπορούσε να την εξασφαλίσει. Κοινή ήταν η συζητητική μέθοδος, ο διάλογος· όμως ο διάλογος του Σωκράτη δεν ήταν ούτε επιδεικτικός, για να εντυπωσιάσει τους ακροατές, ούτε εριστικός, για να κατατροπώσει κάποιον αντίπαλο. Ο σωκρατικός διάλογος ήταν ελεγκτικός: σκοπό του είχε να απαλλάξει τον συνομιλητή από τις σφαλερές πεποιθήσεις του και να του δημιουργήσει απορία. Από κει και πέρα ο Σωκράτης υποστήριζε ότι κατείχε από τη μητέρα του, που ήτανε μαία, τη μαιευτική τέχνη, και μπορούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τον καθένα προς την αλήθεια.
Ο ίδιος ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως ήταν κάτοχος της αλήθειας. Η φιλοσοφία του, στο μέτρο που μπορούμε να τη μαντέψουμε, περιοριζόταν σε μερικά παράδοξα, όπως το ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα και το οὐδεὶς ἑκὼν κακός, «κανείς δεν είναι θεληματικά κακός». Γενικά, ο Σωκράτης έδινε μεγάλο βάρος στην απορία και στην ορθολογική αναζήτηση της αληθινής αρετής, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ούτε ότι τη βρήκε ούτε ότι μπορεί να τη διδάξει.

Επική ποίηση

Το διδακτικό έπος είδαμε να επιβιώνει τον 5ο π.Χ. αιώνα στα έργα προσωκρατικών φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή, που συνέχισαν την παράδοση του Ξενοφάνη. Άλλα διδακτικά έπη γράφτηκαν στους κλασικούς αιώνες ελάχιστα, ανάμεσά τους μια Ρητορική τέχνη του Εύηνου από την Πάρο (5ος π.Χ. αι.) και ένας γαστρονομικός οδηγός για καλοζωιστές, η Ἡδυπάθεια του Αρχέστρατου από τη Γέλα της Σικελίας (4ος π.Χ. αι.).[89]
Στους κλασικούς αιώνες το ηρωικό έπος άλλαξε χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ποιητές συνέχισαν την παράδοση υμνώντας τα κατορθώματα μυθολογικών ηρώων όπως ο Θησέας, οι Επτά επί Θήβας κλπ. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Πανύασης από την Αλικαρνασσό (6ος/ 5ος π.Χ. αι.), που το έπος του Ἡράκλεια επαινέθηκε από τους νεότερους πολύ. Οι περισσότεροι προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον επικό στίχο για να περιγράψουν σύγχρονά τους πολεμικά γεγονότα από τα Περσικά, τον Πελοποννησιακό πόλεμο κ.ά. Έτσι το ηρωικό έπος έτεινε να γίνει ιστορικό, με τους σύγχρονους στρατιωτικούς ηγέτες να συναγωνίζονται τον Οδυσσέα στην πονηριά και τον Αχιλλέα στη γενναιότητα.
Ο Χοιρίλος από τη Σάμο (5ος π.Χ. αι.) μακάρισε τους παλιούς ποιητές που έζησαν και έγραψαν «όσο ακόμα το λιβάδι της ποίησης ήταν απείραχτο· τώρα έχουν όλα μοιραστεί, και οι τέχνες πήραν τέλος […]· βλέπει κανείς προσεκτικά ένα γύρο, αλλά δεν έχει πού να κατευθύνει το καινούργιο του άρμα» (απόσπ. 1 Κ.). Ο ίδιος βρήκε ανεκμετάλλευτο θέμα τα Περσικά, και έγραψε έπος, τα Βαρβαρικά, όπου διηγήθηκε «πώς ήρθε από την Ασία στην Ελλάδα πόλεμος μεγάλος» (απόσπ. la Κ.). Ο Χοιρίλος ακολούθησε αργότερα τον σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο στις εκστρατείες του, με την εντολή να υμνήσει τα κατορθώματά του, αλλά είναι ζήτημα αν πρόλαβε να συνθέσει Λυσάνδρεια.
Σύγχρονος του Χοιρίλου ήταν ο Αντίμαχος από την Κολοφώνα, σημαντικός ποιητής και μελετητής του Ομήρου. Από τα έργα του ξεχωρίζουν η επική Θηβαΐς και μια ελεγειακή σύνθεση ερωτικών ιστοριών, η Λυδή, που πρέπει να συνδεθεί με τη Ναννώ του Μίμνερμου (σ. 69). Χαμένα σήμερα, τα έργα αυτά θαυμάστηκαν και επηρέασαν πολλούς· όμως το έπος Λυσάνδρεια, που το έγραψε προσκαλεσμένος, όπως ο Χοιρίλος, από τον σπαρτιάτη στρατηγό, παραδίδεται πως το κατάστρεψε μόνος του ο Αντίμαχος, όταν ο Λύσανδρος προτίμησε να βραβεύσει άλλον ποιητή, κατώτερό του.
Η γενικότερη παρακμή του ηρωικού έπους δεν επηρέασε καθόλου τη φήμη του Ομήρου. Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Είναι γνωστό ότι στη μεγαλύτερη γιορτή της Αθήνας, τα Παναθήναια, επαγγελματίες ραψωδοί απαγγέλλαν ολόκληρα τα έπη, ένας μετά τον άλλον, αρχίζοντας καθένας από εκεί που είχε σταματήσει ο προηγούμενος. Αντίστοιχα ήταν και η επίδραση του ποιητή μεγάλη, π.χ. στον Αισχύλο, που «έλεγε πως οι τραγωδίες του ήταν κομμάτια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου» (Αθήναιος 8.347), και στον Σοφοκλή, που από τον Βίο του μαθαίνουμε ότι «σε πολλά του δράματα ακολουθεί την Οδύσσεια».

Λυρική ποίηση

Και η λυρική ποίηση ως σύνολο υποχώρησε στα κλασικά χρόνια· επιβίωσαν όμως και καλλιεργήθηκαν όσα είδη συνδέονταν με συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η λατρεία των θεών, οι αθλητικοί αγώνες, τα συμπόσια κ.ά.

Χορική ποίηση

Ο Σιμωνίδης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που ανέβασε σε ποιητικά ύψη το Επινίκιο, δοξαστικό τραγούδι για τους νικητές των πανελλήνιων αθλητικών αγώνων· και από τότε έγινε συνήθιο οι νικητές (ιδιαίτερα οι αριστοκράτες και όσοι είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια) να παραγγέλλουν σε γνωστούς ποιητές να συνθέσουν, με μεγάλη αμοιβή, τον ύμνο που επιθυμούσαν να ακουστεί στην υποδοχή τους και να μείνει να θυμίζει τη δόξα τους στις επόμενες γενιές. Εκτός από τον Σιμωνίδη, τέτοια τραγούδια έγραψαν στα πρώιμα κλασικά χρόνια ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα επινίκια ήταν αφηγηματικά τραγούδια, καθώς οι ποιητές συνήθιζαν να αφιερώνουν λιγότερους στίχους για να περιγράψουν τα αγωνιστικά επιτεύγματα του αθλητή, περισσότερους για να δοξάσουν τον τόπο του και τη γενιά του, συσχετίζοντάς τα με θεούς και ήρωες, ξετυλίγοντας μύθους, θυμίζοντας ιστορικά γεγονότα, σχηματίζοντας ένα τιμητικό πλαίσιο, όπου τώρα, με τη συγκεκριμένη νίκη, ερχόταν να ενταχτεί ένας ακόμα προσωπικός θρίαμβος.
Τα περισσότερα πάλι επινίκια είναι συνθεμένα σε επωδικές τριάδες, ένα σχήμα που παραδίδεται ότι επινοήθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα από τον Ίβυκο ή τον Στησίχορο. Κάθε τριάδα αποτελείται από ένα αντιστροφικό ζευγάρι (μια στροφή και μιαν αντιστροφή, συνθεμένες στα ίδια ακριβώς μέτρα, ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν στο ίδιο μέλος) και μιαν επωδό σε μέτρα και μέλος διαφορετικά. Το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειαστεί.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ (518-438 π.Χ.)

Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα. Νέος μαθήτεψε για ένα διάστημα στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με το αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. Ήταν είκοσι χρονών όταν παρουσίασε το πρώτο του έργο, τον Πυθιόνικο για τον Ιπποκλή, γόνο της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών της Θεσσαλίας, που είχε νικήσει στον παιδικό δίαυλο. Σιγά σιγά η φήμη του μεγάλωνε, και για χρόνια ταξίδευε παρουσιάζοντας τις χορικές του συνθέσεις όχι μόνο στην Αίγινα, στην Αθήνα και στους Δελφούς, όπου του απονεμήθηκαν μεγάλες τιμές, αλλά και στις Συρακούσες και στον Ακράγαντα, όπου σχετίστηκε στενά με τους τυράννους, στην Κυρήνη, στη Μακεδονία και αλλού. Το 480 π.Χ., όταν ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες, η Θήβα εμήδισε (πήγε με το μέρος των Περσών), όχι χωρίς τη συναίνεση του ποιητή· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να πανηγυρίσει αργότερα τις ελληνικές νίκες και να υμνήσει την Αθήνα ως Ἑλλάδος ἔρεισμα (απόσπ. 76).
Επιβεβαιώνοντας την καταγωγή του από τον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και από αρχοντική και πλούσια οικογένεια, ο Πίνδαρος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τις αριστοκρατικές αξίες: την ευγενική καταγωγή, την ευσέβεια, τη σωματική ρώμη και ομορφιά, φυσικά και τον πλούτο. Υψηλή θέση έδινε και στη μουσική τέχνη, που τη θεωρούσε θεϊκό δώρο, όπως άλλωστε δώρο των θεών πίστευε πως ήταν και η ευρωστία των αθλητών και οι επιτυχίες τους στους αγώνες.
Παραγωγικός για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο Πίνδαρος έγραψε και παρουσίασε εγκώμια, επίνικους, θρήνους, παιάνες, παρθένεια, διθυράμβους, προσόδια και υπορχήματα· όμως από τα δεκαεπτά βιβλία, όπου οι αλεξανδρινοί είχαν συγκεντρώσει το έργο του, δε σώθηκαν παρά τέσσερα βιβλία με 44 επίνικους: ένα με Ολυμπιόνικους, ένα με Πυθιόνικους, ένα με Ισθμιόνικους και ένα με Νεμεόνικους. Από τα υπόλοιπα δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.
Η μουσική των ύμνων του μας μένει άγνωστη· όμως τα ποιητικά κείμενα που διαβάζουμε δικαιώνουν τον ενθουσιασμό των αλεξανδρινών φιλολόγων, που και τον μελέτησαν και τον επαίνεσαν πολύ. Ο Πίνδαρος έγραψε στη γλώσσα του έπους, με έντονο δωρικό χρώμα και κάποιες αιολικές αποκλίσεις. Το ύφος του, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, όπως ταιριάζει στον επινίκιο έπαινο και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της γιορτής, βασίζεται σε καλοχτισμένες και βαριοστολισμένες περιόδους, σε εντυπωσιακές εικόνες και στις πολλές γνώμες που, διάσπαρτες στο έργο του, τονίζουν την παντοδυναμία των θεών, την αδυναμία αλλά και τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων.

Δίπλα στον Πίνδαρο, που ήταν «Θηβαίος, πιστός στην παλιά παράδοση, βαρύς, δύσκολος, μονότροπος, πρέπει να τοποθετήσουμε τον ομότεχνο και συνομήλικο με τον Πίνδαρο ποιητή, τον Βακχυλίδη από τη Τζια, νεωτερικότερο, ευκολονόητο, πολύτροπο και πολύχρωμο. Και η δικιά του αποστολή ήταν να υμνεί νικητές αγώνων, όμως οι ύμνοι του αφήνουν να προβάλει ένα πνεύμα διαφορετικό: στον Πίνδαρο ο βαρύς Βοιωτός, στον Βακχυλίδη ο χαριτωμένος Ίωνας.»

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ (περ. 516-450 π.Χ.)

Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς· τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσεις.
Πολλές οι ομοιότητες, αλλά και οι διαφορές μεγάλες. Η γλώσσα του Βακχυλίδη δεν παρουσιάζει έντονο δωρικό χρώμα και είναι πιο ρευστή από τη γλώσσα του Πίνδαρου· το ύφος του είναι, παρ᾽ όλη την πληθώρα των επιθέτων, πιο ανάλαφρο, και η αφηγηματική του τεχνική, όπως θα το περιμέναμε από ίωνα ποιητή, πιο εκλεπτυσμένη. Από την άλλη μεριά, οι γνώμες του Βακχυλίδη υστερούν σε βάθος, και οι συνθέσεις του ως σύνολο δεν έχουν ούτε την ποιητική πνοή ούτε τη μεγαλοπρέπεια των πινδαρικών ύμνων.
Τα έργα του συγκεντρώθηκαν από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους σε εννέα βιβλία. Το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε, αλλά για καλή μας τύχη ένας πάπυρος διασώζει δεκατρία επινίκια, ένας άλλος έξι ύμνους (διθυράμβους και νόμους), που κιόλας οι τίτλοι τους (Ἀντηνορίδαι, Ἰώ, Ἴδας, Θησεύς κ.ά.) φανερώνουν τον μυθολογικό-αφηγηματικό τους χαρακτήρα.

Ο διθύραμβος, απ᾽ όπου πιστεύουμε ότι ξεκίνησε η τραγωδία, εξακολούθησε να αποτελεί απαραίτητο μουσικό συστατικό στις γιορτές του Διονύσου· προς το τέλος μάλιστα του 6ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε να γίνεται στα Μεγάλα Διονύσια χωριστός διαγωνισμός για τους κυκλικούς Χορούς των διθυράμβων - πενήντα παιδιά ή άντρες που χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Για το βραβείο συναγωνίζονταν σημαντικοί ποιητές, όπως ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.π.
Μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε το σοφιστικό κίνημα, ο διθύραμβος απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή του μορφή: η ποιητική γλώσσα στολίστηκε επιδεικτικά, η μουσική σύνθεση λευτερώθηκε από τους παραδοσιακούς κανόνες και κυριάρχησε απέναντι στον λόγο. Ανακατεύονταν οι ρυθμοί, παράλλαζαν οι μουσικές κλίμακες, και η χορική εκφορά τύχαινε να διακόπτεται από μονωδίες. Με αυτή τη μορφή ο νέος διθύραμβος και οι μεταρρυθμιστές διθυραμβοδιδάσκαλοι φυσικό ήταν να αποτελέσουν στόχο των κωμωδιογράφων, όπως άλλωστε στόχο των κωμωδιογράφων αποτέλεσαν και από τους τραγικούς ο Ευριπίδης και ο Αγάθων, που τα χορικά τους τραγούδια επηρεάζονταν από τους νέους μουσικούς τρόπους.

Δραματική ποίηση

Μέσα στους δύο κλασικούς αιώνες η δραματική ποίηση αναπτύχτηκε, μεσουράνησε και έγειρε να δύσει. Τα κεφάλαια που ακολουθούν εκθέτουν σε γενικές γραμμές ολόκληρη την εξέλιξή της· όμως κυρίαρχη θέση κατέχουν, όπως είναι φυσικό, τα δεδομένα της εποχής της ακμής, όπως κυρίαρχη θέση κατέχει και η Αθήνα, που την εποχή αυτή σχεδόν μονοπωλούσε την πνευματική κίνηση.

Γενικά

Το 535 π.Χ., με τον πρώτο θεατρικό αγώνα που οργάνωσε ο Πεισίστρατος, οι δραματικές παραστάσεις καθιερώθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος της διονυσιακής λατρείας· και τρεις δεκαετίες αργότερα, το 508 π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας της ακμής τόσο του αττικού δράματος όσο και της αθηναϊκής δημοκρατίας· και στους αιώνες που ακολούθησαν, η ποιοτική υποβάθμιση, ο μαρασμός, η μεταλλαγή και το ξέφτισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος από τη μια, και των θεατρικών φαινομένων από την άλλη, συμβαδίζουν. Αυτή η παράλληλη πορεία της δημοκρατίας με τις θεατρικές εκδηλώσεις δεν είναι συμπτωματική: το αρχαίο θέατρο ως τέχνη και ως θεσμός έχει πολλά που το συνδέουν με τη δημοκρατία.
Από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που έχει καθένας να εκφράσει τη γνώμη του και ο συνακόλουθος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες απόψεις. Αντίστοιχα, στο θέατρο κυριαρχούν η πολυφωνία και ο διάλογος: ο διάλογος των υποκριτών μεταξύ τους, αλλά και ο διάλογος των υποκριτών με τον Χορό. Καθώς μάλιστα τα πρόσωπα που υποδύονται οι υποκριτές είναι στην πλειονότητά τους επώνυμοι αξιωματούχοι, ενώ ο Χορός απαρτίζεται από ανώνυμο πλήθος, ο διάλογος του Χορού με τους υποκριτές αποκτά πρόσθετη κοινωνική σημασία.
Οι υποκριτές συνομιλούν με απαγγελτικούς, ιαμβικούς συνήθως, στίχους που προσεγγίζουν τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας· ο Χορός εκφράζεται με τραγούδια, με χορευτικές κινήσεις και επιφωνήματα. Η διαφορά έχει σημασία, καθώς σε όλες τις εποχές οι επώνυμοι διατυπώνουν τη γνώμη τους με συγκροτημένο λόγο (ομιλίες, διαγγέλματα, δημόσιες συζητήσεις κ.τ.ό.), ενώ το πλήθος εκφράζεται με πορείες, συνθήματα, ρυθμικές κινήσεις και τραγούδια. Έτσι, στο αρχαίο δράμα, όπως και στο δημοκρατικό πολίτευμα, τόσο οι προσωπικές απόψεις των λίγων και ξεχωριστών, όσο και η κοινή γνώμη των πολλών, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και με τον τρόπο τους.
Οι δραματικοί αγώνες αποτελούσαν κοινωνικό θεσμό. Οργανώνονταν από την πολιτεία· όμως η πραγματοποίησή τους βασιζόταν στη συμμετοχή των πολιτών, που χρηματοδοτούσαν τις παραστάσεις, επάνδρωναν τους Χορούς, αποτελούσαν το ακροατήριο, αποφάσιζαν για την απονομή των βραβείων, και μετά το τέλος των εκδηλώσεων έκριναν στην εκκλησία του δήμου την οργανωτική επιτυχία ή αποτυχία των αγώνων.
Θεατρικές παραστάσεις γίνονταν μόνο στις γιορτές του Διονύσου, δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτη/Απρίλη) και στα Λήναια (Γενάρη/Φλεβάρη).  Τα Μεγάλα Διονύσια άρχιζαν όταν οι ιερείς μεταφέραν το ξόανο του θεού στο θέατρο και το εγκαθιστούσαν στην πρώτη σειρά, για να μετέχει στις εκδηλώσεις. Ακολουθούσαν οι διθυραμβικοί αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι δέκα φυλές, οι πέντε με αντρικό και οι άλλες πέντε με παιδικό Χορό. Το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν με τους δραματικούς αγώνες: τρεις μέρες για τις τραγωδίες, μία για κάθε ποιητή, που έπρεπε να παρουσιάσει ολόκληρη τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα), και μία μόνο μέρα για τις κωμωδίες, όπου σε αυτήν πέντε ποιητές, ένας μετά τον άλλον, παρουσίαζαν από μία κωμωδία ο καθένας. Στα Λήναια το πρόγραμμα ήταν πιο περιορισμένο, όπως πιο περιορισμένο ήταν και στα Μεγάλα Διονύσια όταν η πολιτεία αντιμετώπιζε δυσκολίες.
Υπεύθυνος για την οργάνωση των αγώνων ήταν από τη μεριά της πολιτείας ο επώνυμος άρχοντας κάθε χρονιάς. Αυτός με τους βοηθούς του όριζαν τους χορηγούς, πλούσιους Αθηναίους που θα αναλάβαιναν καθένας τα έξοδα μιας παράστασης, τους ποιητές που θα παρουσίαζαν τα έργα τους, και τους υποκριτές που θα κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο χορηγός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει, να συντηρήσει και να αποζημιώσει τα μέλη του Χορού όσο κρατούσαν οι δοκιμές, και ακόμα να φροντίσει για τους μουσικούς και για όσα ακόμα πρόσωπα και υλικά (ρούχα, προσωπεία, όπλα κλπ.) ήταν απαραίτητα στην παράσταση. Τα έξοδά του ήταν μεγάλα, αλλά μεγάλη ήταν και η ηθική του ανταμοιβή σε περίπτωση διάκρισης, οπότε ο χορηγός βραβευόταν μαζί με τον ποιητή και είχε δικαίωμα να στήσει μνημείο θυμητικό της νίκης του.
Οι χορευτές ήταν ερασιτέχνες, νέοι καλλίφωνοι και καλογυμνασμένοι που το θεωρούσαν τιμή και πολιτική τους υποχρέωση να πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Το έργο τους εύκολο δεν ήταν, ιδιαίτερα στους τραγικούς Χορούς, όπου τα ίδια πρόσωπα έπαιρναν μέρος και στα τέσσερα δράματα της ημέρας, αλλάζοντας σκευή και παριστάνοντας διαδοχικά (π.χ. στην Ορέστεια του Αισχύλου) γέροντες Μυκηναίους, θεραπαινίδες του παλατιού, Ευμενίδες και Σατύρους.
Ερασιτέχνες ήταν αρχικά και οι υποκριτές· με τα χρόνια όμως, όταν οι απαιτήσεις μεγάλωσαν και καθιερώθηκε ειδικό βραβείο για τους πρωταγωνιστές, οι προικισμένοι, λαμπρόφωνοι και εκφραστικοί ηθοποιοί έγιναν περιζήτητοι επαγγελματίες, και πια τον 4ο π.Χ. αιώνα οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται οργανώθηκαν σε συντεχνίες, που φρόντιζαν να επανδρώνουν τις δραματικές παραστάσεις σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και των υποκριτών το έργο δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε σε κάθε παράσταση να ενσαρκώνουν, αλλάζοντας σκευή, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία.
Το κοινό των παραστάσεων δεν το αποτελούσαν μόνο αστοί κάτοικοι της Αθήνας αλλά και αγρότες από τις πιο μακρινές κώμες της Αττικής, όχι μόνο Αθηναίοι πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες και μέτοικοι, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο πλούσιοι, κοσμικοί και φιλότεχνοι αλλά και κάθε απλός άνθρωπος - όλοι το θεωρούσαν δικαίωμα και ευχαρίστησή τους να βρεθούν στο θέατρο από το ξημέρωμα, να παρακολουθήσουν ώρες ολόκληρες τις παραστάσεις, να εκδηλώσουν με επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες την κρίση τους.
Γρήγορα ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε μικρός, και το πρόβλημα όχι μόνο δε λύθηκε όταν καθιερώθηκε εισιτήριο (σύμβολον), αλλά έγινε πιο πολύπλοκο, καθώς οι εύποροι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά καθένας εισιτήρια, να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τους. Για να αποφύγει παρόμοια φαινόμενα, ο Περικλής καθιέρωσε τα θεωρικά, επίδομα που έδινε στους άπορους τη δυνατότητα να αγοράσουν μόνοι τους εισιτήρια.
Οι κριτές που απονέμαν τα βραβεία δεν ήταν ειδικοί τεχνοκρίτες αλλά απλοί πολίτες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης. Καθεμιά από τις δέκα φυλές της Αττικής πρότεινε δέκα, και από τους εκατό συνολικά υποψήφιους κληρώνονταν την πρώτη μέρα των αγώνων δέκα που με την ψήφο τους ανάδειχναν τους νικητές.
Ο ποιητής, τραγωδοδιδάσκαλος, δεν ήταν μόνο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης: δική του ήταν και η μουσική και η χορογραφία, ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο - στις αρχές, γιατί πάλι με τα χρόνια οι απαιτήσεις μεγάλωναν, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, και οι ποιητές χρειάστηκε να ζητούν βοήθεια από ειδικούς μουσικούς, χοροδιδασκάλους κ.ά.

Τραγωδία και σατυρικό δράμα ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα

«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση. Ο ποιητής διάλεγε να παρουσιάσει ένα μύθο, π.χ. τη θυσία της Ιφιγένειας, την αυτοκτονία του Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κλπ. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, μπορούσε να παραλλάξει κάπως την πλοκή και ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου· όμως σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός.
Φαίνεται σήμερα παράδοξη αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας, αυτή η εμμονή στους παραδοσιακούς μύθους· πρέπει όμως να δεχτούμε ότι για την εποχή της είχε πλεονεκτήματα: οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος· οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και στην τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.
«Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για τον χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δύο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν: απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια· τραγουδιστά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος.
«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για πολλούς τραγικούς ποιητές παραδίδεται ότι κάτι πρόσθεσαν, κάτι βελτίωσαν στις παραστάσεις: ο Θέσπης, λέγαν, επινόησε τα προσωπεία, ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες, ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα, ο Αισχύλος αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο, ο Σοφοκλής πρόσθεσε έναν ακόμα υποκριτή και ανακαίνισε τη σκηνογραφία· τέλος, για τον Πρατίνα θα μάθουμε ότι πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα. Κάπως σχηματικά όλα αυτά· επιβεβαιώνουν όμως τον λόγο του Αριστοτέλη, που έγραψε ότι «η τραγωδία λίγο λίγο μεγάλωσε […], και πέρασε πολλές αλλαγές, ώσπου βρήκε τη φύση της και σταμάτησε» (ό.π.).
Ένα από τα στοιχεία που άλλαζαν, ακολουθώντας την εξέλιξη της τραγωδίας, ήταν ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε και χόρευε στο ίσωμα. Αργότερα, όταν επισημοποιήθηκαν στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε, πολύ φυσικά, η νότια πλαγιά της Ακρόπολης κοντά στον ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο - όλα ξύλινα. Με τα χρόνια οι κατασκευές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα οι αλλαγές λιγόστεψαν, και ο οργανωμένος θεατρικός χώρος έτεινε να παγιωθεί· πάλι όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατασκευές έμειναν ξύλινες.
Είδαμε πως οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό τα σατυρικά δράματα φυσικό ήταν να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.
Τις τρεις τραγωδίες ακολουθούσε το σατυρικό δράμα, και τις τρεις μέρες για τις τραγωδίες ακολουθούσε μια μέρα για τις κωμωδίες. Έτσι, στο πρόγραμμα των δραματικών αγώνων εφαρμοζόταν δύο φορές ένας γενικός κανόνας που ορίζει ότι τα σοβαρά και λυπητερά θεάματα σωστό είναι να τα ακολουθεί ως κατακλείδα κάτι πιο ελαφρό και χαρούμενο, για να μη φεύγει ο θεατής με βαριά καρδιά.
Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως η τραγωδία· από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, υποθέτουμε, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα - όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε, φαίνεται, καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.

ΠΡΑΤΙΝΑΣ (6ος/5ος π.Χ. αιώνας)

Γεννήθηκε στον δωρικό Φλειούντα, κοντά στο Άργος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου κατά την παράδοση πρώτος έγραψε και παρουσίασε σατυρικά δράματα. Δεν ξέρουμε με πόση επιτυχία συναγωνιζόταν με τον Χοιρίλο και τον Αισχύλο· μία του όμως παράσταση άφησε εποχή, όχι γιατί βραβεύτηκαν τα έργα του, αλλά γιατί τη μέρα εκείνη έτυχε να γκρεμιστούν από το βάρος τα ἴκρια, οι σκαλωσιές όπου πάνω τους κάθονταν οι θεατές.
Από τις πολλές τραγωδίες και σατυρικά που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Στο μεγαλύτερο, που παραδίδεται ως υπόρχημα, ένας Χορός κατηγορεί έναν άλλο Χορό επειδή ανέχεται η αυλωδία να σκεπάζει αντί να υπηρετεί τα λόγια του τραγουδιού, και καλεί τον Διόνυσο να ακούει τη δική του μόνο δωρική χορωδία.

Γνωστός μετά τον Θέσπη τραγωδοδιδάσκαλος ήταν και ο Χοιρίλος ο Αθηναίος (6ος/5ος π.Χ. αι.), που παραδίδεται ότι παρουσίασε 160 δράματα και βραβεύτηκε 13 φορές. Από τα έργα του μας σώζεται ένας τίτλος, Ἀλόπη, και δύο μικρά αποσπάσματα όπου ο ποιητής ονομάζει μεταφορικά γῆς ὀστᾶ τις πέτρες και γῆς φλέβες τα ποτάμια.

ΦΡΥΝΙΧΟΣ (περ. 530-470 π.Χ.)

Αθηναίος τραγικός ποιητής, ο πρώτος που παρουσίασε γυναικεία πρόσωπα στη σκηνή, και ο πρώτος που τόλμησε να θεματοποιήσει σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, κρίνοντας ότι ως «έργα μεγάλα και θαυμαστά» (Ηρόδοτος) τα Περσικά εξισώνονταν με τους μυθικούς πολέμους.
Την πρώτη φορά, γύρω στα 490 π.Χ., όταν δίδαξε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, με θέμα την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες (499 π.Χ.), η παράσταση είχε δυσάρεστες συνέπειες καθώς «όλοι έκλαψαν στο θέατρο, και οι Αθηναίοι τιμώρησαν τον ποιητή με χίλιες δραχμές πρόστιμο, γιατί τους θύμισε οικεία κακά· και όρισαν κανείς πια να μην παρουσιάσει αυτό το δράμα» (Ηρόδοτος 6.21.2). Όμως τη δεύτερη φορά, το 476 π.Χ., όταν με χορηγό τον Θεμιστοκλή ανέβασε τις Φοίνισσες, οι Αθηναίοι τού έδωσαν το πρώτο βραβείο - και δίκαια, γιατί ήταν λαμπρό θεατρικό εύρημα η πανωλεθρία του Ξέρξη να παρουσιαστεί από τη μεριά των νικημένων, στο παλάτι του, όταν έφτασε η είδηση της καταστροφής του στόλου στη Σαλαμίνα.
Από τα 9 δράματα που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά οι τίτλοι και ελάχιστα αποσπάσματα· γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές ότι ο Φρύνιχος είχε επινοήσει πλήθος χορευτικά σχήματα, και ότι ήταν τόσο καλός μελοποιός, ώστε δεκαετίες αργότερα οι Αθηναίοι να θυμούνται, να επαινούν και να τραγουδούν τα χορικά του.

Πενήντα έξι χρόνια (η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η Ιωνική επανάσταση και όλα τα Περσικά) χωρίζουν την καθιέρωση των δραματικών αγώνων από το πρώτο δράμα που μας σώζεται ολόκληρο, την τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια, το 472 π.Χ.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-455 π.Χ.)

Γεννήθηκε στην Ελευσίνα από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες, αλλά την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.Χ., όταν είχε φτάσει τα σαράντα. Βραβεύτηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές όσο ζούσε, και ακόμα περισσότερες μετά τον θάνατό του, καθώς οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την ξεχωριστή του αξία και όρισαν να γίνεται δεκτός στους αγώνες όποιος ήθελε να παρουσιάσει δράματα του Αισχύλου.
Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο ο αδελφός του Κυνέγειρος, και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Οκτώ χρόνια αργότερα, με χορηγό τον Περικλή, παρουσίασε τη μόνη του τραγωδία με ιστορικό θέμα, τους Πέρσες. Όπως ο Φρύνιχος, έτσι και ο Αισχύλος τοποθέτησε το δράμα στο ανάκτορο του Ξέρξη, στα Σούσα. Το μεγαλείο της ελληνικής νίκης συνάγεται έμμεσα από την περιγραφή του περσικού εκστρατευτικού σώματος και την απελπισία που προκαλεί η καταστροφή του στον Ξέρξη και στους δικούς του - εχθρούς που όμως ο ποιητής τούς αντιμετωπίζει με σεβασμό και ανθρώπινη κατανόηση.
Το 470 π.Χ. ο Αισχύλος βρέθηκε στην αυλή του Ιέρωνα, τύραννου των Συρακουσών, όπου παρουσίασε πάλι τους Πέρσες και το Αἰτναῖαι (ή Αἶτναι ή Αἴτνα), έργο πανηγυρικό για την ίδρυση της πόλης Αίτνας, όπου ο Ιέρωνας είχε ορίσει βασιλιά τον γιο του. Μιαν ακόμα φορά, δεν ξέρουμε γιατί, ο ποιητής ταξίδεψε στη Σικελία, στη Γέλα, όπου και τον βρήκε ο θάνατος.
Από τα 90 δράματα που παραδίδεται ότι έγραψε και παρουσίασε ο Αισχύλος, μας σώζονται 7 τραγωδίες ολόκληρες, πολλά αποσπάσματα και 79 τίτλοι. Παραθέτουμε σε πίνακα μόνο τις τετραλογίες όπου ανήκουν οι τραγωδίες που έχουν σωθεί (με όρθια γράμματα αναγράφονται οι τίτλοι των χαμένων έργων):

Προσέχουμε ότι, εκτός από την πρωιμότερη τετραλογία, όλες οι άλλες απαρτίζονται από δράματα που θεματικά ανήκουν στον ίδιο μυθολογικό κύκλο και κατά κάποιον τρόπο αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου: η τετραλογία των Ἑπτά ἐπὶ Θήβας παρουσιάζει τον μύθο του Οιδίποδα, η τετραλογία των Ἱκετίδων τον μύθο του Δαναού και των θυγατέρων του, η Ὀρέστεια τον μύθο των Ατρειδών, και η Προμήθεια τον μύθο του Προμηθέα. Αυτό το σχήμα της μυθολογικά ενιαίας τετραλογίας πιστεύουμε πως το επινόησε ο Αισχύλος, θέλοντας να ξεδιπλώνει το θέμα του σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Το μέγεθος, ο ὄγκος, χαρακτηρίζει και ολόκληρο το έργο του, από κάθε άποψη: η ποιητική του γλώσσα είναι κατάφορτη από εντυπωσιακές εικόνες, τολμηρές μεταφορές και σύνθετα· τα χορικά του τραγούδια μακρόσυρτα, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους υπερβαίνουν τα κοινά μέτρα, και η Ορέστεια, όπως την επισκοπούμε στο σύνολό της, είναι δομημένη με ογκόλιθους, ως μνημειακό τρίπτυχο: στο πρώτο δράμα συντελείται η συζυγοκτονία της Κλυταιμνήστρας, στο δεύτερο η μητροκτονία του Ορέστη, στο τρίτο η δίκη και η αθώωση του μητροκτόνου με παράλληλη εγκαθίδρυση της αθηναϊκής λατρείας των Ευμενίδων.
«Ο Αισχύλος», γράφει ο Αριστοτέλης, «αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από έναν σε δύο, λιγόστεψε τα χορικά τραγούδια και έκανε να υπερτερεί ο (απαγγελτικός) λόγος» (Ποιητική ό.π.)· και από τον Βίο του Αισχύλου μαθαίνουμε ότι «πρώτος στόλισε τη σκηνή και εντυπωσίασε τους θεατές με τη λαμπρότητα του θεάματος: με ζωγραφιές και μηχανές, με βωμούς και τάφους, με σάλπιγγες και φαντάσματα νεκρών και Ερινύες.»
Αν όμως ο Αισχύλος θαυμάστηκε, και αν τον ονόμασαν πατέρα της τραγωδίας, δεν είναι μόνο για τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, τις μνημειακές συνθέσεις και τις εντυπωσιακές σκηνοθετικές του καινοτομίες. Περισσότερο βαραίνει ότι αυτός πρώτος εδίδαξε με τα έργα του την ουσία του τραγικού: τον δρόμο από την περισσή δύναμη στην ύβρη, από την ύβρη στην άτη και στην καταστροφή, την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στους θεούς, πώς παγιδεύεται από την ίδια του την ελευθερία όποιος αντιστρατεύεται τις θεϊκές βουλήσεις, πώς υπερβαίνει τα όριά του, πώς τελικά συντρίβεται όταν με τις πράξεις του ταράξει την παγκόσμια τάξη. Υπέρτατος ρυθμιστής και φύλακας της παγκόσμιας τάξης ο Δίας, που ο Αισχύλος, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του Ησιόδου και του Σόλωνα, τον ταυτίζει όχι μόνο με την απόλυτη δύναμη αλλά και με τη δικαιοσύνη.
Θα γελαστεί όποιος ύστερα από όλα αυτά φανταστεί έναν Αισχύλο αυστηρό και σκυθρωπό, παραδομένο αποκλειστικά στους θεολογικούς και ανθρωπολογικούς στοχασμούς του. Παπυρικά ευρήματα μας διασώσαν αποσπάσματα από δύο σατυρικά δράματα, τον Προμηθέα πυρκαέα και τους Δικτυουλκούς («Ψαράδες που τραβούν τα δίχτυα»), όπου διαπιστώνουμε ότι ο Αισχύλος είχε και γνήσια κωμική φλέβα.

«Όποιος πιστεύει ότι ως τραγωδοποιός ο Σοφοκλής ήταν τελειότερος από τον Αισχύλο, έχει δίκιο· όμως ας σκεφτεί ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να καταστήσει κανείς μεγάλη και τρανή την τραγωδία τον καιρό του Θέσπη, του Φρύνιχου και του Χοιρίλου, παρά να φτάσει, μετά τα επιτεύγματα του Αισχύλου, στην τελειότητα του Σοφοκλή» (Βίος του Αισχύλου).

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (496-406 π.Χ.)

Ο Σοφοκλής ήταν ευνοημένος από κάθε άποψη. Γεννήθηκε και ανατράφηκε σε εύπορη και αρχοντική οικογένεια, στον Κολωνό. Ως έφηβος, όμορφος και λυγερός, χόρεψε στη γιορτή για τη νίκη της Σαλαμίνας και αργότερα, όταν υποκρίθηκε τη Ναυσικά στο ομώνυμο δράμα του, χόρεψε πάλι με τη μπάλα και θαυμάστηκε. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια.
Τιμώντας τις ποιητικές επιδόσεις του, αλλά και τη γενικά γοητευτική του προσωπικότητα, οι Αθηναίοι τού ανάθεσαν σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά και ιερατικά αξιώματα. Αντίστοιχα, ο ίδιος αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Πέθανε τιμημένος σε βαθιά γεράματα, και ο τάφος του έγινε προσκύνημα.
Ως δραματουργός ο Σοφοκλής φρόντισε ιδιαίτερα τη σκηνογραφία και αύξησε τον αριθμό των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε και των υποκριτών από δύο σε τρεις. Στη σύνθεση των τετραλογιών δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αισχύλου, αλλά προτίμησε το παλαιότερο σχήμα, όπου οι τετραλογίες απαρτίζονταν από θεματικά ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα.
Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους» (Πλούταρχος, Ηθικά 79b). Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων. Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη.
Το έργο του Σοφοκλή, μορφή και περιεχόμενο, εκφράζει και γενικότερα το κλασικό πνεύμα στις καλύτερες στιγμές του - τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και τον ριζοσπαστικό διαφωτισμό. Ο Σοφοκλής από τη μια συντηρεί και προασπίζει, από την άλλη προάγει και ανανεώνει την παράδοση. Ξεκινά από συντηρητικές θέσεις, υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις βουλήσεις των θεών (Οιδίποδας) και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την προτεραιότητα των θεϊκών νόμων απέναντι στους ανθρώπινους (Αντιγόνη)· ωστόσο, σταδιακά ο Σοφοκλής παραμερίζει τους θεολογικούς προβληματισμούς για να προσεγγίσει, όπως ολόκληρη η εποχή του, τον άνθρωπο: οι χαρακτήρες του είναι διαφοροποιημένοι, και στα δράματά του κάθε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο και υπεύθυνο άτομο - συχνά μοναχικό, όπως ο Αίαντας και ο Φιλοκτήτης στις ομώνυμες τραγωδίες.
Από τα 120 και παραπάνω δράματα που παραδίδεται πως έγραψε σώζονται 7 τραγωδίες (Αἴας, Ἠλέκτρα, Οἰδίπους τύραννος, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ), πλήθος αποσπάσματα, και 400 πάνω κάτω στίχοι από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί, όπου οι Σάτυροι βοηθούν, ως ανιχνευτές, τον Απόλλωνα να ανακαλύψει τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής. Ο Σοφοκλής ξέρουμε πως είχε γράψει και ελεγείες, παιάνες, μιαν ωδή για τον φίλο του τον Ηρόδοτο και ένα θεωρητικό έργο πεζό, το Περὶ Χοροῦ.

Σχεδόν σύγχρονοι ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης· όμως οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, αρχίζοντας από μία που επισήμανε ήδη ο Σοφοκλής όταν «είπε ότι ο ίδιος παρουσίαζε στα έργα του τους ανθρώπους όπως πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τους παρουσίαζε όπως είναι πραγματικά» (Αριστοτέλης, Ποιητική 1460b).

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)

Ο Ευριπίδης ήταν Αθηναίος από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάντρι· γεννήθηκε όμως στη Σαλαμίνα, όπου ο πατέρας του είχε κτήματα. Στη Σαλαμίνα, «λένε πως ταχτοποίησε αργότερα μια σπηλιά με άνοιγμα στη θάλασσα και περνούσε εκεί τις ημέρες του αποφεύγοντας το πλήθος»(Βίος). Για την προσωπικότητά του παραδίδεται ότι «έδειχνε σκυθρωπός και συλλογισμένος και αυστηρός και αγέλαστος», και ακόμα ότι ήταν άνθρωπος του βιβλίου και είχε, σπάνιο στην εποχή του, αξιόλογη ιδιωτική βιβλιοθήκη.
Γέρος πια, το 408 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην αυλή του Αρχέλαου, στην Πέλλα, όπου έγραψε και δίδαξε τα τελευταία του έργα. Πέθανε το 406 π.Χ., και όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αθήνα, «ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στον προαγώνα φορώντας γκρίζο πένθιμο χιτώνα και παρουσίασε τους χορευτές και τους υποκριτές του χωρίς στεφάνια - και το πλήθος εδάκρυσε».
Από τα τουλάχιστον 88 έργα που έγραψε σώθηκαν 17 τραγωδίες (Ἄλκηστις, Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς μαινόμενος, Τρῳάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι), ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ, και πολλά μικρά και μεγάλα αποσπάσματα. Μόνο τέσσερις φορές αξιώθηκε το πρώτο βραβείο όσο ζούσε, και μιαν ακόμα, μετά τον θάνατό του, όταν ένας γιος του παρουσίασε στην Αθήνα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα.
Ο Ευριπίδης παραδίδεται ότι είχε τρεις δασκάλους: τον Αναξαγόρα , τον Πρόδικο και τον Πρωταγόρα. Μπορεί πραγματικά ο Αναξαγόρας να του άνοιξε με τη διδασκαλία του τον δρόμο προς την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και τον ορθολογισμό· όμως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος ήταν συνομήλικοι του ποιητή, και είναι πιο πιθανό να τον επηρέασαν ως φίλοι παρά ως δάσκαλοι.
Στη δραματουργία ο Ευριπίδης δεν πρόσθεσε τίποτα καινούργιο, ίσως γιατί με τις καινοτομίες του Σοφοκλή η τραγωδία είχε ολοκληρώσει την πορεία της· όσοι νεωτερισμοί τού αποδίδονται αφορούν τον χειρισμό στοιχείων που προϋπήρχαν. Έτσι, ο Ευριπίδης παράλλαξε ή συμπλήρωσε με περισσή ελευθερία τους παραδοσιακούς μύθους τόσο τολμηρά ώστε συχνά οι θεατές χρειάζονταν ειδική κατατόπιση για να κατανοήσουν την υπόθεση και να παρακολουθήσουν το έργο. Για να τους βοηθήσει, ο Ευριπίδης έδινε βάρος στους προλόγους, όπου ένα σημαντικό πρόσωπο, όχι σπάνια θεός, ιστορούσε τη συγκυρία του μύθου και τις πιθανές εξελίξεις. Με τη νέα της μορφή η πορεία του μύθου οδηγούσε συχνά σε αδιέξοδο, που ο ποιητής το ξεπερνούσε παρουσιάζοντας έναν ἀπὸ μηχανῆς θεόν να επιβάλλει αυθαίρετα τη λύση και να προδιαγράφει τα μελλούμενα.
Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, που μερικές φορές μπορούν να χαρακτηριστούν απλά εμβόλιμα (παρένθετα), καθώς το περιεχόμενό τους χαλαρά, ή μόνο έμμεσα, συνδέεται με την υπόθεση της τραγωδίας. Από την άλλη όμως μεριά, ο Ευριπίδης συνήθιζε να παρεμβάλλει στα διαλογικά μέρη λυρικές μονωδίες (εκρήξεις λύπης ή χαράς) συνθεμένες, όπως και τα χορικά, με τους επαναστατικούς μουσικούς τρόπους του νέου διθυράμβου.
Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη δεν έχουν ούτε το μεγαλείο των ηρώων του Αισχύλου ούτε την έμφυτη αρετή των ηρώων του Σοφοκλή. Τα μυθολογικά πρόσωπα παρουσιάζονται ως κοινοί άνθρωποι, ρεαλιστικά, με τα πάθη και τις ψυχικές τους μεταστροφές, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούν γλώσσα απλή, αλλά το ύφος και η συλλογιστική τους είναι περίτεχνα, καθώς ο ποιητής γνώριζε και αξιοποιούσε στις ρήσεις και στις αντιλογίες τους όλα τα μυστικά της ρητορικής τέχνης. Σωστά ο βιογράφος διαπιστώνει πως ο ποιητής ήταν ρητορικότατος στη σύνθεση του λόγου, ποικίλος στην έκφραση, και ικανός στο να ανατρέπει επιχειρήματα.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς χαρακτήρισαν τον Ευριπίδη σοφό και σκηνικό φιλόσοφο. Αλήθεια, ο ποιητής μελέτησε και συζήτησε σε βάθος τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά κ.ά. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε στα έργα του κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Προσαρμοσμένος στο σοφιστικό κλίμα, ο Ευριπίδης θέτει τα ερωτήματα, αμφισβητεί τις παραδοσιακές απαντήσεις, ξεσκεπάζει τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, υποστηρίζει, με το προσωπείο των ηρώων του, εξίσου πειστικά πότε μιαν άποψη και πότε την αντίθετή της.
Αυτό ισχύει και για τις απόψεις του στο θέμα των θεών, όπου αμφιβάλλουμε αν είχαν δίκιο όσοι στα χρόνια του τον θεώρησαν άθεο. Είναι αλήθεια πως έγραψε πολλά αμφισβητώντας την ύπαρξή τους, και σε ορισμένες τραγωδίες του η θεά Τύχη συναγωνίζεται τις θεϊκές βουλήσεις· όμως στα έργα του συναντούμε και αντίθετες γνώμες, και οπωσδήποτε η τελευταία του τραγωδία, οι Βάκχες είναι ένα βαθύτατα θρησκευτικό δράμα όπου κυριαρχούν οι θεοτικές δυνάμεις, και η μόνη τραγωδία που μας σώθηκε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεό Διόνυσο.
Η ιδεολογία του Ευριπίδη επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από τα βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο φιλειρηνισμός του είναι ολοφάνερος σε έργα όπως οι Τρωάδες και η Εκάβη, όπου η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία των νικημένων και η ύβρη των νικητών παρουσιάζονται ανάγλυφα, όπως τα έζησαν οι τρωαδίτισσες αιχμάλωτες μετά την άλωση. Παράλληλα, οι ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις είναι ορισμένες φορές τόσο υπερβολικές, ώστε να γεννούν υποψίες ότι στο βάθος ο Ευριπίδης ειρωνεύτηκε κάποιες ιδέες που σε καιρό πολέμου δε θα μπορούσε ανοιχτά να τις καταγγείλει.
Στον Ευριπίδη ανήκει το μόνο σατυρικό δράμα που μας σώθηκε ολόκληρο, ο Κύκλωπας, όπου ο Χορός των Σατύρων βρίσκεται παγιδευμένος, μαζί με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, στη σπηλιά του Πολύφημου. Το έργο έχει κάποιες επιτυχημένες σκηνές, αλλά γενικά είναι μέτριο, και δεν απορούμε βλέποντας ότι σε ορισμένες τετραλογίες του ο ποιητής προτίμησε στη θέση του σατυρικού δράματος να παρουσιάσει μια τραγωδία με διάσπαρτα κωμικά στοιχεία και ευχάριστο τέλος, όπως η Ελένη και η Άλκηστη.
Η επιτυχία του Ευριπίδη στο κοινό πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ᾽ όσο φανερώνουν οι λιγοστές του νίκες στους αγώνες. Είναι αποκαλυπτική η πληροφορία ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο, μετά την αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, μερικοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι «σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη: άλλοι διηγόνταν ότι οι Σικελοί τούς ελευθέρωσαν, όταν τους μετάδωσαν όσα θυμόνταν από τα δράματά του, άλλοι ότι […] τους έδιναν τροφή και νερό, όταν τους τραγουδούσαν τα τραγούδια του» (Πλούταρχος, Νικίας 29.2).

Η κωμωδία από τις αρχές ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα

«Η κωμωδία», γράφει ο Αριστοτέλης, «ξεκίνησε από τους κορυφαίους των φαλλικών, που ακόμα και σήμερα [τον 4ο π.Χ. αι.] έμειναν και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις» (Ποιητική 1449a). Τα φαλλικά ήταν εθιμικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι κῶμοι, ομάδες γλεντοκόπων στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου, περιφέροντας ομοιώματα του ανδρικού γεννητικού οργάνου, του φαλλοῦ. Παρόμοια έθιμα, με φανερό στόχο τη συμβολική γονιμοποίηση της γης, είναι γνωστά από πολλούς λαούς. Χαρακτηριστικά τους οι κωμικές, συχνά ζωόμορφες, μεταμφιέσεις, η άμετρη αισχρολογία, τα τολμηρά προσωπικά πειράγματα, και οι χοντροκομμένες αυτοσχέδιες σατιρικές σκηνές - όλα στοιχεία που συναντούμε και στην κωμωδία.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη που οδήγησε από τα πανάρχαια γονιμικά αγροτικά έθιμα στην ολοκληρωμένη λογοτεχνική μορφή της κωμωδίας, όπως τη συναντούμε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι πηγές μας αναφέρουν ως λαϊκά δρώμενα τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές των Δεικηλιστών της Σπάρτης, που παρουσίαζαν πλανόδιους γιατρούς και κλεφτοκοτάδες, τη χοντροκομμένη μεγαρική φάρσα, όπου εμφανίζονταν ο μάγειρας Μαίσων και ο παραμάγειρας Τέττιξ, και τους κοιλαράδες Φλύακες της Κάτω Ιταλίας, που διακωμωδούσαν γνωστούς μύθους.
Οι περισσότερες μαρτυρίες για λαϊκές παραστάσεις προσέχουμε ότι αφορούν δωρικές πολιτείες και τόπους. Γίνεται έτσι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο, στις προδρομικές της μορφές η κωμωδία να αναπτύχτηκε σε δωρικό κλίμα, όπως και το σατυρικό δράμα. Στον δωρικό, άλλωστε, χώρο της Σικελίας συναντούμε και τις πρώτες, όχι πια λαϊκές και αυτοσχέδιες αλλά επώνυμες, λογοτεχνικές κωμωδίες.

ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ (περ. 540-460 π.Χ.)

Έζησε στις Συρακούσες και έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Από τα πολλά έμμετρα δράματα που παρουσίασε δε σώζονται παρά αποσπάσματα· μας είναι όμως γνωστοί σαράντα τίτλοι, που φανερώνουν μεγάλη θεματική ποικιλία. Τα μισά περίπου έργα φαίνεται να αποτελούσαν διακωμώδηση μύθων για τον Ηρακλή, τον Οδυσσέα και άλλους ήρωες· άλλα αφορούσαν τη σύγχρονη τότε πραγματικότητα και σατίριζαν τύπους σαν τον παράσιτο ή τον άξεστο χωριάτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έργα που βασίζονται σε μιαν αντιγνωμία, έναν αγώνα, όπου καθένας υπερασπίζεται τη θέση του. Τέτοιο έργο ήταν το Γῆ καὶ θάλασσα, όπου τα δύο στοιχεία λογομαχούσαν για το ποιο προσφέρει περισσότερα αγαθά, ίσως και το Λόγος καὶ Λογίνα, που όμως το περιεχόμενό του μένει αινιγματικό.
Εκτός από τους αγώνες, ο Επίχαρμος είχε προεξοφλήσει και άλλα μορφολογικά και θεματικά στοιχεία που συναντούμε στην αττική κωμωδία, ανάμεσά τους τη σατιρική εκμετάλλευση της πνευματικής (φιλοσοφικής, ρητορικής, λογοτεχνικής) επικαιρότητας, όχι όμως και τη βωμολοχία ούτε τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα.

Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ένας μόνος ποιητής, χωρίς προδρόμους, μεταμόρφωσε την άτεχνη λαϊκή δωρική φάρσα σε λογοτεχνικό είδος. Ο ίδιος ο Επίχαρμος μνημονεύει επαινετικά έναν παλαιότερό του κωμωδιογράφο, τον Αριστόξενο. Σίγουρα θα υπήρξαν και άλλοι, όπως υπήρξαν και σύγχρονοι και νεότεροι από τον Επίχαρμο σικελοί δραματουργοί.

Γρήγορα η κωμική παράδοση της Σικελίας και των άλλων δωρικών περιοχών επισκιάστηκε από τη ραγδαία πρόοδο που σημείωσε η αττική κωμωδία. Οι πληροφορίες μας για τις απαρχές και την εξέλιξή της στα πρώτα στάδια, όσο οι κωμικές παραστάσεις γίνονταν περιστασιακά από εθελοντές, είναι ελάχιστες. Για μας η πορεία της ξεκινά το 486 π.Χ., όταν για πρώτη φορά ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας «έδωσε Χορό σε κωμωδιογράφους», να διαγωνιστούν και αυτοί στους δραματικούς αγώνες που οργανώνονταν στις γιορτές του Διονύσου. Πρώτος νικητής γνωρίζουμε πως ήταν ο Χιωνίδης, αλλά από τα έργα του σώζονται μόνο τρεις τίτλοι κωμωδιών (Ἥρωες, Πέρσαι ή Ἀσσύριοι, Πτωχοί) και οχτώ όλοι κι όλοι στίχοι.
Από τη στιγμή που οι παραστάσεις επισημοποιήθηκαν, η αττική κωμωδία απόχτησε λογοτεχνική υπόσταση και φυσικά, όπως θα το περιμέναμε, επηρεάστηκε σε πολλά από το παλαιότερο και κυρίαρχο τότε θεατρικό είδος, την τραγωδία. Τραγωδία και κωμωδία έχουν έτσι πολλά κοινά: τους προλόγους, την πάροδο του Χορού, την εναλλαγή των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη, την έξοδο κ.ά.
Οι ομοιότητες με την τραγωδία ας μη μας κάνουν να ξεχάσουμε ορισμένα σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αττικής κωμωδίας: τις επινοημένες και σύγχρονες υποθέσεις, τη χαλαρή θεατρική σύμβαση, τις παραβάσεις, και το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν.
Οι υποθέσεις των κωμωδιών ήταν επινοημένες και στη μεγάλη πλειοψηφία τους σύγχρονες. Ακόμα και όταν η κωμική υπόθεση βασιζόταν στον μύθο, τα μυθικά δεδομένα παραμορφώνονταν για να παραλληλιστούν με σύγχρονα πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα.
Η θεατρική σύμβαση που χωρίζει αυστηρά το ακροατήριο από τον υποθετικό χώρο του έργου ήταν στις παραστάσεις των κωμωδιών εξαιρετικά χαλαρή. Τα κωμικά πρόσωπα είχαν κάθε στιγμή τη δυνατότητα να απευθύνουν τον λόγο στους θεατές, να τους εξηγήσουν κάτι ή ακόμα και να τους ζητήσουν βοήθεια.
Μια φορά, στη μέση περίπου της παράστασης, συχνά και μια δεύτερη φορά προς το τέλος, οι υποκριτές αποσύρονταν όλοι. Μόνος του τότε ο Χορός απόθετε ένα μέρος από τη σκευή του, πλησίαζε το κοινό, τραγουδούσε και μιλούσε άμεσα, ως Χορός, στους θεατές για θέματα κατά κανόνα άσχετα με την πορεία του έργου: επαινούσε τον ποιητή, υπογράμμιζε την πρωτοτυπία της υπόθεσης, κολάκευε το ακροατήριο, ζητούσε να του δώσουν το βραβείο κλπ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν παράβαση, από την κίνηση του Χορού που παρέβαινε (προχωρούσε) προς την άκρη της ορχήστρας για να πλησιάσει όσο γινόταν τους θεατές.
Ήταν δικαίωμα των κωμωδιογράφων (και το ακροατήριο το περίμενε) να σατιρίζουν με τον πιο άμεσο και ελευθερόστομο τρόπο οποιονδήποτε ήθελαν, απλό άνθρωπο ή μεγαλουσιάνο, ονομαστικά, κατηγορώντας τον π.χ. για βαρβαρική καταγωγή, για δειλία, για δωροδοκία, για σεξουαλικές παρεκτροπές κλπ. Όπως θα το περιμέναμε, αυτό το δικαίωμα, κληρονομημένο από τα παλιά γονιμικά έθιμα, ενοχλούσε ιδιαίτερα τους πολιτικούς, που μια δυο φορές επιχείρησαν να το απαγορέψουν - μάταια! Ενισχυμένοι από τη λαϊκή παράδοση και τη δημοκρατική αρχή της παρρησίας, οι κωμικοί ποιητές συνέχισαν τις προσωπικές επιθέσεις, ώσπου με την καταστροφή του 404 π.Χ. και την ατμόσφαιρα της καχυποψίας που ακολούθησε το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν ατόνησε μόνο του.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σημειώσαμε ισχύουν για τη λεγόμενη Αρχαία ή Παλαιά κωμωδία, δηλαδή για το διάστημα από τη θεσμοθέτηση των κωμικών αγώνων ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (486-404 π.Χ.). Ακολούθησαν η Μέση κωμωδία, από το 404 π.Χ. ως το τέλος της Κλασικής εποχής, και η Νέα κωμωδία, που χρονολογικά εντάσσεται στην Αλεξανδρινή εποχή.
Ανάμεσα στους κωμωδιογράφους που έδρασαν πριν από τον Αριστοφάνη, σημαντικότεροι ήταν ο Κρατίνος, που δε δίσταζε να κακολογεί τον Περικλή και την Ασπασία, ο Κράτης, που «από το τίποτα κατέβαζε σπαρταριστές ιδέες» (Αριστοφάνης), και ο Φερεκράτης, που σε ένα του έργο παρουσίασε προσωποποιημένη τη Μουσική να περιγράφει πώς την ταλαιπωρούσαν οι ποιητές του νέου διθυράμβου. Όλοι τους, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, με τους νεωτερισμούς και τις εμπνεύσεις τους, βοήθησαν ώστε η κωμωδία από σύντομη και χαλαρή που ήταν στην αρχή να μεγαλώσει, να αποκτήσει συνοχή και να μεστώσει. Είναι μεγάλο κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (περίπου 445-385 π.Χ.)

Αθηναίος από το Κυδαθήναιο, τη σημερινή Πλάκα. Για την οικογένεια και τις σπουδές του δεν ξέρουμε πολλά πράγματα· είναι όμως ενδεικτικό ότι στο πρώτο του έργο, τους Δαιταλεῖς («Συμποσιαστές»), παρουσιάζονταν αντιμέτωποι δύο νέοι, ένας σώφρων, εκπαιδευμένος με τον παραδοσιακό τρόπο, και ένας καταπύγων (ξαδιάντροπος), μαθητής των σοφιστών. Οι Δαιταλεῖς παρουσιάστηκαν το 427 π.Χ., όταν ο ποιητής δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, και πήραν το δεύτερο βραβείο. Δύο χρόνια αργότερα ο Αριστοφάνης πέτυχε την πρώτη του πρώτη νίκη, στα Λήναια, με τους Ἀχαρνεῖς («Δημότες των Αχαρνών»), όπου ένας Αθηναίος, ο Δικαιόπολης, μπουχτισμένος από τον πόλεμο, κατορθώνει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη (και εμπορικές σχέσεις) με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, και καλοπερνά, μόνος αυτός, όσο οι άλλοι ταλαιπωρούνται.
Από τις 40 τουλάχιστον κωμωδίες που ξέρουμε πως έγραψε έχουν σωθεί οι 11. Από αυτές οι εννιά είναι τα μόνα έργα της Παλαιάς κωμωδίας που διασώθηκαν οι άλλες δύο, γραμμένες μετά το 400 π.Χ., είναι πάλι τα μόνα έργα της Μέσης κωμωδίας που έχουν διασωθεί. Ανάλογα με το θέμα τους, οι κωμωδίες μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα πολιτικά και κοινωνικά: (α) οι Ἀχαρνεῖς, (β) οι Ἱππεῖς, όπου ένας τυχάρπαστος ἁλλαντοπώλης κατατροπώνει τον παντοδύναμο Κλέωνα τον δημαγωγό και συνετίζει τον προσωποποιημένο αθηναϊκό Δήμο, (γ) οι Σφῆκες, όπου ένας γιος πασχίζει να βάλει μυαλό στον πατέρα του, που άλλο δε φροντίζει από το να ορίζεται κάθε μέρα δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια και να δικάζει· (δ) Εἰρήνη, όπου ένας αγρότης λευτερώνει τη θεά Ειρήνη από τη σπηλιά όπου την είχε φυλακίσει ο Πόλεμος, και (ε) η Λυσιστράτη, όπου οι γυναίκες όλης της Ελλάδας συνωμοτούν, αρνιούνται να εκτελέσουν τα συζυγικά τους καθήκοντα όσο συνεχίζεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και υποχρεώνουν τους άντρες να συνάψουν ειρήνη.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα από την πνευματική ζωή: (α) Νεφέλαι, όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται ως γνήσιος σοφιστής να διδάσκει πώς να εξαπατούν τους δανειστές τους όσοι χρωστούν, (β) Θεσμοφοριάζουσαι, όπου οι γυναίκες αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Ευριπίδη, που τις κακολογεί στις τραγωδίες του, και (γ) Βάτραχοι, όπου ο θεός Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να αναστήσει έναν από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, τον καλύτερο.
Από τις παραπάνω κατηγορίες εξαιρούμε ένα έργο σαν παραμύθι, τους Ὄρνιθες («Πουλιά»), όπου σατιρίζεται η αθηναϊκή ζωή στο σύνολό της, και ο ήρωας, ένας τετραπέρατος Αθηναίος, καταφέρνει με τη βοήθεια των πουλιών να εκθρονίσει τον Δία και να πάρει την πανέμορφη Βασίλεια γυναίκα του.
Τα έργα του Αριστοφάνη ξεχειλίζουν από κωμικές εμπνεύσεις που ξεκινούν από το χοντρό, κοπρολογικό και σεξουαλικό χωρατό και φτάνουν ως την αριστοτεχνική παρατραγωδία και τον πιο λεπτό ειρωνικό υπαινιγμό. Έτσι κανένας θεατής, ούτε οι απλοί αγρότες που συγκεντρώνονταν από τα χωριά της Αττικής να θεατριστούν και να γελάσουν, ούτε οι πιο καλλιεργημένοι και απαιτητικοί αστοί δεν έμεναν παραπονεμένοι. Και πάλι, όλοι μαζί χαίρονταν τα λυρικά μέρη, τα χορικά και τις μονωδίες: τη λυρική πνοή, την υψηλή ποιητική γλώσσα, την ποικιλία των ρυθμών - τη χορογραφία και τη μουσική που μας διαφεύγουν.
Στα διαλογικά μέρη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιούσε την καθημερινή γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς. Αλλεπάλληλα ήταν τα γλωσσικά αστεία, όχι μόνο τα καθαυτό λογοπαίγνια αλλά και οι παρανοήσεις, η ασυνεννοησία όταν κάποιοι βάρβαροι τσατραπατρίζαν τα ελληνικά, και η διαλεκτική πολυχρωμία.
Όπως το συνήθιζαν οι ποιητές της Παλαιάς κωμωδίας, ο Αριστοφάνης κατονόμαζε και κατηγορούσε με οξύτητα τους ισχυρούς (π.χ. τον Κλέωνα) αλλά και κάθε άλλον που με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα και τις πράξεις του έδινε λαβή για διακωμώδηση. Από τη σάτιρά του δε γλίτωναν παρά οι φιλειρηνικοί αγρότες και οι ἱππεῖς, δηλαδή η αριστοκρατική τάξη των παλαιών γαιοκτημόνων, που ο ποιητής τούς θεωρούσε θεματοφύλακες της παραδοσιακής αθηναϊκής αρετής και τους επαινούσε.
Στα σαράντα του χρόνια ο Αριστοφάνης έζησε την κατάλυση και λίγο αργότερα την παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθήνα, που πια δε θα κατάφερνε να ανακτήσει την παλιά της ακτινοβολία και δύναμη. Τέτοια γεγονότα και αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο στην πνευματική κίνηση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αριστοφάνης συνέχισε να συγγράφει, και με τα έργα του εγκαινίασε νέους τρόπους που επιτρέπαν στην κωμωδία να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες και να επιβιώσει.

Από τους σύγχρονους του Αριστοφάνη κωμωδοποιούς σημαντικότερος ήταν ο Εύπολης. Δεκαεφτά χρονών πρωτοπήρε μέρος στους δραματικούς αγώνες, όπου με τις συνολικά 14 συμμετοχές του πέτυχε 7 πρώτες νίκες. Με τον Αριστοφάνη είχε πολλά κοινά: διακωμωδούσαν τα ίδια ή παρόμοια πρόσωπα και φαινόμενα, οι υποθέσεις των κωμωδιών τους έμοιαζαν πολύ και οι κωμικές εμπνεύσεις τους συγγένευαν τόσο ώστε να γεννηθούν υποψίες. Ο Αριστοφάνης τον κατηγόρησε πως «πήρε το πανωφόρι μου κι έφτιαξε τρία παλτουδάκια» (απόσπ. 58 ΚΑ.), και ο Εύπολης απάντησε πως την κωμωδία του Αριστοφάνη «τους Ιππείς μαζί τους γράψαμε με τον φαλακρό, και του τους χάρισα» (απόσπ. 89 ΚΑ.). Από τα έργα του Εύπολη έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα, ανάμεσά τους ένα μεγαλούτσικο, παπυρικό, από την κωμωδία του Δῆμοι (412 π.Χ.), όπου ο Σόλων, ο Μιλτιάδης, ο δίκαιος Αριστείδης και ο Περικλής επιστρέφουν από τον Άδη και ελεεινολογούν την κατάντια της Αθήνας μετά την αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία.
Όπως φαίνεται και στον πίνακα, ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Με τους μετριότερους υπολογισμούς διαπιστώνουμε ότι σε εκατό χρόνια, μόνο στην Αθήνα, στα Μεγάλα Διονύσια και στα Λήναια, παρουσιάστηκαν πάνω από 380 τραγικές τετραλογίες και πάνω από 470 κωμωδίες - όλα μαζί περισσότερα από 1900 δράματα. Από αυτά, ανακεφαλαιώνουμε, μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε 7 τραγωδίες του Αισχύλου, 7 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, 17 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, και 9 κωμωδίες του Αριστοφάνη - 42 όλα κι όλα δράματα. Πάλι καλά, αν σκεφτούμε ότι από τη θεατρική παραγωγή του 4ου αιώνα, ως το 323 π.Χ., μας σώζονται 1 μόνο τραγωδία, και 2 κωμωδίες του Αριστοφάνη.

Το θέατρο τον 4ο π.Χ αιώνα

Η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η συνακόλουθη πτωτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας φυσικό ήταν να επηρεάσουν αρνητικά και το θέατρο. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία τα χορικά μέρη, δηλαδή η συμμετοχή και η έκφραση των πολλών, χάνουν βαθμιαία τη σημασία τους και παραμερίζονται ως εμβόλιμα.
Στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες συνεχίζονταν αλλά με εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα, όπου περιλαμβάνονταν και επαναλήψεις τραγωδιών των τριών αναγνωρισμένων πια ως μεγάλων τραγικών ποιητών του 5ου π.Χ. αιώνα, κυρίως του Ευριπίδη. Οι νεότεροι ποιητές συμμετείχαν με δύο μόνο τραγωδίες ο καθένας, και το σατυρικό δράμα είχε αυτονομηθεί ως ανεξάρτητο είδος.
Προβληματισμοί και συγκρούσεις δεν είχαν στην τραγωδία του 4ου π.Χ. αιώνα το βάθος και τη συνοχή που είχαν στις προγενέστερες μορφές της. Μόνο μας δείγμα ο Ρῆσος, μια δραματοποίηση της ομηρικής Δολώνειας, όπου κυριαρχεί η ποικιλία, όπου οι δραματικές καταστάσεις διαδέχονται η μια την άλλη παρατακτικά, και όπου, αντίστοιχα, η τραγική ένταση είναι περιστασιακή και κομματιασμένη: «ανάβουν διαρκώς μικρές φωτιές, χωρίς να δημιουργείται κάπου μια πυρκαγιά».
Γενικά, στην τραγωδία αυτής της εποχής, το βάρος μετατοπίζεται από τα νοήματα στη ρητορική, από το περιεχόμενο των έργων στη θεατρικότητα των παραστάσεων, από την ουσία στο θέαμα. Κυριαρχούν η εντυπωσιακή σκηνοθεσία και η μαστορική υπόκριση τόσο ώστε δίκαια ο Αριστοτέλης να παραπονιέται ότι στις μέρες του «οι υποκριτές ισχύουν περισσότερο από τους ποιητές» (Ρητορική 1403b).
Στην κωμωδία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές. Η Μέση κωμωδία αποτελούσε μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παλαιά, που τα χαρακτηριστικά της έτειναν να εξαφανιστούν, και στη Νέα κωμωδία, που τα χαρακτηριστικά της τότε άρχιζαν να σχηματίζονται. Οι αλλαγές είναι κιόλας αισθητές στα δύο έργα του Αριστοφάνη, στις Εκκλησιάζουσες και στον Πλούτο, τα μόνα που μας σώθηκαν από την τεράστια, όπως φαίνεται, παραγωγή της Μέσης κωμωδίας.
Στις Εκκλησιάζουσες (392 π.Χ.), όπου οι γυναίκες συνωμοτούν, παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους και επιβάλλουν κοινοκτημοσύνη, ακόμα περισσότερο στον Πλούτο (388 π.Χ.), όπου ο θεός Πλούτος από τυφλός που ήταν ανάβλεψε και αποφάσισε να ανταμείβει τοὺς δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους, η πολιτική σάτιρα έχει αντικατασταθεί από την κοινωνική κριτική. Κανένα από τα δύο έργα δεν έχει παράβαση, τα χορικά είναι λιγοστά, και δύο φορές στις Εκκλησιάζουσες διαβάζουμε στα χειρόγραφα την ένδειξη ΧΟΡΟΥ, που σημαίνει ότι ο ποιητής, αντί να γράψει τραγούδι, πρόβλεψε μια ομάδα από χορευτές να παρουσιαστούν στο σημείο αυτό, να τραγουδήσουν κάτι εμβόλιμο, ή και μόνο να χορέψουν και να φύγουν.
Στη Μέση κωμωδία τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα χάνουν βαθμιαία τη σφοδρότητα τους, σπανίζουν και τελικά εκλείπουν, όπως και τα τολμηρά κοπρολογικά και σεξουαλικά χωρατά. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο εμφανίζονται και πρωταγωνιστούν τυποποιημένοι κωμικοί χαρακτήρες: κόλακες, εταίρες, μάγειροι, δούλοι τετραπέρατοι, σαν τον Καρίωνα του αριστοφανικού Πλούτου, κ.ά. Από θεματική άποψη, οι ποιητές της Μέσης κωμωδίας ευνοούν τη διακωμώδηση των μύθων, σατιρίζουν φιλόσοφους και λογοτέχνες, και εγκαινιάζουν τα ερωτικά θέματα που θα κυριαρχήσουν αργότερα στις υποθέσεις της Νέας κωμωδίας.
Χαρακτηριστική για τις θεατρικές εξελίξεις είναι η δράση ενός σημαντικού πολιτικού και ρήτορα, του Λυκούργου. Γύρω στα 330 π.Χ. ο Λυκούργος ολοκλήρωσε την κατασκευή του Διονυσιακού θεάτρου, που πια δεν ήταν ξύλινο αλλά πέτρινο. Ο ίδιος φρόντισε και να καταγραφούν επίσημα, για να περισωθούν, τα αυθεντικά κείμενα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, που σκηνοθέτες και υποκριτές είχαν τα χρόνια εκείνα την τάση να τα παραλλάζουν προσθέτοντας ή αφαιρώντας στίχους, ή και ολόκληρες σκηνές. Ευεργετικές και οι δύο κινήσεις του Λυκούργου· όμως από μιαν άποψη το παγιωμένο θέατρο και τα κωδικοποιημένα κείμενα επισφραγίζουν το οριστικό τέλος της τραγωδίας.

Πεζογραφία

Την Κλασική εποχή, αντίθετα με την ποίηση, που χάνει βαθμιαία τη δύναμή της, η πεζογραφία αναπτύσσεται, μεστώνει και υπηρετεί, μόνη αυτή, τις περιοχές του λόγου που ακμάζουν: τη ρητορεία και τη ρητορική, την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες.

Ρητορεία και ρητορική

Ρητορεία είναι η έμφυτη ή επίκτητη ικανότητα του ανθρώπου να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό. Στη γραμματολογία εξετάζουμε τους λόγους που σώθηκαν καταγραμμένοι, τους ρήτορες που τους είχαν συνθέσει και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Ρητορική, ή πληρέστερα ρητορική τέχνη, είναι ένα σύνολο οδηγιών ή κανόνων που μπορούν να διδαχτούν και που όποιος τους ακολουθήσει έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει ως ρήτορας. Στη γραμματολογία εξετάζουμε τις οδηγίες και τους κανόνες που σώθηκαν καταγραμμένοι, τους ρητοροδιδάσκαλους που τους κατάγραψαν και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Τα πρώτα δείγματα ρητορείας τα συναντούμε στα ομηρικά έπη, όταν π.χ. μιλά ο γερο-Νέστορας, «ο γλυκομίλητος αγορητής […], που πιο γλυκά απ᾽ το μέλι ανάβρυζαν τα λόγια του απ᾽ το στόμα» (Α 248-9), ή όταν ο Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίαντας προσπαθούν, καθένας με τον τρόπο του, να πείσουν τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον θυμό του και να επιστρέψει στις μάχες (I 222-605).
Τα πρώτα δείγματα ρητορικής γνώσης και διδασκαλίας τα συναντούμε πάλι στην Ιλιάδα, όταν ο Αντήνορας περιγράφει πώς μιλούσαν ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας στην πρώτη πρεσβεία των Αχαιών στην Τροία (Γ 212-24), και ακόμα όταν ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, ισχυρίζεται πως είχε εντολή να τον «διδάξει» όχι μόνο να πολεμά, αλλά και «να μιλεί στη σύναξη» (I 443).
Οι αρχαίοι πίστευαν πως η ρητορική τέχνη είχε τις ρίζες της στη Σικελία, στις δημοκρατικές Συρακούσες, όπου ο Κόρακας και ο μαθητής του Τισίας επινόησαν τη διαίρεση κάθε λόγου σε προοίμιο, διήγηση, αποδείξεις και επίλογο, και μελέτησαν ορισμένους αποδεικτικούς τρόπους, τις έντεχνες πίστεις και τα επιχειρήματα. Στους ίδιους αποδίδεται και ο ορισμός ρητορική ἐστι πειθοῦς δημιουργός.

ΚΟΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣΙΑΣ

Παρουσιάστηκε μια μέρα ο νεαρός Τισίας στον Κόρακα, που δίδασκε τη ρητορική τέχνη, και του είπε: «Δάσκαλε, χρήματα να σε πληρώσω δεν έχω· ωστόσο, αν με δεχτείς μαθητή, θα σου τη δώσω την αμοιβή σου αν κερδίσω την πρώτη μου δίκη.» Συμφώνησαν, αλλά όταν τελείωσαν τα μαθήματα, ο Τισίας δεν ασκούσε την τέχνη, και ο Κόρακας, που έμενε απλήρωτος, τον πήγε στο δικαστήριο.
Μίλησε πρώτος ο Κόρακας και είπε ότι τα χρήματά του πρέπει να τα πάρει οπωσδήποτε: αν κερδίσει τη δίκη, γιατί θα τον έχουν δικαιώσει οι δικαστές· αν τη χάσει, γιατί ο μαθητής του θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, και θα πρέπει, όπως συμφώνησαν, να τον πληρώσει.
Πήρε μετά τον λόγο ο Τισίας και είπε ότι σε καμία περίπτωση δε θα χρειαστεί να πληρώσει: αν κερδίσει τη δίκη, δε θα χρωστά, γιατί οι δικαστές τον δικαίωσαν· αν τη χάσει, δε θα χρωστά, γιατί δεν κέρδισε την πρώτη του δίκη.
Σε αδιέξοδο οι δικαστές, περιορίστηκαν να πουν παροιμιακό λόγο, ότι κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν.

Ο Τισίας ήταν και αυτός μέλος της πρεσβείας των Λεοντίνων που με ηγέτη τον Γοργία επισκέφτηκαν την Αθήνα το 427 π.Χ., τότε που η σικελική ρητορική παράδοση είδαμε να μεταφυτεύεται στον ελλαδικό χώρο, όπου ήταν γραφτό να ριζώσει. Φορείς της δεν ήταν βέβαια μόνο οι σοφιστές. Ρητοροδιδάσκαλοι ήταν στα κλασικά χρόνια και ρήτορες σαν τον Αντιφώντα  και τον Ισοκράτη, και φιλόσοφοι σαν τον Αριστοτέλη, που ένα από τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι η Ρητορική.

Ο Αριστοτέλης (Ρητορική 1.3) καθιέρωσε την κατάταξη των λόγων σε τρία γένη:
(α) στο συμβουλευτικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνται στην εκκλησία του δήμου ή σε άλλες, όχι απαραίτητα πολιτικές, συγκεντρώσεις·
(β) στο δικανικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνται από τους διαδίκους στα δικαστήρια - και ήταν συνηθισμένο φαινόμενο πολίτες που δεν εμπιστεύονταν τις ρητορικές τους ικανότητες να αναθέτουν σε κάποιον επαγγελματία λογογράφο  να τους ετοιμάσει ένα λόγο, που τον αποστήθιζαν για να τον απαγγείλουν οι ίδιοι στο δικαστήριο·
(γ) στο επιδεικτικό γένος ανήκουν λόγοι συνθεμένοι είτε για να ακουστούν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις (σε γιορτές, σε υποδοχές, σε επιμνημόσυνες τελετές κλπ.), είτε για να κυκλοφορήσουν γραπτά, να διαδώσουν τις ιδέες και να επιδείξουν τη μαστοριά του συγγραφέα τους - συχνά και για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υπόδειγμα.

Σε γραπτή μορφή, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, κυκλοφορούσαν και συμβουλευτικοί λόγοι, καθώς συχνά οι πολιτικοί ρήτορες δημοσίευαν τις σημαντικότερες δημηγορίες τους θέλοντας και οι συγκεκριμένες προτάσεις τους και η ρητορική τους δεινότητα να γίνουν όσο το δυνατό περισσότερο γνωστές. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς δικανικούς λόγους, που οι λογογράφοι συνήθιζαν να τους κυκλοφορούν ως δείγμα της ικανότητάς τους να υποστηρίζουν με επιτυχία τις θέσεις των πελατών τους.
Παρ᾽ όλα αυτά, οι λόγοι που μας σώθηκαν από τον 5ο π.Χ. αιώνα είναι ελάχιστοι. Ξέρουμε ότι ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων και άλλοι πολιτικοί ήταν λαμπροί ρήτορες· είναι μαρτυρημένο ότι ο Περικλής, όταν μιλούσε, «άστραφτε και βροντούσε και συντάραζε την Ελλάδα» (Αριστοφάνης)· όμως από τους λόγους που εκφωνήθηκαν την Πεντηκονταετία δε σώζεται ούτε ένας. Τα πρωιμότερα δείγματα ρητορείας που έχουμε είναι οι Τετραλογίες του Αντιφώντα.

ΑΝΤΙΦΩΝ (περ. 480-411 π.Χ.)

Ο Αντιφών, Αθηναίος από τον Ραμνούντα, ήταν συνάμα λογογράφος και δάσκαλος της ρητορικής. Ο Θουκυδίδης, που ήταν μαθητής του, τον χαρακτήρισε εξαιρετικά ενάρετο, «δυνατό μυαλό και άριστο στη διατύπωση της σκέψης του». Ολιγαρχικός από πεποίθηση, ο Αντιφών πήρε το 411 π.Χ. ενεργό μέρος στο αποτυχημένο κίνημα για την κατάλυση της δημοκρατίας, δικάστηκε, «απολογήθηκε καλύτερα από κάθε άλλον», αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότης και το σώμα του ρίχτηκε άταφο έξω από τα σύνορα της Αττικής (Βίος).
Οι τρεις Τετραλογίες, γραμμένες πριν από το 420 π.Χ., δεν είναι πραγματικοί δικανικοί λόγοι αλλά απλά υποδείγματα, δημοσιευμένα στο πλαίσιο της Ρητορικής τέχνης που ο Αντιφών είχε γράψει για τους μαθητές του. Αφορούν φανταστικές υποθέσεις φόνου, και το χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ίδιος είχε συνθέσει και τις τέσσερις αγορεύσεις: την πρωτολογία και τη δευτερολογία τόσο του κατήγορου όσο και του κατηγορούμενου, που βέβαια καθένας τους στόχο είχε να ανατρέψει τα επιχειρήματα του άλλου.
Υποθέσεις φόνου αφορούν και οι τρεις γνήσιοι δικανικοί λόγοι του Αντιφώντα που έχουν σωθεί. Το ύφος τους είναι αυστηρό και λιτό, η δομή τους ξεκάθαρη, οι φράσεις ισοζυγιασμένες. Σπουδαιότερη αρετή τους (όπως και στις Τετραλογίες) είναι η ευρηματική και επιδέξια επιχειρηματολογία, που συχνά βασίζεται στις πιθανότητες, σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν εἰκός.
 Η δίκη και η καταδίκη του Αντιφώντα δεν ήταν παρά μία από τις πολλές πολιτικές δίκες που προκάλεσαν οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι φανατισμοί, οι ταραχές και οι αλλεπάλληλες μεταπολιτεύσεις της Αθήνας. Οι αγορεύσεις που ακούστηκαν σε αυτές τις δίκες παρουσιάζουν, όπως και κάθε άλλος πολιτικός λόγος, ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν ο ρήτορας ήταν ο ίδιος κατήγορος ή κατηγορούμενος.

ΑΝΔΟΚΙΔΗΣ (περ. 440-390 π.Χ.)

Η ζωή του ήταν πολυτάραχη. Είκοσι πέντε χρονών κατηγορήθηκε ότι ως μέλος ολιγαρχικής εταιρείας πήρε μέρος στο σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών και στη διακωμώδηση των Ελευσινίων Μυστηρίων. Από την πρώτη κατηγορία κατόρθωσε να ξεφύγει· η δεύτερη όμως τον οδήγησε στην εξορία. Προσπάθησε συχνά να επιστρέψει στην Αθήνα (σώζεται ένας λόγος του Περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου), αλλά δεν τα κατάφερε. Να επαναπατριστεί μπόρεσε μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 403 π.Χ., όταν δόθηκε γενική αμνηστία. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε πάλι κατηγορούμενος για ασέβεια. Τότε εκφώνησε τον λόγο Περὶ τῶν μυστηρίων, αθωώθηκε και συνέχισε να πολιτεύεται. Το 392 π.Χ. πήρε μέρος σε διπλωματική αποστολή στη Σπάρτη· όμως ο απολογισμός και οι προτάσεις του στην εκκλησία του δήμου (δημοσιευμένες με τον τίτλο Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης) δεν έγιναν δεκτές από τους Αθηναίους, που προτίμησαν να καταδικάσουν τους αποσταλμένους τους σε θάνατο. Για να αποφύγουν την εκτέλεση, τα μέλη της πρεσβείας δραπέτευσαν, και τα ίχνη του Ανδοκίδη χάθηκαν στην εξορία.
Ο Ανδοκίδης δε φαίνεται να είχε ρητορική προπαιδεία. Οι λόγοι του δεν ακολουθούν τους κανόνες της τέχνης· έχουν όμως αυθορμητισμό, αφηγηματική ζωντάνια, αβίαστη ροή και απλή γλώσσα.

Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε στις κωμωδίες του τους Αθηναίους ότι άλλο δεν κάνουν από το να δικάζουν και να δικάζονται: «τα τζιτζίκια», έγραψε, «ένα δυο μήνες μόνο τραγουδούν στα κλαδιά· όμως οι Αθηναίοι αδιάκοπα, όλη τους τη ζωή τραγουδούν στα δικαστήρια» (Όρνιθες 39-41). Είχε δίκιο, και δικανικοί λόγοι από ιδιωτικές δίκες μάς σώθηκαν πολλοί.

ΛΥΣΙΑΣ (περ. 445-380 π.Χ.)

Ο Λυσίας ήταν γιος του Κέφαλου, πλούσιου επιχειρηματία που καταγόταν από τις Συρακούσες, αλλά είχε προτιμήσει να ζει στην Αθήνα ως μέτοικος, φίλος του Περικλή και του Σωκράτη. Ο ίδιος έζησε αρκετά χρόνια στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, όπου λένε πως μαθήτεψε στον Τισία, αλλά τελικά γύρισε στην Αθήνα και εργάστηκε ως ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος.
Το 404 π.Χ. η πατρική περιουσία δημεύτηκε και ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε από τους τριάκοντα τυράννους· έτσι, μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας ο Λυσίας εκφώνησε έναν από τους ωραιότερους λόγους του, τον Κατὰ Ἐρατοσθένους, εναντίον του Ερατοσθένη, του τυράννου που είχε συλλάβει τον αδελφό του.
Από τους 35 συνολικά λόγους που μας σώθηκαν με το όνομά του ξεχωρίζουμε τον Κατὰ σιτοπωλῶν, όπου κατηγορεί ορισμένους σταρέμπορους ότι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες για να ανεβάσουν αργότερα τις τιμές· τον Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, όπου ένας ανάπηρος υπερασπίζεται, με πάθος αλλά και με χιούμορ, το δικαίωμά του να εισπράττει «κοινωνικό επίδομα» από την πολιτεία· τέλος την Ὑπέρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογίαν, όπου ένας αγρότης, ο Ευφίλητος, κατηγορείται ότι με πονηριά έστειλε στο σπίτι του τον Ερατοσθένη, εραστή της γυναίκας του, για να τους πιάσει στο κρεβάτι και να τον σκοτώσει - αλλά φυσικά στην απολογία του το αρνείται.
Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό (σ. 249), που είχε στη διάθεσή του και μελέτησε πάνω από 230 λόγους του Λυσία, τον χαρακτηρίζει «άριστο κανόνα της αττικής γλώσσας»· επαινεί την ικανότητά του να διαγράφει χαρακτήρες και να διηγείται με ζωντάνια, και ακόμα υπογραμμίζει το απλό λεξιλόγιο, τη φυσικότητα, την πειστικότητα και τη χάρη των λόγων του - αρετές που και εμείς δε μπορούμε παρά να τις επιβεβαιώσουμε.

Οι δικανικοί λόγοι μάς βοηθούν να γνωρίσουμε το σύστημα απονομής δικαίου: τα αδικήματα, τους νόμους, τις ποινές, τη δικονομική τάξη κλπ.· και ακόμα αποκαλύπτουν πλήθος λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, όταν αφορούν ιδιωτικές υποθέσεις, και της δημόσιας ζωής, όταν αφορούν υποθέσεις δημόσιες. Διαφορετικά πεδία φωτίζουν ορισμένοι επιδεικτικοί λόγοι, συνθεμένοι από σημαντικές προσωπικότητες που εκθέτουν τις απόψεις τους σε καίρια θέματα με πανελλήνιο ενδιαφέρον. Παράδειγμα οι πολλοί επιδεικτικοί λόγοι του Ισοκράτη.

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ (436-338 π.Χ.)

Ο Ισοκράτης, Αθηναίος από πλούσιο σπίτι, μαθήτεψε στον Πρόδικο και στον Γοργία. Μετά την ήττα της Αθήνας, έχοντας χάσει ένα μέρος από την περιουσία του εργάστηκε για ένα διάστημα ως λογογράφος. Αργότερα, ακολουθώντας την πραγματική του κλίση ίδρυσε ρητορική σχολή και δίδαξε για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Η σχολή του, ανταγωνιστική της πλατωνικής Ακαδημίας, είχε μεγάλη επιτυχία: διάσημοι μαθητές της ήταν ο Νικοκλής, γιος του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, ο Σπεύσιππος, που διαδέχτηκε τον Πλάτωνα στην ηγεσία της Ακαδημίας, ο Θεόπομπος και ο Έφορος, οι ιστορικοί, και από τους νεότερους ρήτορες ο Ισαίος, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης.
Παράλληλα με τη διδασκαλία του ο Ισοκράτης δημοσίευσε μια σειρά από επιδεικτικούς λόγους με πολιτικό περιεχόμενο και τίτλους όπως Πανηγυρικός, Ἀρεοπαγιτικός, Περὶ εἰρήνης, Παναθηναϊκός, Πλαταϊκός κ.ά. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις, έβλεπε πως ο ελληνικός κόσμος, κομματιασμένος καθώς ήταν, δε θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην Περσία, και καλλιεργούσε με θέρμη την ιδέα της πανελλήνιας σύμπραξης, όπως την είχε διατυπώσει πρώτος ο δάσκαλός του ο Γοργίας. Αρχικά υποστήριζε ότι ο ηγετικός ρόλος ανήκε δικαιωματικά στην Αθήνα και τη Σπάρτη, για το δοξασμένο τους παρελθόν. Αργότερα αναγνώρισε ότι την ηγεσία της πανελλήνιας κίνησης εναντίον των Περσών μπορούσε να την αναλάβει και ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Επιδεικτικές σε πολιτικά θέματα ήταν και οι Επιστολές που ο Ισοκράτης έστελνε σε σημαίνοντα πρόσωπα (το Διονύσιο των Συρακουσών, τον Φίλιππο, τον μακεδόνα στρατηγό Αντίπατρο κ.ά.), και που ο ίδιος φρόντιζε να αντιγραφούν και να κυκλοφορήσουν. Μας σώθηκαν εννιά, αλλά σίγουρα δεν είναι όλες δικές του.
Από τα υπόλοιπα έργα ενδιαφέρον παρουσιάζουν (α) δύο επιδεικτικοί λόγοι, Ἑλένη και Βούσιρις, όπου ο Ισοκράτης επισημαίνει λάθη των ομότεχνών του και παραθέτει δικά του υποδείγματα ρητορικών ασκήσεων: ένα εγκώμιο της ωραίας Ελένης και μιαν απολογία του Βούσιρη, του αιγύπτιου βασιλιά που θυσίαζε τους ξένους στον Δία· (β) δύο ακόμα επιδεικτικοί λόγοι, ο προγραμματικός Κατὰ τῶν σοφιστῶν (390; π.Χ.) και ο αυτοβιογραφικός Περὶ ἀντιδόσεως (354 π.Χ.), που περιέχουν τις απόψεις του για τη σωστή αγωγή των νέων, όπως την ασκούσε στη σχολή του. Αποκηρύσσοντας τις ρευστές και αντιφατικές προτάσεις των σοφιστών όσο και τις καθαρά θεωρητικές αναζητήσεις του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης υπογράμμιζε την παιδευτική αξία της ρητορικής, που την ταύτιζε με τη φιλοσοφία. Η αγωγή του λόγου πίστευε ότι διαπλάθει την προσωπικότητα και βοηθά πραγματικά «να κυβερνήσει κανείς σωστά το σπιτικό του και τα κοινά της πολιτείας» (Περὶ Ἀντιδόσεως 285). Η καθολική σημασία που έδινε στη μόρφωση φανερώνεται όταν κρίνει ότι «πιο πολύ ονομάζονται Έλληνες όσοι μετέχουν στην παιδεία μας παρά όσοι έχουν την ίδια με εμάς φυσική καταγωγή.»
Εξαιρετικά επιτηδευμένο, το ύφος του Ισοκράτη διαφέρει πολύ από το λιτό και φυσικό ύφος του Λυσία. Το χαρακτηρίζουν μακρόσυρτες περίοδοι, φορτωμένες με δευτερεύουσες προτάσεις. Είναι αρχιτεκτονημένες με προσοχή, οργανωμένες με αντιστοιχίες και αντιθέσεις, ισόκωλα, ομοιόαρκτα και ομοιοτέλευτα - γοργίεια σχήματα στην υπηρεσία της συνθετικής σκέψης.

Μαθητής του Ισοκράτη παραδίδεται πως ήταν ο Ισαίος (περ. 415-340 π.Χ.), που καταγόταν από τη Χαλκίδα, αλλά προτίμησε να ζήσει ως ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος στην Αθήνα. Μας σώζονται δώδεκα από τους λόγους του, όλοι δικανικοί, για κληρονομικές υποθέσεις. Το ύφος του είναι σχετικά απλό και η σύνθεση φροντισμένη. Μαχητικότερος από τους προηγούμενους λογογράφους, ο Ισαίος είναι ο πρώτος που βλέπουμε να επιτίθεται με σφοδρότητα, καμιά φορά και με ανοίκειες ύβρεις και υπαινιγμούς, στους αντιδίκους.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ (περ. 390-325 π.Χ.)

Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας, μαθητής του Ισοκράτη και του Πλάτωνα. Σε μεγάλη ηλικία, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, διαχειρίστηκε με επιτυχία τα οικονομικά της Αθήνας, δυνάμωσε τον στόλο, ενίσχυσε τα τείχη και στόλισε την πολιτεία με αρχιτεκτονικά μνημεία.
Αριστοκράτης από καταγωγή, ο Λυκούργος ήταν ένθερμος πατριώτης, με αντιμακεδονική δράση, ζηλωτής και πρόμαχος της προγονικής αρετής. Στον μοναδικό λόγο που σώζεται, από τους δεκατέσσερις που ξέρουμε πως είχε γράψει, κατηγορεί, με υπέρμετρη αυστηρότητα, ως προδότη κάποιον Λεωκράτη, επειδή είχε εγκαταλείψει, μετά την ήττα στη Χαιρώνεια, την Αθήνα από φόβο πως θα την έπαιρναν οι Μακεδόνες.
Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό χαρακτηρίζει το ύφος του «διογκωμένο, μεγαλόστομο και επίσημο […]· όχι όμως κομψό, ούτε ευχάριστο, αλλά δυναμικό» (Περί μιμήσεως, απόσπ. 6).

Όπως ο Λυκούργος, έτσι και όλοι όσοι τα χρόνια εκείνα πολιτεύονταν ήταν αναγκασμένοι να πάρουν θέση απέναντι στη ραγδαία επέκταση των Μακεδόνων και στις ηγετικές βλέψεις του Φιλίππου. Στην Αθήνα σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις: η φιλομακεδονική, όσων έκριναν ότι η πόλη τους έπρεπε να δεχτεί την πραγματικότητα και να συνεργαστεί με τον μακεδόνα βασιλιά, και η αντίθετή της, που θεωρούσε εξαρχής εχθρό τον Φίλιππο και πίστευε πως η Αθήνα έπρεπε και ήταν σε θέση να τον αντιστρατευτεί με επιτυχία. Την πρώτη άποψη υποστήριζαν ο Αισχίνης, ο Δημάδης και ο Δείναρχος, τη δεύτερη ο Λυκούργος, ο Υπερείδης και πάνω απ᾽ όλους ο Δημοσθένης.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (384-322 π.Χ.)

Ο διασημότερος αθηναίος ρήτορας γεννήθηκε στην Παιανία, μαθήτεψε στον Ισαίο, και μελέτησε το έργο του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα και των παλαιότερων του ρητόρων. Γρήγορα ξεπέρασε ορισμένα προβλήματα που είχε με τη φωνή του και εικοσάχρονος ξεκίνησε μια σειρά από δίκες ζητώντας να ανακτήσει την περιουσία του πατέρα του, που είχε πεθάνει όταν ο ίδιος ήταν επτά χρονών, και οι διαχειριστές την είχαν διασπαθίσει. Για ένα διάστημα ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος, ύστερα λογογράφος και πολιτικός, ο Δημοσθένης έζησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Οι Αθηναίοι τού αναθέσαν σημαντικά αξιώματα, τον χρησιμοποίησαν συχνά σε διπλωματικές αποστολές και τον ετίμησαν πολύ. Ωστόσο, στα εξήντα του χρόνια κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε οικονομικό σκάνδαλο, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, τα κατάφερε να ξαναγυρίσει - αλλά πάλι, όταν μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ο Αντίπατρος προχωρούσε να καταλάβει την Αθήνα, ο Δημοσθένης, που είχε καταφύγει στον Πόρο, αντί να συλληφθεί προτίμησε να αυτοκτονήσει.
Ως πολιτικός ο Δημοσθένης δεν έπαψε ποτέ να αντιδρά στα σχέδια και τις κινήσεις πρώτα του Φιλίππου, ύστερα του Μεγαλέξανδρου, και να αντιπολιτεύεται τους φιλομακεδόνες πολιτικούς της Αθήνας. Οι συμβουλευτικοί του λόγοι που σώθηκαν είναι πολλοί (τρεις Φιλιππικοί, τρεις Ὀλυνθιακοί, ο Ὑπὲρ Μεγαλοπολιτῶν, ο Ὑπὲρ τῆς Ροδίων ἐλευθερίας, ο Περὶ εἰρήνης κ.ά.), όπως πολλοί είναι και οι δικανικοί του λόγοι που σώθηκαν και αφορούν πολιτικές διώξεις: ο Πρὸς Λεπτίνην, ο Κατὰ Ἀριστοκράτους κ.ά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και ο Περὶ τῆς παραπρεσβείας και ο Περὶ τοῦ στεφάνου, λόγοι σημαντικοί που καθρεφτίζουν την προσωπική σύγκρουση του Δημοσθένη με τον Αισχίνη, τον κυριότερο φιλομακεδόνα πολιτικό του αντίπαλο. Στην πρώτη περίπτωση ήταν ο Δημοσθένης που κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι το 346 π.Χ στις συνομιλίες με τον Φίλιππο είχε παραπρεσβεύσει, δηλαδή ότι είχε δωροδοκηθεί να βλάψει τα αθηναϊκά συμφέροντα. Η κατηγορία δε μπορούσε να αποδειχτεί, και ο Αισχίνης αθωώθηκε. Στη δεύτερη περίπτωση ο Αισχίνης κατηγόρησε τον Κτησιφώντα, που το 336 π.Χ. πρότεινε η πόλη να στεφανώσει τον Δημοσθένη «για τη συνολική αρετή του και για την εύνοια που έδειχνε στην πολιτεία». Η πρόταση είχε νομικά ψεγάδια, αλλά ο Δημοσθένης βρήκε την ευκαιρία να αγορεύσει ως συνήγορος και να ξετυλίξει ολόκληρη την πατριωτική του δράση, που φυσικά άξιζε κάθε τιμή. Ο Αισχίνης ηττήθηκε κατά κράτος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα.
Συνολικά, από τα έργα του Δημοσθένη σώζονται 11 λόγοι συμβουλευτικοί, 27 δικανικοί, ένας επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς της μάχης στη Χαιρώνεια, που ίσως να μην είναι δικός του, 6 Επιστολές με πολιτικό περιεχόμενο, γραμμένες στα χρόνια της αυτοεξορίας του, και μια συλλογή από Προοίμια, ρητορικές εισαγωγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε πολλούς λόγους.
Το ύφος του Δημοσθένη δε χαρακτηρίζεται εύκολα, καθώς η έμφυτη ρητορική του δεινότητα τον οδηγούσε να αλλάζει συνεχώς τρόπους, ακόμα και μέσα στον ίδιο λόγο: απλές καθημερινές εκφράσεις εναλλάσσονται με τολμηρές μεταφορές, μακρές περίτεχνες περίοδοι με ελλειπτικές κοφτές προτάσεις, ρητορικές ερωτήσεις με συλλογισμούς, άγριες προσωπικές επιθέσεις, κοροϊδίες και εκρήξεις αγανάκτησης με στρωτές αφηγήσεις και εξάρσεις πατριωτικές· τεχνική και πάθος συνεργάζονται, με αποτέλεσμα οι λόγοι του Δημοσθένη να κυλούν πότε σαν ήρεμο ποτάμι πότε σαν ορμητικός χείμαρρος.
Δεν μπορούμε βέβαια να μαντέψουμε τι θα συνέβαινε, αν οι Αθηναίοι είχαν σε κάθε περίπτωση ακολουθήσει τις συμβουλές του Δημοσθένη· μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε ότι παρ᾽ όλο τον φλογερό πατριωτισμό του, παρ᾽ όλη τη ρητορική του δεινότητα και τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του, ο Δημοσθένης δε θα μπορούσε να σταματήσει ιστορικές εξελίξεις που είχαν προετοιμαστεί από καιρό.

Δύο φορές σε ολόκληρη την αρχαιοελληνική γραμματεία τυχαίνει από μια δίκη να μας σώζονται και ο λόγος του κατήγορου (κατηγορία) και ο λόγος του κατηγορούμενου (απολογία). Και τις δύο φορές πρόκειται για πολιτικές δίκες με αντιπάλους τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη: στην κατηγορία Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη αντιστοιχεί η ομότιτλη απολογία του Αισχίνη, και στην κατηγορία Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη αντιστοιχεί η απολογία Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη. Μάταια όμως θα περιμέναμε να δούμε στις απολογίες να αναιρούνται τα δεδομένα και τα επιχειρήματα των κατηγοριών. Και οι δύο ρήτορες έδωσαν να κυκλοφορήσουν οι πρωτολογίες τους, όπως τις είχαν ετοιμάσει πριν από τη δίκη, όταν μόνο να μαντέψουν μπορούσαν τι πάνω κάτω θα ισχυριζόταν ο αντίδικός τους.

ΑΙΣΧΙΝΗΣ (περ. 390-322 π.Χ.)

Ο Αισχίνης ήταν από καλή αθηναϊκή οικογένεια που όμως με τον πόλεμο είχε φτωχύνει. Ο πατέρας του δούλεψε ως δάσκαλος, η μητέρα του ως διακόνισσα σε μυσταγωγίες, και ο μικρός Αισχίνης τούς παραστεκόταν. Αργότερα δοκίμασε, χωρίς επιτυχία, να σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός, εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας, πήρε μέρος και διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Εύβουλου, ηγέτη όσων πίστευαν ότι η Αθήνα δεν έπρεπε να εναντιωθεί στους Μακεδόνες, και τελικά αφοσιώθηκε στην πολιτική. Η διφορούμενη στάση του, όταν ως πρεσβευτής πήρε μέρος στις συνεννοήσεις για την ειρήνη του 336 π.Χ., προκάλεσε τη δίωξή του από τον Δημοσθένη. Αθωώθηκε, αλλά όταν αργότερα θέλησε να ανταποδώσει, καταγγέλλοντας ως παράνομη την πρόταση να στεφανωθεί ο Δημοσθένης τιμητικά, κατατροπώθηκε, εγκατάλειψε την Αθήνα και πέθανε εξόριστος στη Ρόδο.
Ο Αισχίνης είχε σίγουρα το χάρισμα της ευγλωττίας· όμως δεν ήταν σπουδαγμένος ρήτορας ούτε λογογράφος. Οι τρεις λόγοι του που σώθηκαν, ίσως μόνο χάρη στη διένεξή του με τον Δημοσθένη, έχουν αρετές: σαφήνεια, παραστατικότητα, μεγαλοπρέπεια, χιούμορ κ.ά.· δε δικαιολογούν όμως την υπερβολική εκτίμηση που του είχαν οι μεταγενέστεροι, ιδιαίτερα οι αττικιστές.

ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ (389-322 π.Χ.)

Αθηναίος, μαθητής του Ισοκράτη, λογογράφος και πολιτικός, καλοφαγάς και γλεντοκόπος. Από τους 50 και παραπάνω λόγους που παραδίδεται ότι είχε γράψει διασώθηκαν σε παπυρικά ευρήματα σχεδόν ολόκληροι οι έξι: πέντε δικανικοί για ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις και ένας επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς του Λαμιακού πολέμου.
Ο συγγραφέας της διατριβής Περὶ ὕψους τον παραβάλλει με τον Δημοσθένη και τον Λυσία και τον χαρακτηρίζει πένταθλον, γιατί χωρίς να πρωτεύει είχε υψηλές επιδόσεις σε πολλά κεφάλαια της ρητορικής τέχνης. Μόνο για τη γλώσσα του υπήρξαν επιφυλάξεις, πως είναι ανέμελη και καθημερινή, ίσως γιατί στα έργα του πρωτοεμφανίζονται φαινόμενα της αλεξανδρινής Κοινής.
Φανατικός αντιμακεδόνας, ο Υπερείδης καταδιώχτηκε και αυτός σαν τον Δημοσθένη από τις δυνάμεις του Αντίπατρου, αιχμαλωτίστηκε στην Αίγινα, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.

Στη ρητορική θεωρία του 4ου π.Χ. αιώνα κυριαρχεί η διδασκαλία του Ισοκράτη. Ανταγωνιστής του ένας άλλος μαθητής του Γοργία, ο Αλκιδάμας από την Ελέα της Αιολίας (5ος/4ος π.Χ. αι.), που έζησε και δίδαξε στην Αθήνα. Από τα έργα του σώζεται το Περὶ τῶν τοὺς γραπτοὺς λόγους γραφόντων, όπου αποδοκιμάζει τους ρητορικούς τρόπους όσων προετοίμαζαν και παρουσίαζαν τους λόγους τους γραπτά (σαν τον Ισοκράτη), και επαινεί την προφορική αυτοσχεδιαστική ρητορεία. Ο Αλκιδάμας έγραψε και Ρητορική τέχνη, και ένα ακόμα έργο, το Μουσεῖον, με ποικίλο λογοτεχνικό περιεχόμενο. Το Μουσεῖον άρχιζε με την εξιστόρηση του ποιητικού αγώνα του Ομήρου με τον Ησίοδο, όπου ο Όμηρος διακρινόταν ακριβώς για την αυτοσχεδιαστική του ικανότητα.
Ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος ήταν ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο (περ. 380-320 π.Χ.), δάσκαλος και ακόλουθος του Μεγαλέξανδρου. Δικό του έργο πιστεύουμε πως είναι η Ρητορικὴ πρὸς Ἀλέξανδρον, το μόνο εγχειρίδιο ρητορικής τέχνης που σώθηκε πριν από τη Ρητορική του Αριστοτέλη.

Ιστοριογραφία

Προσέχουμε ότι η Ιστορία ως επιστήμη δεν περιορίζεται να συγκεντρώνει, να διακριβώνει και να εκθέτει τα δεδομένα (πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες κλπ.), αλλά τα συσχετίζει, τα εντάσσει σε μια γενικότερη εξέλιξη και τα ερμηνεύει. Με αυτή την έννοια η επιστήμη της ιστορίας γεννήθηκε και αναπτύχτηκε στην Κλασική εποχή - και τα αντίστοιχα κείμενα συναποτελούν την ιστοριογραφία.
Προδρομικές μορφές ιστοριογραφίας μπορούν να θεωρηθούν στα ομηρικά και αρχαϊκά χρόνια τα ηρωικά και διδακτικά έπη, ιδιαίτερα οι έμμετρες τοπικές ιστορίες, έργα ποιητικά όπου μύθοι και θρύλοι υποκαθιστούσαν τα ιστορικά γεγονότα. Ακολούθησαν, προς το τέλος της Αρχαϊκής εποχής, οι λογογράφοι, με τα γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά τους συγγράμματα, γραμμένα σε πεζό λόγο. Με τον ιωνικό ορθολογισμό τους και με την προσπάθειά τους να συλλέξουν και να επαληθεύσουν τις πληροφορίες τους με αυτοψία, οι λογογράφοι έκαναν σημαντικά βήματα προς την επιστημονική μέθοδο της ιστορίας.
Πριν από τα Περσικά, στο γύρισμα από τον 6ο στον 5ο π.Χ. αιώνα, χρονολογούνται δύο ακόμα λογογράφοι: ο Ακουσίλαος από το Άργος, και ο Φερεκύδης από την Αθήνα. Τα έργα τους, γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο, έχουν χαθεί, αλλά από τα λίγα αποσπάσματα που σώθηκαν φαίνεται ότι και οι δύο προσπάθησαν, μεταγράφοντας και διορθώνοντας τον Ησίοδο, να συστηματοποιήσουν και να εκθέσουν με τάξη και συνέπεια, τις μυθικές γενεαλογίες θεών και ανθρώπων.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ (περ. 484-430 π.Χ.)

Ο πατέρας της ιστορίας γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικρασίας από αρχοντική οικογένεια. Νέος ήρθε σε αντίθεση με τον τύραννο Λύγδαμη, εξορίστηκε στη Σάμο, ξαναγύρισε στην Αλικαρνασσό και τελικά προτίμησε να πολιτογραφηθεί στην αθηναϊκή αποικία των Θουρίων. Φανατικός ταξιδευτής, επισκέφτηκε όχι μόνο τους ελληνικούς τόπους αλλά και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ως τη Σκυθία, την Αίγυπτο ως τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου, και τη Μέση Ανατολή ως τη Βαβυλώνα και τον Ευφράτη. Συχνές ήταν οι επισκέψεις του στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με τον Περικλή και συνδέθηκε φιλικά με τον Σοφοκλή. Ήταν σαράντα χρονών όταν διάβασε δημόσια ορισμένα μέρη της Ιστορίας του, και οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν.
Το έργο του Ηρόδοτου σκοπό είχε, όπως ο ίδιος έγραψε, «να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε να σβήσουν άδοξα έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους», εννοώντας τη σύγκρουση των λαών της Ασίας με τους Έλληνες που είχε κορυφωθεί με τα Περσικά. Αναζητώντας τις αιτίες της εχθρότητας ο ιστορικός ανατρέχει για λίγο σε μυθικά γεγονότα (π.χ. στην απαγωγή της Ελένης και τον Τρωικό πόλεμο), που όμως γρήγορα τα παραμερίζει για να πατήσει στο στέριο έδαφος της ιστορίας με τον Κροίσο, τον βασιλιά των Λυδών που είχε υποτάξει τις ελληνικές αποικίες της Μικρασίας.
Η Ιστορία, που οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι τη χώρισαν σε εννέα βιβλία, είναι διεξοδική, καθώς για κάθε λαό, όταν έρθει η στιγμή να σχετιστεί με τη ροή των γεγονότων, ο Ηρόδοτος ανατρέχει στην ιστορία του και περιγράφει με κάθε άνεση τη χώρα του, τα έθιμα, τη θρησκεία, την πολιτική του οργάνωση κλπ. Έτσι, μετά τους Λυδούς εισάγονται διαδοχικά οι Πέρσες και οι λαοί που κατακτήθηκαν από τους Πέρσες (οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σκύθες, οι Αιθίοπες κ.ά.). Τα καθαυτό Περσικά αρχίζουν στο πέμπτο βιβλίο με την Ιωνική επανάσταση και συνεχίζουν ως το τέλος με πολλές παρεκβάσεις για την ιστορία της Αθήνας, της Κορίνθου και της Σπάρτης. Τελευταίο γεγονός που αναφέρεται είναι η κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους το 478 π.Χ.
Πηγές του Ηρόδοτου για όλα αυτά, πέρα από την αυτοψία, ήταν ορισμένοι προγενέστεροί του λογογράφοι, όπως ο Εκαταίος, επιγραφές, δημόσια έγγραφα και μια συλλογή από χρησμούς. Πάνω απ᾽ όλα όμως, το υλικό της συγγραφής, τόσο οι εθνογραφικές και ιστορικές πληροφορίες όσο και οι ποικίλες διηγήσεις (νουβέλες, θαύματα, όνειρα, ανέκδοτα) που ο Ηρόδοτος χαιρόταν να παρεμβάλλει στην Ιστορία του, προέρχονταν από τα όσα άκουσε ρωτώντας τον ένα και τον άλλο - λόγια που δεν ήταν πάντα εύκολο ή δυνατό να επιβεβαιωθούν. Έτσι, το έργο περιέχει και ανεξακρίβωτες και αβάσιμες καμιά φορά πληροφορίες· όμως ο ιστορικός το ξέρει και μας προειδοποιεί: «είναι υποχρέωσή μου να λέγω όσα λέγονται, όχι όμως και όλα να τα πιστεύω· να τον θυμάστε αυτό τον λόγο μου σε ολόκληρο το έργο» (7.152) - και ακόμα πιο επιφυλακτική είναι η στάση του, όταν για το ίδιο θέμα άκουσε και καταγράφει δύο διαφορετικές γνώμες.
Θέτοντας στόχο του ο Ηρόδοτος να παρουσιάσει ανθρώπινες πράξεις, και οργανώνοντας, ας είναι και χαλαρά, το έργο του με οδηγό τη διαχρονική σύγκρουση των Ασιατών με τους Έλληνες, ο Ηρόδοτος αξίζει με το παραπάνω τον τίτλο του πρώτου ιστορικού· ας μη μας εμποδίσει όμως αυτό να προσέξουμε ότι ορισμένα στοιχεία της συγγραφής του δε θα είχαν σήμερα θέση σε καθαρά ιστορικό έργο. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι οι θεοί ορίζουν τις ανθρώπινες τύχες και ότι «τους αρέσει να περικόβουν ό,τι υπερέχει» (7.10), δηλαδή να τιμωρούν την ύβρη, π.χ. την ύβρη του Ξέρξη. Φανερή είναι σε αυτό η επίδραση του Αισχύλου, όπως φανερή είναι και η επίδραση του φίλου του Σοφοκλή, π.χ. όταν ο Ηρόδοτος δίνει μεγάλη βαρύτητα στους χρησμούς. Η τραγωδία φαίνεται να τον επηρέασε και γενικότερα, καθώς ορισμένα επεισόδια στο έργο του είναι χτισμένα έτσι ώστε εύκολα να μετασχηματίζονται σε δράμα.
Στην ιστορία συναντούμε συχνά παραθέματα σε ευθύ λόγο: δημηγορίες αλλά και διάλογους ιδιωτικούς, όπως οι γνωστοί του Σόλωνα με τον Κροίσο και του Ξέρξη με τον Δημάρατο. Το ύφος του είναι και στο σύνολό του ζωηρό και παραστατικό. Ο Ηρόδοτος είχε από τη φύση του, ίσως και από τη μικρασιατική καταγωγή του, το χάρισμα της αφήγησης, και δεν έχανε ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί. Έγραψε στην ιωνική διάλεκτο, με πολλές ομηρικές λέξεις και εκφράσεις, που δίνουν στο έργο του χρώμα ποιητικό.

Εξαιρετικά περιεκτικό το έργο του Ηρόδοτου άνοιξε δρόμους και βρήκε αμέσως συνεχιστές. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα μια σειρά από συγγραφείς συμπλήρωσαν και ανάπτυξαν με τις μονογραφίες τους σε βάθος τα πεδία που είχε προσχεδιάσει ο πατέρας της ιστορίας. Κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ελλάνικος από τη Λέσβο, που έγραψε γενεαλογικά και εθνολογικά έργα, καθώς και μια σειρά από τοπικές ιστορίες (Βοιωτικά, Αἰγυπτιακά, Κυπριακά, Λυδιακά κ.ά.), ανάμεσά τους και την πρώτη ιστορία της Αττικής, με τον τίτλο Ἀτθίς.  Ξεκινώντας από τους μυθικούς βασιλιάδες της Αθήνας, η διήγηση συνεχιζόταν χωρίς διακοπή ως τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι ώστε μύθος και ιστορία να δένουν σε αδιάσπαστη ενότητα.
Συμπληρώνοντας τον Ηρόδοτο, που δεν είχε διαπραγματευτεί συστηματικά τη Μεγάλη Ελλάδα, ο Αντίοχος από τις Συρακούσες έγραψε τα Σικελικά και το Περὶ Ἰταλίας, όπου φανερή ήταν πάλι η προσπάθεια η μυθολογική προϊστορία να συνδεθεί άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα.
Σημαντικός ιστορικός ήταν και ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, που με τη μονογραφία του Περὶ Θεμιστοκλέους, Θουκυδίδουκαὶ Περικλέους εγκαινίασε νέο ιστορικό είδος, τη βιογραφία. Ένα παρόμοιο, (αυτο)βιογραφικό σύγγραμμα με τον τίτλο Ἐπιδημίαι (= διαμονές στην Αθήνα), είχε γράψει και ο Ίων από τη Χίο για να διηγηθεί εντυπώσεις από τις συναναστροφές του με σημαντικά πρόσωπα, τον Αισχύλο, τον Κίμωνα, τον Σωκράτη κ.ά. Από τα αποσπάσματα που μας σώθηκαν συμπεραίνουμε ότι, όπως ο Ηρόδοτος, έτσι και ο Στησίμβροτος και ο Ίων αρέσκονταν δίπλα στα πραγματικά στοιχεία να συλλέγουν και να καταγράφουν χαρακτηριστικά λόγια, μικροεπεισόδια και ανέκδοτα.
Μαζί με τα έργα του Ξενοφώντα παραδίδεται ένα ιδιότυπο κείμενο, η ψευδοξενοφώντειος Ἀθηναίων πολιτεία, ένα σχετικά σύντομο, μαχητικό πολιτικό φυλλάδιο προορισμένο να κυκλοφορήσει ανώνυμα στους συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Ο γερο-ολιγαρχικός, όπως συμβατικά ονομάζουμε τον συγγραφέα του, κατηγορεί το δημοκρατικό πολίτευμα, όπου κατά τη γνώμη του «οι πονηροί περνούν καλύτερα από τους χρηστούς», επιμένει στα λάθη και στις αδυναμίες του, αλλά αναγνωρίζει και τα ισχυρά του σημεία.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ (περ. 460-399 π.Χ.)

Γεννήθηκε στον δήμο του Αλίμου από πλούσια οικογένεια που καταγόταν από τη Θράκη αλλά συγγένευε και με το αριστοκρατικό γένος του Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Δάσκαλοί του κατά την παράδοση ήταν ο Αναξαγόρας και ο Αντιφώντας· είναι όμως φανερό ότι μεγαλώνοντας στην Αθήνα την εποχή της ακμής ο Θουκυδίδης δέχτηκε διδάγματα και από τους τραγικούς και από τους σοφιστές της πρώτης γενιάς, τον Πρωταγόρα, τον Γοργία και τον Πρόδικο. Μόλις ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο Θουκυδίδης πρόβλεψε, όπως σημειώνει, το μέγεθος και τη σημασία του, αποφάσισε να τον καταγράψει και άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες και δεδομένα (1.1).
Το 424 π.Χ. οι Αθηναίοι τον έστειλαν στρατηγό να προστατέψει την παραλιακή ζώνη της Θράκης, και όταν οι Σπαρτιάτες με τον Βρασίδα πήραν την Αμφίπολη, ο Θουκυδίδης κατηγορήθηκε για προδοσία, καταδικάστηκε και έζησε είκοσι χρόνια στην εξορία, όπου, με δικά του λόγια: «βρέθηκα και από τα δύο μέρη, όχι λιγότερο από το μέρος των Πελοποννησίων, κι έτσι μπόρεσα να αντιληφθώ τα πράγματα κάπως καλύτερα, με ηρεμία» (5.26.5). Πίσω στην Αθήνα, μετά το τέλος του πολέμου, ο Θουκυδίδης συνέχισε να συγγράφει αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει. Το έργο του καλύπτει τα γεγονότα ως το 411 π.Χ. και σταματά, όπως μας παραδόθηκε, στη μέση μιας φράσης.
Στην παρουσίαση του πολέμου ο Θουκυδίδης ακολουθεί τη χρονική ακολουθία των γεγονότων, ορίζοντας με ακρίβεια τις χρονιές[133] και ξεχωρίζοντας τις θερινές επιχειρήσεις από τις χειμωνιάτικες διαπραγματεύσεις. Η μεθοδικότητα, η ολόπλευρη ενημέρωση και η αμεροληψία του είναι αξιοθαύμαστες.
Αν εξαιρέσουμε μια σύντομη αναδρομή στα περασμένα (1.22.1), ο Θουκυδίδης έχει αποκλειστικό θέμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όχι μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και τα αίτια που τα προκάλεσαν: «Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου», γράφει, «που όμως δε φαινόταν καθόλου στα λόγια, ήταν, πιστεύω, ότι οι Αθηναίοι, έτσι που δυνάμωναν και φόβιζαν τους Λακεδαιμονίους, τους υποχρέωσαν να πολεμήσουν» (1.23.6).
Σημαντική θέση στο έργο κατέχουν οι δημηγορίες. Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει εξαρχής ότι «οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά τη διάρκειά του ήταν δύσκολο να αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος όσο κι εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι᾽ αυτό και τις έγραψα έχοντας υπόψη τι ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας όσο το δυνατόν την γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν». Έτσι, ο ιστορικός είχε την ευκαιρία, μέσα από τα λόγια των πρεσβευτών που εκπροσωπούσαν την πόλη τους στις διπλωματικές συναντήσεις, των στρατηγών που εμψύχωναν τους πολεμιστές πριν από τις μάχες και των πολιτικών που υποστήριζαν τις προτάσεις τους στην εκκλησία του δήμου, να συνοψίσει τις θέσεις, τις προθέσεις και τις εκτιμήσεις των διαφόρων παρατάξεων στη δεδομένη στιγμή και να εκθέσει τα επιχειρήματά τους. Όπως είναι φυσικό, οι δημηγορίες συντάσσονται συχνά σε αντιλογικά ζεύγη: οι πρεσβευτές της Κορίνθου απαντούν στους πρεσβευτές της Κέρκυρας, ο Αλκιβιάδης αντικρούει τα λεγόμενα του Νικία κλπ. Διατυπώνοντας, με σοφιστική άνεση, τις απόψεις και των δύο πλευρών, ο Θουκυδίδης εκθέτει με ενάργεια τις αντιθέσεις των ιδεών, των εκτιμήσεων και των συμφερόντων που κρύβονταν πίσω από τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Στις δημηγορίες ανήκει και ένα από τα πιο γνωστά αρχαιοελληνικά κείμενα, ο Επιτάφιος του Περικλή, δηλαδή ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου το 431 π.Χ. στον Κεραμεικό. Ως ποιο σημείο ο ιστορικός έμεινε πιστός στα λόγια και το πνεύμα του Περικλή και ως ποιο σημείο νεωτέρισε δε θα το μάθουμε ποτέ. Βέβαιο είναι μόνο ότι ο Επιτάφιος αποτελεί ύμνο στην Αθήνα της εποχής της ακμής, τότε που με μόνιμο αιρετό κυβερνήτη τον Περικλή η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της.
Η ίδια αυτή δύναμη οδήγησε το 416 π.Χ. τους Αθηναίους να πολιορκήσουν και να καταστρέψουν ένα ουδέτερο νησί, τη Μήλο - και ο Θουκυδίδης δεν παράλειψε σε ένα ιδιότυπο κεφάλαιο, στον Διάλογο των Μηλίων, να εκθέσει με το στόμα των Αθηναίων πρέσβεων την ιδεολογία του ισχυρού που, υποχρεωμένος να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του, παραμερίζει κάθε ηθική και επιβάλλει με τη βία τη θέλησή του, και με το στόμα των εκπροσώπων του νησιού την απελπισμένη προσπάθεια των αδύναμων να υπερασπιστούν με επιχειρήματα την ανεξαρτησία τους.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο στην παλαιότερη μορφή της, με κάποιους χαρακτηριστικούς αρχαϊσμούς και σπάνιες λέξεις. Το ύφος, καθρέφτης της νοοτροπίας του, είναι πεζό και απέριττο, αλλά βέβαια στις δημηγορίες δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ρητορικά σχήματα. Κύριο χαρακτηριστικό του η πύκνωση του λόγου, η προσπάθεια με λίγες λέξεις να αποδοθούν όσο το δυνατό περισσότερα νοήματα. Η ίδια τάση τον οδήγησε να κατασκευάζει μεγάλες περιόδους, με πολλές δευτερεύουσες προτάσεις.
Με το πάθος του για την αλήθεια, με την αυστηρή μέθοδο, με τη γλαφυρή αποκάλυψη των αντιθέσεων και τη βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, ο Θουκυδίδης άφησε πίσω του ένα έργο που να μείνει, όπως το θέλησε, κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα». «Θα είμαι ικανοποιημένος», έγραψε, «αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια».
Από τους λογογράφους, που απλά και μόνο κατάγραφαν τα γεωγραφικά, εθνογραφικά και γενεαλογικά δεδομένα, στον Ηρόδοτο, που θέλησε να απαθανατίσει ανθρώπινα «έργα μεγάλα και θαυμαστά» - και πάλι, από τον Ηρόδοτο, με την πίστη του στο υπερφυσικό και την αγάπη του για φανταστικές ιστορίες, ανέκδοτα κ.τ.ό., στον ορθολογιστή Θουκυδίδη, που αποκλείει από το έργο του κάθε τι τὸ μυθῶδες (1.22.4), η ιστοριογραφία προχώρησε με μεγάλα βήματα και είναι ενδιαφέρον να ιδούμε πώς κάθε συγγραφέας έκρινε τους προδρόμους του:
(α) Αρχή αρχή στο γενεαλογικό του έργο ο Εκαταίος απορρίπτει τους προγενέστερούς του ποιητές, σαν τον Ησίοδο π.χ., που είχαν ασχοληθεί με το ίδιο αντικείμενο: «Έτσι μιλά ο Εκαταίος από τη Μίλητο: τα γράφω αυτά όπως πιστεύω ότι είναι αληθινά· γιατί έχω την εντύπωση πως όσα λένε οι Έλληνες είναι και πολλά και για γέλια» (απόσπ. 1).
(β) Με τη σειρά του ο Ηρόδοτος, συζητώντας το σχήμα της γης, τα βάζει με τους παλαιότερους λογογράφους, έχοντας πρώτο στον νου του τον Εκαταίο, που το έργο του Περιήγησις περιείχε και έναν παγκόσμιο χάρτη (σ. 79): «Γελώ βλέποντας χάρτες της γης να έχουν σχεδιάσει πολλοί, και κανείς να μην έχει δώσει μυαλωμένες εξηγήσεις. Ζωγραφίζουν τον Ωκεανό να κυλά γύρω από τη γη, στρογγυλή σαν από τόρνο, και κάνουν την Ευρώπη ίση με την Ασία. Εγώ με λίγα λόγια θα φανερώσω το μέγεθος της καθεμιάς και πώς είναι σωστό να σχεδιάζεται» (4.36).
(γ) Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο, ακόμα και όταν αναιρεί τα λεγόμενά του· μιλά όμως για τους ποιητές, που «ύμνησαν τα γεγονότα υπερβάλλοντας και στολίζοντάς τα», και για τους λογογράφους, που έγραψαν «περισσότερο για να τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια» - και στη συνέχεια τονίζει, θετικά και αρνητικά, με πόση προσοχή συγκέντρωνε ο ίδιος το υλικό του: «Για τα γεγονότα του πολέμου δε θέλησα να αρκεστώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη και μόνο, αλλά έκανα προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανάφεραν άλλοι» (1.22.2, μετάφρ. Α. Βλάχου).

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ (περ. 430-354 π.Χ.)

Αθηναίος από πλούσια οικογένεια, οπαδός του Σωκράτη, άνθρωπος της δράσης, με πολλές ικανότητες και ενδιαφέροντα. Το 401 π.Χ. εγκατάλειψε την Αθήνα για να πάρει μέρος ως μισθοφόρος στην εκστρατεία του Κύρου, που διεκδικούσε τον θρόνο της Περσίας από τον αδελφό του. Ο Κύρος σκοτώθηκε στα Κούναξα, κοντά στη Βαβυλώνα, ο στρατός του διαλύθηκε και οι στρατηγοί δολοφονήθηκαν. Δεκατρείς χιλιάδες έλληνες μισθοφόροι εκλέξαν τότε τρεις αρχηγούς, ανάμεσά τους τον Ξενοφώντα, και με χίλια βάσανα κατάφεραν να φτάσουν μέσα από εχθρικό έδαφος ως την Τραπεζούντα, όπου βλέποντας από μακριά τον Πόντο φώναξαν ολόχαροι το γνωστό θάλαττα, θάλαττα (Κύρου ανάβαση 4.7.24).
Μετά από αυτήν την περιπέτεια ο Ξενοφών υπηρέτησε, μισθοφόρος πάλι, στον στρατό των Σπαρτιατών που πολεμούσαν τους Πέρσες στον Ελλήσποντο και συνδέθηκε φιλικά με τον βασιλιά της Σπάρτης, τον Αγησίλαο. Μετά τη μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.), εξορισμένος από την Αθήνα για τη φιλολακωνική του στάση, ο Ξενοφών έζησε είκοσι χρόνια στον Σκιλλούντα της Τριφυλίας, στο κτήμα που του είχαν παραχωρήσει οι Σπαρτιάτες, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, όπου και έμεινε ως τον θάνατό του, αν και στο μεταξύ οι Αθηναίοι τον είχαν αμνηστεύσει.
Ιστορικά του έργα ήταν (α) η Κύρου ἀνάβασις, που αφηγείται την εκστρατεία του Κύρου και την επιστροφή των ελλήνων μισθοφόρων: ο Ξενοφών καταγράφει μέρα με τη μέρα, αναλυτικά και με ζωντάνια τα γεγονότα, περιγράφει λαούς και τοποθεσίες, χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και αιτιολογεί τις ενέργειές τους - φυσικά και τις δικές του, κάπως αυτάρεσκα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, καθώς η αφήγηση γίνεται με το ψευδώνυμο Θεμιστογένης· (β) τα Ἑλληνικά: ο Ξενοφών θέλησε να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, ακολούθησε όσο μπόρεσε τη μέθοδό του και κάλυψε τα γεγονότα ως και τη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.), όπου είχε σκοτωθεί πολεμώντας με τους Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών ένας από τους γιους του, ο Γρύλλος. Συγγενικό με την ιστορία έργο είναι και (γ) ο Ἀγησίλαος, ένα ρητορικό εγκώμιο του φίλου και ευεργέτη του σπαρτιάτη βασιλιά.
Στα πολιτικά έργα του Ξενοφώντα ανήκουν (α) η Λακεδαιμονίων πολιτεία, μια εγκωμιαστική έκθεση της ιστορίας και της μορφής του πολιτεύματος της Σπάρτης, (β) οι Πόροι, όπου ο Ξενοφών συζητά τα δημόσια οικονομικά της Αθήνας και προτείνει τρόπους για τη βελτίωσή τους, και (γ) ο Ἱέρων, ένας φανταστικός διάλογος ανάμεσα στον γνωστό τύραννο των Συρακουσών, που παρουσιάζει τη σκοτεινή πλευρά του τυραννικού βίου, και του ποιητή Σιμωνίδη, που σε απάντηση προβάλλει τις δυνατότητες που έχει ο σωστός μονάρχης να ωφελήσει και να ωφεληθεί. Πολιτικό έργο, με την ευρύτερη έννοια, είναι και (δ) η Κύρου παιδεία, όπου σε ιστορικό πλαίσιο, αλλά με μυθιστορηματικό τρόπο, ο Ξενοφών περιγράφει πώς ανατράφηκε ο πιο ενάρετος και πετυχημένος πέρσης βασιλιάς, ο Κύρος ο πρεσβύτερος (590-529 π.Χ.). Η εκπαίδευσή του, όπως την παρουσιάζει εξιδανικευμένη, συνδυάζει στοιχεία από τη σπαρτιατική αγωγή με την ηθική διδασκαλία του Σωκράτη.
Καθαρά σωκρατικά έργα είναι (α) τα Ἀπομνημονεύματα, όπου ο Ξενοφών συγκεντρώνει στιγμιότυπα από τις συζητήσεις, τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά του δασκάλου του με στόχο να αποκρούσει τις κατηγορίες που είχαν οδηγήσει στην καταδίκη του, (β) το Συμπόσιον, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να συζητά, σε χαλαρή ατμόσφαιρα, για τον πλούτο, για την ομορφιά, για τον έρωτα και άλλα πολλά, και (γ) η Ἀπολογία Σωκράτους, μια έκθεση της δίκης του Σωκράτη διαφορετική από την αντίστοιχη περιγραφή του Πλάτωνα.
Ο Σωκράτης συμμετέχει και στο σημαντικότερο από τα τεχνικά έργα του Ξενοφώντα, στον Οἰκονομικό: ένας μεγαλοκτηματίας, ο Ισχόμαχος, που πίσω του κρύβεται ο ίδιος ο συγγραφέας, εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια πώς διαχειρίζεται το κτήμα, πώς κυβερνά τους ανθρώπους του και τι οδηγίες έδωσε στη νεαρή σύζυγό του για τη φροντίδα του νοικοκυριού. Μικρότερα τεχνικά έργα είναι ο Περὶ ἱππικῆς, με υποδείξεις για τη σωστή ανατροφή των αλόγων, ο Ἱππαρχικός, για το τι οφείλει να φροντίζει ο διοικητής του ιππικού στην ειρήνη και στον πόλεμο, και ο Κυνηγετικός, με συμβουλές για το κυνήγι, που ο Ξενοφών το θεωρεί εὕρημα θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος.
Σίγουρα ο Ξενοφών δε διαθέτει ως ιστορικός την αντικειμενικότητα και τη διεισδυτική ικανότητα του Θουκυδίδη· οι παρατηρήσεις του είναι επιφανειακές και οι απόψεις του ρηχές, ακόμα και στο θέμα της ορθής ηγεσίας, που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τον απασχόλησε σε πολλά έργα. Ωστόσο, ως συγγραφέας ο Ξενοφών ξέρει να περιγράφει παραστατικά, να αφηγείται με χάρη, να ζωντανεύει γεγονότα και χαρακτήρες - όλα σε απλή αττική γλώσσα και ύφος λιτό, ανεπιτήδευτο. Δίκαια οι μεταγενέστεροι τον αγάπησαν, και δικαιολογημένα οι δάσκαλοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν συχνά τα έργα του για να διδάξουν αρχαία ελληνικά.

Η φιλοσοφία τον 4ο π.Χ. αιώνα

Η καταδίκη και ο θάνατος του Σωκράτη αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης. Με μια σειρά από συγγράμματα οι οπαδοί του προσπάθησαν να τον υπερασπιστούν, να αποκρούσουν τις όποιες κατηγορίες και να εξάρουν την αρετή του δασκάλου τους. Ακόμα, οι σωκρατικοί, όσοι εξακολούθησαν να φιλοσοφούν, μοιράστηκαν τις ιδέες του Σωκράτη, ή καλύτερα διάλεξαν καθένας να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από τους πολλούς που είχε ανοίξει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περισσότερες από μία σωκρατικές φιλοσοφικές σχολές.
Απολογητής του Σωκράτη στάθηκε, όπως είδαμε, ο Ξενοφών, που στα σωκρατικά του έργα  δεν περιορίστηκε στο να μιλά για τον δάσκαλό του σε τρίτο πρόσωπο, αλλά παρουσίασε και τον ίδιο τον Σωκράτη να απολογείται στο δικαστήριο ή να συζητά με τον ένα και με τον άλλο, αποδίδοντάς του λόγια που μπορεί να μην ήταν αυτούσια δικά του αλλά οπωσδήποτε αντιπροσώπευαν τις ιδέες του και τους διαλεκτικούς του τρόπους. Παρόμοια υπερασπίστηκαν τον δάσκαλό τους και άλλοι σωκρατικοί, που όμως τα έργα τους, αν εξαιρέσουμε αυτά του Πλάτωνα, είναι όλα χαμένα.

ΠΛΑΤΩΝ (427-347 π.Χ.)

Γεννήθηκε στην Αθήνα από ισχυρή οικογένεια που συγγένευε με παλιά αριστοκρατικά γένη. Από τους δασκάλους του γνωστός είναι ο Κρατύλος, που υποστήριζε τις απόψεις του Ηράκλειτου. Οι πρώτες του προσπάθειες να ασχοληθεί με την ποίηση ματαιώθηκαν όταν γνώρισε τον Σωκράτη  και έγινε φανατικός οπαδός του. Βίωσε από κοντά την καταστροφή του 404 π.Χ., τη φαύλη διακυβέρνηση των Τριάκοντα, που μερικοί ήταν συγγενείς του, και τους αγώνες για την παλινόρθωση της δημοκρατίας· όμως το βίωμα που σφράγισε τη ζωή του και τον έσπρωξε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία ήταν η δίκη, η άδικη καταδίκη και η θανατική εκτέλεση του Σωκράτη (399 π.Χ.).
Η δεκαετία που ακολούθησε αποτέλεσε την πρώτη περίοδο της συγγραφικής δράσης του Πλάτωνα, όπου ανήκουν η Ἀπολογία Σωκράτους και οι κατεξοχήν σωκρατικοί διάλογοι: Λάχης, Χαρμίδης, Λύσις, Εὐθύφρων, Πρωταγόρας, Ἱππίας ἐλάσσων, Ἱππίας μείζων, Ἴων, Κρίτων, Γοργίας. Πρόκειται για σχετικά σύντομους και ζωηρούς διάλογους που έχουν πάρει το όνομά τους από τον κύριο κάθε φορά συνομιλητή του Σωκράτη. Γνήσια σωκρατικά είναι τα θέματα των συζητήσεων για το τι είναι ανδρεία, σωφροσύνη, φιλία, ευσέβεια, για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή, και άλλα παρόμοια. Χαρακτηριστικό και ότι στους περισσότερους διάλογους ο Σωκράτης περιορίζεται στο να θέτει προβλήματα και να αποδείχνει τη μια μετά την άλλη σφαλερές τις λύσεις που προτείνονται - ακόμα και από τον ίδιο!
Από το 390 ως το 388 π.Χ. ο Πλάτων ταξίδεψε πρώτα στην Κάτω Ιταλία, όπου γνωρίστηκε με τον Αρχύτα και μελέτησε τον πυθαγορισμό, ύστερα και στη Σικελία, όπου για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στην αυλή του Διονυσίου Α', τυράννου των Συρακουσών. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Δίωνα, γαμπρό του Διονυσίου, που είχε τις ίδιες με αυτόν πολιτικές ανησυχίες και ελπίδες. Η φιλία τους ανησύχησε τον Διονύσιο, που υποπτεύτηκε συνωμοσία, ο Πλάτων υποχρεώθηκε να φύγει όπως όπως και να επιστρέψει, όχι χωρίς περιπέτειες, στην Αθήνα, όπου λίγα χρόνια αργότερα, το 385 π.Χ., ίδρυσε την Ακαδημία.
Τυπικά η Ακαδημία ήταν λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα και των Μουσών· ουσιαστικά αποτελούσε κοινόβιο, με αυστηρούς κανόνες διαβίωσης και με στόχο την καλλιέργεια της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων έμεινε επικεφαλής της Ακαδημίας, συγγράφοντας και διδάσκοντας, ως το τέλος της ζωής του, με δύο διακοπές, όταν ξαναταξίδεψε στη Σικελία.
Στη μέση συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα, ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο ταξίδι, ανήκουν τα πιο γνωστά του έργα, ο Μένων, ο Κρατύλος, ο Εὐθύδημος, ο Μενέξενος, ο Φαίδων, ο Φαῖδρος, ο Παρμενίδης, ο Θεαίτητος, το Συμπόσιον και η Πολιτεία, μεγάλοι διάλογοι που πραγματεύονται θεμελιακά θέματα όπως η αθανασία της ψυχής, η αληθινή αρετή, ο έρωτας, η φύση των λέξεων, η λειτουργία των αριθμών και άλλα παρόμοια. Ο Σωκράτης εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί, αλλά πια δεν περιορίζεται στο να απορρίπτει τις απόψεις των συνομιλητών του αφήνοντάς τους σε απορία, αλλά χαράζει κατευθύνσεις και οδηγεί τη συζήτηση αν όχι σε οριστικά, τουλάχιστο σε θετικά αποτελέσματα. Έτσι, στην Πολιτεία οι συνομιλητές, για να γνωρίσουν την πραγματική δικαιοσύνη, αναπλάθουν, με την καθοδήγησή του, τη γένεση και την εξέλιξη μιας ιδανικής πολιτείας όπου θεμελιακή θέση κατέχει η εκπαίδευση. Δικαιολογημένα γεννιέται η υποψία ότι σε αυτούς τους μέσους διάλογους ο Πλάτων αποδίδει στον Σωκράτη και δικές του νεότερες σκέψεις και συμπεράσματα.
Το 367 π.Χ. ο Πλάτων, προσκαλεσμένος από τον Δίωνα, ταξίδεψε πάλι στη Σικελία. Ο Διονύσιος Α' είχε πεθάνει, ο Διονύσιος Β' ήταν νέος, καλόγνωμος, και οι δυο φίλοι είχαν την ελπίδα να συνεργαστούν μαζί του για τη δημιουργία της ιδανικής πολιτείας όπου «είτε κυβερνούν οι φιλόσοφοι, είτε οι κυβερνήτες φιλοσοφούν» (7η Επιστολή 326b). Ωστόσο, η φιλοσοφική θεωρία δύσκολα εφαρμόζεται στην πολιτική πράξη: το εγχείρημα σκόνταψε στις μηχανορραφίες των αυλικών και απότυχε, όπως αποτυχημένο ήταν και το τρίτο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες (361-360 π.Χ.), όταν ο Διονύσιος επέμενε να τον κρατήσει και χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Αρχύτας για να μπορέσει ο φιλόσοφος να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η ύστερη συγγραφική περίοδος περιλαμβάνει τους διάλογους Σοφιστής και Πολιτικός, που γράφτηκαν ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ταξίδι, τον Φίληβο, τον Τίμαιο και τον Κριτία, που γράφτηκαν μετά την οριστική επιστροφή στην Αθήνα, και τους Νόμους, που ο Πλάτων δεν πρόλαβε να τους ολοκληρώσει, αλλά ο γραμματέας του τους συμπλήρωσε από τις σημειώσεις του και τους δημοσίευσε μετά τον θάνατό του. Ιδιαίτερα διεξοδικά, τα τελευταία αυτά έργα πραγματεύονται δύσβατα κοσμολογικά, οντολογικά, πολιτειακά και άλλα πολύπλοκα φιλοσοφικά θέματα. Η διαλογική μορφή διατηρείται, αλλά έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος από τη φυσικότητα και τη ζωηρότητά της. Αντίστοιχα υποβαθμισμένη είναι και η συμμετοχή του Σωκράτη, που σε μία περίπτωση, στους Νόμους, απουσιάζει τελείως. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν άλλα πρόσωπα, πραγματικά (όπως ο Κριτίας), φανταστικά (όπως ο Τίμαιος), ή και ανώνυμα (όπως ο ελεάτης ξένος στον Σοφιστή και ο αθηναίος ξένος στους Νόμους), πρόσωπα που εκθέτουν ολοκληρωμένες θεωρίες με κάθε άνεση και σε συνεχή λόγο, όπως στις διατριβές. Είναι φανερό ότι προς το τέλος της ζωής του ο Πλάτων είχε πολύ απομακρυνθεί από τον δάσκαλό του.
Η εξέλιξη που παρακολουθήσαμε ας μη μας εμποδίσει να εκτιμήσουμε τον πλατωνικό διάλογο, που την ώρα της ακμής του αποτέλεσε ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαιοελληνικού έντεχνου λόγου. Έχουν προηγηθεί τα δράματα του Επιχάρμου, οι μίμοι του Σώφρονα, οι αγώνες του αττικού θεάτρου - και ακόμα, η καλλιέργεια του προφορικού λόγου από τους σοφιστές, οι ρητορικές αντιλογίες και η σωκρατική διαλεκτική, όπως την είχε γνωρίσει ο Πλάτων από κοντά. Όλα αυτά ζυμώνονται στους διάλογους, όπου τα θεατρικά στοιχεία από τη μια τονίζονται (π.χ. με την ειδυλλιακή «σκηνογραφία» στον Φαίδρο, ή με την καλομελετημένη «σκηνοθεσία» στο Συμπόσιο), από την άλλη συγκαλύπτονται, καθώς οι συζητήσεις δεν παρουσιάζονται άμεσα αλλά έμμεσα από κάποιον που τάχα τις παρακολούθησε και τάχα τις διηγείται αργότερα σε τρίτους.
Η λογοτεχνική φλέβα του Πλάτωνα φανερώνεται και στη ζωντανή, εύκαμπτη, λαμπερή, ποιητική σχεδόν γλώσσα, και στη συχνή χρήση των μύθων - όχι των γνωστών της παράδοσης αλλά νέων, που τους επινόησε ο ίδιος. Οι πλατωνικοί μύθοι, ανάμεσά τους η δημιουργία του ανθρώπου από τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα στον Πρωταγόρα και η ιστορία της Ατλαντίδας στον Κριτία, εικονοποιούν τη θεωρητική σκέψη, αντικαθιστούν επίπονους αποδεικτικούς συλλογισμούς, υπερβαίνουν λογικά αδιέξοδα και πάνω απ᾽ όλα κάνουν την ανάγνωση πιο ελκυστική και τα νοήματα πιο εύληπτα στους αναγνώστες· γιατί μην ξεχνούμε ότι οι διάλογοι απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό.
Με τους εταίρους της Ακαδημίας ο Πλάτων επικοινωνούσε προφορικά, με συζητήσεις και διαλέξεις. Το περιεχόμενο αυτής της εσωτερικής διδασκαλίας, όπως την ονομάζουμε, μας είναι (παρ᾽ όλες τις προσπάθειες των ερευνητών που επιχειρούν να το ανασυνθέσουν μέσα από τα δημοσιευμένα έργα και κάποιες άλλες όχι ξεκάθαρες πληροφορίες) ουσιαστικά άγνωστο.
Με το όνομα του Πλάτωνα σώζονται αρκετοί ακόμα διάλογοι που δεν είναι δικοί του αλλά ανήκουν στο κλίμα της Ακαδημίας, και δεκατρείς επιστολές, οι περισσότερες ψευδεπίγραφες. Από τις τρεις που κρίνονται γνήσιες, ιδιαίτερα σημαντική είναι η έβδομη επιστολή, προς τους οπαδούς του Δίωνα στις Συρακούσες, όπου σε αυτήν ο φιλόσοφος αποκαλύπτει πλήθος βιογραφικά του στοιχεία.
Πεθαίνοντας ο Πλάτωνας εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της Ακαδημίας στον ανεψιό του τον Σπεύσιππο (περ. 407-339 π.Χ.), που προσπάθησε, όχι πάντα με επιτυχία, να συστηματοποιήσει και να προχωρήσει την πλατωνική σκέψη. Τα έργα του μας είναι γνωστά μόνο από πληροφορίες και αποσπάσματα· φαίνεται όμως να είναι γνήσια δική του μια επιστολή με πολιτικό περιεχόμενο, που έχει σωθεί και απευθύνεται στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.
Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου οι εταίροι της Ακαδημίας εκλέξαν διάδοχό του στην ηγεσία της Ακαδημίας τον Ξενοκράτη από τη Χαλκηδόνα (396-312; π.Χ.) «θαυμάζοντας τη σωφροσύνη του». Οι πολλές και ποικίλες διατριβές του έμειναν αδημοσίευτες στην Ακαδημία ως το 86 π.Χ., οπότε ολόκληρη η σχολή με τη βιβλιοθήκη της καταστράφηκε από τους λεγεωνάριους του Σύλλα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (384-322 π.Χ.)

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και μεγάλωσε στην Πέλλα, όπου ο πατέρας του ήταν γιατρός του Αμύντα Α' της Μακεδονίας. Δεκαεπτά χρονών ήρθε στην Αθήνα και εντάχτηκε στην Ακαδημία, όπου και έμεινε ως τον θάνατο του Πλάτωνα - είκοσι ολόκληρα χρόνια. Απογοητευμένος γιατί ο Πλάτων δεν τον όρισε διάδοχό του, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ιδρύσει δική του σχολή (παράρτημα της Ακαδημίας), και το έκανε, πρώτα στην Άσσο της Τρωάδας, όπου συνδέθηκε με τον τύραννο Ερμία και παντρεύτηκε την ανεψιά του, ύστερα και στη Μυτιλήνη, ώσπου το 342 π.Χ. προσκλήθηκε στη Μακεδονία να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Μεγαλέξανδρου, που ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών. Σίγουρα ο Αλέξανδρος διδάχτηκε πολλά στα τρία χρόνια της μαθητείας του· όμως στα πολιτικά θέματα ο μαθητής δεν υιοθέτησε τις απόψεις του δασκάλου, και στη συνέχεια οι σχέσεις τους δεν ήταν τόσο αρμονικές όσο λέγεται συνήθως.
Πίσω στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης ίδρυσε το 335 π.Χ. ανεξάρτητο διδακτήριο, το Λύκειον, στην ομώνυμη περιοχή κοντά στον Λυκαβηττό, όπου λατρευόταν ο Ἀπόλλων λύκειος (= λυκοκτόνος;). Η σχολή, που ονομάστηκε και περιπατητική γιατί ορισμένα μαθήματα γινόταν περπατώντας σε σκιερές στοές, είχε μεγάλη επιτυχία. Πλήθος σπουδαστές και επιστήμονες συνεργάζονταν για να συγκεντρωθεί ο όγκος των πληροφοριών που προϋποθέτουν τα έργα του Αριστοτέλη και των άλλων Περιπατητικών. Ο Αριστοτέλης έμεινε επικεφαλής του Λυκείου για δώδεκα όλα κι όλα χρόνια, ως το 323 π.Χ., οπότε το αντιμακεδονικό κλίμα που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο.
Το έργο που άφησε πίσω του ήταν τεράστιο, και καλύπτει πολλά και διαφορετικά γνωστικά πεδία:
(α) Λογικά: πέντε διατριβές (Κατηγορίαι, Περὶ ἑρμηνείας, Τοπικά, Ἀναλυτικὰ πρότερα, Ἀναλυτικὰ ὕστερα), που οι νεότεροι τις ονόμασαν όλες μαζί Ὄργανον, δηλαδή «εργαλείο» για τη λογική σκέψη.
(β) Φιλολογικά: Ρητορική, Ποιητική.
(γ) Φυσικά: Φυσικά, Περὶ οὐρανοῦ, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, Μετεωρολογικά.
(δ) Φυσιογνωστικά: Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, Περὶ ζῴων γενέσεως, Περὶ ζῴων πορείας, Περὶ ζῴων μορίων, Περὶ ζῴων κινήσεως.
(ε) Ανθρωπολογικά: Περὶ ψυχῆς, Περὶ μακροβιότητος καὶ βραχυβιότητος, Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, Περὶ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, Περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, Περὶ ἐνυπνίων, Περί τῆς καθ᾽ ὕπνον μαντικῆς, Περὶ νεότητος καὶ γήρως καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Περὶ ἀναπνοῆς.
(Ϛ) Ηθικά: Ἠθικὰ Εὐδήμεια, Ἠθικὰ Νικομάχεια.[154]
(ζ) Πολιτικά: Πολιτικά, Ἀθηναίων πολιτεία (η μόνη που σώθηκε από το Πολιτεῖαι πόλεων, όπου περιγράφονταν ένα ένα ξεχωριστά τα πολιτεύματα διαφόρων πόλεων).
(η) Πρωταρχικά οντολογικά και θεολογικά θέματα καλύπτουν τα Μετὰ τὰ Φυσικά, έργο που ονομάστηκε έτσι μόνο και μόνο γιατί η θέση του στις αρχαίες εκδόσεις των αριστοτελικών έργων ήταν «μετά τα Φυσικά».
Τα παραπάνω έργα, γραμμένα σε αττικό πεζό λόγο, έχουν σωθεί. Είναι όλα εσωτερικά ή ακουσματικά, όπως ονομάζονται, έργα που δεν προορίζονταν να εκδοθούν αλλά για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υλικό μέσα στο Λύκειο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για υπομνήματα που ο Αριστοτέλης τα χρησιμοποιούσε ως βάση των μαθημάτων του, κεφάλαια της διδασκαλίας του που τα τροποποιούσε, όταν ήθελε, προσθέτοντας, αφαιρώντας ή μεταθέτοντας ενότητες, παρεμβάλλοντας σημειώσεις κλπ.
Έτσι, τα εσωτερικά έργα δεν είναι τελειωμένες πραγματείες· δεν αντιπροσωπεύουν ένα ολοκληρωμένο άκαμπτο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά καθρεφτίζουν μια ρευστή και εξελισσόμενη φιλοσοφική σκέψη. Μελετώντας τα δε μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την αυστηρή μέθοδο του Αριστοτέλη, που για να πραγματευτεί ένα θέμα ξεκινούσε από τις λέξεις και τους ορισμούς, συνέχιζε εκθέτοντας και ανασκευάζοντας τις θεωρίες των προγενέστερών του φιλοσόφων, και στη συνέχεια, βήμα βήμα, με αυστηρή λογική πορεία (στέριες εμπειρικές παρατηρήσεις, ισχυρά επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς), προχωρούσε στις δικές του διαπιστώσεις και συμπεράσματα.
Αντίστοιχα είναι και το ύφος αυστηρό και απέριττο: η λογική σκέψη, όταν καταγράφεται, όχι μόνο δε χρειάζεται αλλά και δεν επιτρέπει πλατειασμούς, ρητορικά σχήματα, εικόνες και γλωσσικά στολίδια, που θα έδιναν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να επηρεάσει την ορθή και αντικειμενική κρίση του αναγνώστη. Αν προσθέσουμε ότι τα θέματα που απασχολούσαν τον φιλόσοφο ήταν από τη φύση τους δύσκολα, και ότι τα υπομνήματα της διδασκαλίας δε γινόταν παρά να είναι σύντομα, καταλαβαίνουμε πώς συμβαίνει η ανάγνωση των εσωτερικών αριστοτελικών έργων να είναι κοπιαστική και η κατανόησή τους να απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Μην ξεχνούμε όμως ότι πρόκειται για κείμενα που προορίζονταν να αξιοποιηθούν από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα μαθήματά του, όπου είχε κάθε άνεση να αναπτύξει και να εδραιώσει τις θέσεις του προφορικά.
Διαφορετική μορφή και προορισμό είχαν τα εξωτερικά, όπως ονομάζονται, έργα του Αριστοτέλη, απ᾽ όπου δε μας σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Πρόκειται για διάλογους (Περὶ φιλοσοφίας, Περὶ ψυχῆς, Περὶ δικαιοσύνης, Περὶ ποιητῶν κ.ά.) που απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό, και που οι περισσότεροι είχαν γραφτεί και εκδοθεί όταν ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα εταίρος της Ακαδημίας.
Οι φιλοσοφικές θεωρίες δε γίνεται να εκτεθούν με λίγα λόγια. Σημειώνουμε μόνο ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που είχε την τάση να υποτιμά τον αισθητό κόσμο δίνοντας το προβάδισμα στις αφηρημένες ιδέες, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως αφετηρία του, μελετά και ερμηνεύει τον πραγματικό κόσμο εμπειρικά, όπως τον αποκαλύπτουν οι αισθήσεις. Αυτό εξηγεί και την επίδοσή του σε επιστημονικά πεδία όπως η μετεωρολογία και η ζωολογία, που το αντικείμενό τους είναι απόλυτα συγκεκριμένο.
Το σώμα των αριστοτελικών έργων περιέχει και πολλά μικρά ή μεγάλα έργα ψευδεπίγραφα, που παραδίδονται με το όνομα του δασκάλου αλλά ανήκουν στους μαθητές και στους διαδόχους του της περιπατητικής σχολής.

Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή (323-31 π.Χ.)

Ιστορικές συνθήκες

Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό. Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις. Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα - όλα ελληνικά. Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες στους Πέρσες.
Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς - λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομά της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή - όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.
Μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του μοιράστηκαν, όχι χωρίς αμφισβητήσεις και πολέμους, στους Διαδόχους. Από τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν ξεχώρισαν με την ακμή τους το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, το βασίλειο των Ατταλιδών στη Μικρασία, με πρωτεύουσα την Πέργαμο, και το βασίλειο των Πτολεμαίων στη βόρεια Αφρική, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Σημαντικό κέντρο στάθηκε για ένα διάστημα και η μακεδονική Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αντιγονιδών.
Αυτός ο «καινούργιος κόσμος» ήταν πραγματικά «μέγας»: απέραντες οι επικράτειες, πελώριες οι αποστάσεις, αμέτρητα τα πλήθη των λαών, πολυάνθρωπες οι πολιτείες, τεράστια η κλίμακα των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Τα ελληνικά προϊόντα είχαν ζήτηση στην Ανατολή, όπως και πολλά ανατολικά προϊόντα είχαν ζήτηση στις ελληνικές περιοχές. Έτσι, οι βιοτεχνίες πολλαπλασίασαν την παραγωγή τους, οι μεταφορές, ιδιαίτερα οι θαλασσινές, αναπτύχτηκαν και οι εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για κέρδη αμύθητα.
Αποφασιστικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής ήταν η ανάδειξη και η ραγδαία προέλαση των Ρωμαίων, που υπόταξαν τη μια μετά την άλλη πρώτα τις ελληνικές, ύστερα και τις ελληνοκρατούμενες χώρες: η υποταγή των ελληνικών περιοχών της Κάτω Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 270 π.Χ., της Σικελίας το 210 π.Χ., της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 148 π.Χ. και της υπόλοιπης Ελλάδας το 146 π.Χ. Το 133 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου κληροδότησε το μικρασιατικό βασίλειο του στους Ρωμαίους· το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάκτησαν τη Συρία και το 31 π.Χ., μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος κατάλυσε οριστικά και την εξουσία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στην Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή και στην Ελληνορωμαϊκή που ακολούθησε.




Ποίηση

Η ελληνιστική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο, λόγιο ακροατήριο, που μπορούσε να καταλάβει τη δύσκολη γλώσσα της, να θαυμάσει τη μετρική της μαστοριά, να αντιληφθεί και να εκτιμήσει τους υπαινιγμούς σε παλαιότερα κείμενα και σε σπάνιες παραλλαγές των μύθων. Εξαίρεση αποτέλεσε το θέατρο, που απευθυνόταν στο μεγάλο κοινό.

Δραματική ποίηση

Οι θεατρικές εκδηλώσεις (διονυσιακές γιορτές, θεατρικοί αγώνες κλπ.) συνεχίζονται. Δράματα γράφονται και παριστάνονται πολλά. Στις επικράτειες των Διαδόχων χτίζονται πλήθος καινούργια θέατρα, ανάμεσά τους και το θέατρο στην Έφεσο, που χωρούσε 20.000 θεατές. Οι ηθοποιοί και οι άλλοι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται είναι τώρα επαγγελματίες, συγκροτούν θιάσους και περιοδεύουν παρουσιάζοντας έργα κλασικά και νεότερα.
Η στενή σχέση του θεάτρου με τη δημοκρατία είναι γνωστή, και θα το περιμέναμε η ποιότητα της θεατρικής παραγωγής να ξεπέσει, όπως και έγινε. Τελευταία σημαντική αναλαμπή η Νέα κωμωδία, που άνθισε στην Αθήνα από τα τέλη του 4ου ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα της σώζονται πολλά και μεγάλα αποσπάσματα, αλλά μόνο μία ολόκληρη κωμωδία, ο Δύσκολος του Μενάνδρου.

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ (342-291 π.Χ.)

Ο κυριότερος εκπρόσωπος της Νέας κωμωδίας ήταν Αθηναίος από την Κηφισιά. Στα χρόνια του η πολιτική ζωή της Αθήνας ήταν εξαιρετικά ταραγμένη, αλλά στα έργα του δε βρίσκουμε ούτε έναν πολιτικό υπαινιγμό. Η παράδοση της Παλαιάς κωμωδίας έχει οριστικά χαθεί. Ακολουθώντας σε πολλά τους τρόπους του Ευριπίδη, η Νέα κωμωδία είναι ρεαλιστική: αφορά κοινούς ανθρώπους, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, ανθρώπους που ο συγγραφέας τούς παρουσιάζει να κινούνται στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης φανταστικής υπόθεσης με ευχάριστο τέλος. Αποφασιστικό ρόλο στις υποθέσεις αυτές, πέρα από τον έρωτα, παίζει κάθε φορά και η τύχη.
Οι κωμικοί τύποι που σχηματίστηκαν στη Μέση κωμωδία (ο γεροτσιγκούνης, ο ερωτευμένος νέος, η εταίρα, ο καταφερτζής δούλος κλπ.) εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν· όμως ειδικά για τον Μένανδρο διαπιστώνουμε ότι κατάφερνε τόσο τους γνωστούς και συνηθισμένους τύπους όσο και κάθε άλλο πρόσωπο να τους μετατρέπει σε ξεχωριστούς, ολοκληρωμένους ανθρώπους. Τους παρουσιάζει με συμπάθεια, και είναι αυτός που έγραψε τον στίχο: Ὡς χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ.
Εκτός από τον Δύσκολο, που ένα αναπάντεχο παπυρικό εύρημα τον διάσωσε ολόκληρο, πολύστιχα αποσπάσματα μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τουλάχιστο δύο ακόμα έργα, τη Σαμία και τους Ἐπιτρέποντες.
Ο Μένανδρος έγραψε πάνω από 100 κωμωδίες, αλλά οι νίκες του στους θεατρικούς διαγωνισμούς ήταν λιγότερες από του κυριότερου ανταγωνιστή του, του Φιλήμονα - «Ντροπή!» σημείωσαν οι κατοπινοί κριτικοί, που αναγνώρισαν τον Μένανδρο ως ποιητή μεγάλο.

Ο Φιλήμων (περ. 365-264 π.Χ.) γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά προτίμησε να ζήσει στην Αθήνα, όπως και ο τρίτος σημαντικότερος ποιητής της Νέας κωμωδίας, ο Δίφιλος, που είχε γεννηθεί στη Σινώπη του Πόντου. Η προσπάθεια του Πτολεμαίου Α' να μεταφυτέψει τη θεατρική κίνηση στην Αλεξάνδρεια απότυχε: ο Μένανδρος δεν αποδέχτηκε καν την πρόσκλησή του, και ο Φιλήμων, που την αποδέχτηκε, παρουσίασε εκεί την κωμωδία του Πανήγυρις και γύρισε στην Αθήνα.

Η ελληνιστική τραγωδία και το συνακόλουθο σατυρικό δράμα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε πολλά ονόματα ποιητών, και μας σώθηκαν αρκετά αποσπάσματα και τίτλοι από τα δράματά τους· όμως σε γενικές γραμμές η δραματική παραγωγή ήταν άχρωμη, σχεδόν ασήμαντη, και είναι χαρακτηριστικό ότι τραγικό έργο ολόκληρο δε σώζεται κανένα.

Επική ποίηση

Φαίνεται παράξενο, αλλά στην Ελληνιστική εποχή βρέθηκε ποιητής που επιχείρησε, και ως ένα σημείο κατόρθωσε, να ζωντανέψει το ηρωικό έπος και τους ομηρικούς τρόπους: τη γλώσσα, το μέτρο και άλλα χαρακτηριστικά.

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΡΟΔΙΟΣ (295-215 π.Χ.)

Λόγιος και ποιητής γεννημένος στην Αίγυπτο. Λέγεται πως ήταν μαθητής του Καλλίμαχου  και πως νωρίς έδειξε κλίση στα γράμματα· σίγουρο είναι πως στα τριάντα πέντε του χρόνια, το 260 π.Χ., ο Πτολεμαίος Β' τον όρισε προστάτην (προϊστάμενο) της βιβλιοθήκης του Μουσείου, όπου επιδόθηκε στη φιλολογία και στην ποίηση.
Έγραψε ένα μεγάλο έπος, σχεδόν 6000 στίχους, τα Ἀργοναυτικά, περιγράφοντας πώς ο Ιάσονας και οι άλλοι ήρωες ταξίδεψαν στην Κολχίδα, πώς άρπαξαν με τη βοήθεια της Μήδειας το χρυσόμαλλο δέρας και πώς γύρισαν θριαμβευτές στην Ελλάδα. Το θέμα είναι βέβαια ηρωικό, αλλά, όπως είναι φυσικό, ο χειρισμός του παρουσιάζει έντονα ελληνιστικά χαρακτηριστικά: την επιτυχία της εκστρατείας ο Ιάσονας δεν τη χρωστά τόσο στην παλληκαριά του όσο στις μαγικές δυνάμεις της Μήδειας και στο ερωτικό της πάθος, που περιγράφεται με ρεαλισμό και γνώση της γυναικείας ψυχολογίας· ρεαλιστικές περιγραφές συναντούμε και άλλες στα Αργοναυτικά, ενώ δεν απολείπουν και τα ποικίλα λόγια στοιχεία.
Ότι ο Απολλώνιος έκανε στην Αλεξάνδρεια μιαν απαγγελτική παρουσίαση των Αργοναυτικών, ή και μια προέκδοση, που δεν άρεσαν, είναι βέβαιο, όπως βέβαιο είναι και ότι κάποια στιγμή συγκρούστηκε με τον Καλλίμαχο. Αμφίβολη είναι μόνο η αιτία της διένεξης, καθώς δεν είναι διόλου υποχρεωτικό να αφορούσε τις λογοτεχνικές τους προτιμήσεις, όπως παραδίδεται.
Απογοητευμένος ο Απολλώνιος εγκατάλειψε την Αλεξάνδρεια και κατάφυγε στη Ρόδο, όπου αναθεώρησε ολόκληρο το έπος, το παρουσίασε με επιτυχία, δοξάστηκε, ρίζωσε και έμεινε τιμημένος ως τον θάνατό του. Σε αυτή του την παραμονή χρωστά και το επίθετο Ρόδιος που συνοδεύει το όνομά του.
Ο Απολλώνιος έγραψε ακόμα κτίσεις και άλλα ποιητικά έργα με ποικίλο περιεχόμενο και σε ποικίλα μέτρα. Χάθηκαν όλα, εκτός από ένα επίγραμμα, υβριστικό του αντιπάλου του: Καλλίμαχος, τὸ κάθαρμα, τὸ παίγνιον, ὁ ξύλινος νοῦς…

Λυρική ποίηση

Ο λυρισμός ξανανθίζει στα ελληνιστικά χρόνια, όπου δίπλα στα γνωστά μας είδη ακμάζουν τρία ακόμα: το επύλλιο, το ειδύλλιο, που τώρα πρωτοεμφανίζεται, και ο παραμελημένος λογοτεχνικός μίμος, ο μιμίαμβος. Χαρακτηριστικό ότι οι ποιητές καλλιέργησαν καθένας περισσότερα από ένα ποιητικά, και όχι μόνο ποιητικά, είδη. Κοινή σε όλους η αγάπη για το κατεξοχήν αλεξανδρινό λυρικό είδος, το επίγραμμα.
Τα αλεξανδρινά επιγράμματα είναι ποικίλα: θρηνητικά, αναθηματικά, ερωτικά, πολεμικά, σατιρικά, συμποτικά κλπ. - και μας έχουν σωθεί πολλά, γιατί γρήγορα βρέθηκαν ποιητές και λόγιοι να τα συγκεντρώσουν σε ανθολογίες, που η καθεμιά τους αντίγραφε και επαύξανε τις προηγούμενες. Ένα βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα μάς διασώζει την Ἑλληνική ἀνθολογία, όπως την ονομάζουμε, που περιέχει πάνω από 4000 δίστιχα, τετράστιχα ή και κάπως μεγαλύτερα επιγράμματα, τα περισσότερα αλεξανδρινά.
Από την Ελληνική ανθολογία μάς είναι γνωστοί πλήθος αξιόλογοι επιγραμματοποιοί, που γεωγραφικά καλύπτουν όλο τον ελληνικό χώρο και χρονολογικά ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή. Ενδεικτικά μόνο σημειώνουμε τον Λεωνίδα από τον Τάραντα, τον Φάλαικο από τη Φωκίδα, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα, τον Ηράκλειτο από την Αλικαρνασσό, τον Διοσκουρίδη από την Αλεξάνδρεια - και δύο ποιήτριες: την Ανύτη από την Τεγέα, που έγραψε επιτάφια επιγράμματα για το τριζόνι της και για τον πετεινό της, και τη Νόσση από την Κάτω Ιταλία, που σε ένα της επίγραμμα στέλνει χαιρετισμό στη Σαπφώ.
Ονομαστός για τα ερωτικά και συμποτικά του επιγράμματα ήταν ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο (4ος/3ος π.Χ. αι.). Στα σαράντα πάνω κάτω έργα του που μας σώθηκαν απαντά συχνά ο μικρός τοξότης Έρωτας, γνωστός και από τις απεικονίσεις της εποχής.

Ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και δύο επιγράμματα σώθηκαν από το πλούσιο έργο του Φιλίτα, φιλόλογου και ποιητή από την Κω, που έζησε και δίδαξε στο γύρισμα του 4ου προς τον 3ο π.Χ. αιώνα· όμως η φήμη και η επίδρασή του, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες των διαδόχων του ποιητών, Ελλήνων και Ρωμαίων, ήταν μεγάλη. Τα ποιήματά του ήταν ποικίλα, άλλα ευτράπελα (Παίγνια), άλλα ερωτικά, άλλα αφηγηματικά, όπως η Δήμητρα σε ελεγειακούς και ο Ἑρμῆς σε εξάμετρους στίχους (το τελευταίο με θέμα τον κρυφό έρωτα της Πολυμήλης, κόρης του Αιόλου, με τον Οδυσσέα). Ως φιλόλογος ο Φιλίτας ασχολήθηκε με τον Όμηρο και ακόμα μάζεψε σπάνιες και διαλεκτικές λέξεις, κατάλληλες να αξιοποιηθούν στη λόγια ποίηση της εποχής του. Μαθητές του ήταν ο Πτολεμαίος Β', ο Ζηνόδοτος, ο Θεόκριτος, και ο Ερμησιάνακτας.

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ (περ. 305-240 π.Χ.)

Ο διασημότερος ποιητής της Αλεξανδρινής εποχής γεννήθηκε στην Κυρήνη, αλλά νέος μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου για ένα διάστημα δούλεψε ως γραμματοδιδάσκαλος. Αργότερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη, χωρίς ποτέ να οριστεί προϊστάμενός της, ίσως γιατί οι πρωτοποριακές ιδέες του για την ποιητική τέχνη προκαλούσαν διαφωνίες.
Προεξοφλώντας τις τάσεις της εποχής του, ο Καλλίμαχος θέλησε όχι τόσο να ανατρέψει όσο να ανανεώσει την ποιητική παράδοση. «Το εχθρεύομαι το ποίημα το κυκλικό», έγραψε σε ένα του επίγραμμα (28), εννοώντας τα μακρόπνοα έπη που σαν τα ομηρικά εξακολουθούσαν με παχιά λόγια να υμνούν τις δόξες των ηρώων και συνέχισε: «δεν μ᾽ ευχαριστεί ο δρόμος που τον περπατούν πολλοί πάνω και κάτω… » Ιδανικό του ήταν, όπως του είχε τάχα συστήσει ο Απόλλωνας (Αίτια 1.25-34), να αναζητά «δρόμους απάτητους, στενούς», να συνθέτει έργα ὀλιγόστιχα, πρωτότυπα, κομψά, διακριτικά - σαν «τον ήχο του τζίτζικα», όχι σαν «το θόρυβο του γαϊδάρου». Τέτοιες προκλητικές ιδέες και εκφράσεις φυσικό ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις από άλλους ποιητές, που τον κατηγόρησαν ότι δεν ήταν άξιος να γράψει μεγάλα έργα· και εκείνος συνέχισε την πολεμική ονομάζοντάς τους «Τελχίνες» (κακόβουλους δαίμονες) και «άσχετους, που δεν τους αγάπησαν οι Μούσες» (Αίτια 1.1-2).
Ο Καλλίμαχος έγραψε πολλά. Ως φιλόλογος κατάρτισε τους Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν, τεράστιο έργο σε 120 βιβλία, μια πρώτη γραμματολογία που παρουσίαζε καταταγμένους κατά λογοτεχνικά είδη όλους τους προγενέστερους συγγραφείς, με τη βιογραφία και τους τίτλους των έργων τους.
Τα ποικίλα του επιστημονικά ενδιαφέροντα και το συλλεκτικό του πάθος μαρτυρούν πολλά ακόμα, χαμένα σήμερα, έργα του σε πεζό: διατριβές όπως οι Περὶ ἀνέμων, Περὶ νυμφῶν, Περὶ ὀρνίθων, Περὶ τῶν ἐν τῇ οἰκουμένῃ ποταμῶν, Περὶ ἀγώνων, και ακόμα έργα όπως το Βαρβαρικὰ νόμιμα, για τα έθιμα των ξένων λαών, και η Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους συναγωγή, όπου είχε συγκεντρώσει όλα του κόσμου τα «παράδοξα»· παράδειγμα: «λέει ο Τίμαιος ότι από τα ποτάμια της Ιταλίας ο Κράθης ξανθίζει τις τρίχες» (απόσπ. 46 Pf.).
Τεράστια ήταν και η ποιητική του παραγωγή: ιαμβικά ποικίλα ποιήματα, ελεγείες, επύλλια, επίνικοι κλπ., και ένα δυσφημιστικό - καταραστικό για κάποιον εχθρό του, ο Ἶβις (αιγυπτιακό πουλί ρυπαροφάγον).
Σημαντικότερο έργο του θεωρούνται τα Αἴτια, μια σειρά από σύντομες αφηγηματικές ελεγείες, όπου ο ποιητής ρωτούσε τάχα τις Μούσες, και εκείνες του απαντούσαν εκθέτοντας τις αιτίες που προκάλεσαν ορισμένες ονομασίες, γιορτές, έθιμα, φαινόμενα κλπ.· παράδειγμα ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που αιτιολογεί τον ομώνυμο αστερισμό. Ονομαστό ήταν και το επύλλιο Ἑκάλη, όπου ο Θησέας, στον δρόμο του να εξοντώσει τον ταύρο του Μαραθώνα, νύχτα με κοσμοχαλασιά κατάφυγε στο φτωχικό μιας γριάς, της Εκάλης, που τον καλοσκάμνισε. Στον γυρισμό τη βρήκε νεκρή και την ετίμησε, δίνοντας το όνομα της σε ένα δήμο και καθιερώνοντας ως αττική γιορτή τα Ἑκαλήσια (ἱερά). Έτσι, στο ηρωικό θέμα εισάγεται ως κεντρικό πρόσωπο μια γριούλα, περιγράφονται σκηνές λιτής φιλοξενίας με ψωμί κι ελιές - και αιτιολογούνται το όνομα ενός δήμου και μια γιορτή.
Τα παραπάνω έργα έχουν όλα χαθεί. Σώθηκαν όμως πολλά, μικρά ή μεγαλύτερα, αποσπάσματα, άλλα από την έμμεση παράδοση, άλλα από παπύρους, και κάποιες περιλήψεις, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιαν αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη μορφή και το περιεχόμενό τους.
Ολόκληροι μας σώθηκαν μόνο έξι Ὕμνοι σε διάφορους θεούς, που σε πολλά θυμίζουν τους Ομηρικούς ύμνους, σε πολλά όχι, καθώς ο Καλλίμαχος θέλησε και μπόρεσε να παραλλάξει το υμνητικό είδος επιλέγοντας μύθους μαρτυρημένους αλλά σπάνιους, ποικίλλοντας τη λογιότητα με το χιούμορ και τη διήγηση με τη θεατρική παρουσίαση, παρεμβάλλοντας στοιχεία πολεμικής για τους αντιπάλους του και κολακείας για τους Πτολεμαίους. Στα χέρια μας έφτασαν και 58 μαστορικά επιγράμματα - ελάχιστα μπροστά στα πολλά που είχε συνθέσει.
Η υψηλή ποιητική γλώσσα του Καλλίμαχου είναι στη βάση της ομηρική· φανερή όμως είναι πάλι η προσπάθεια να αλλοιωθούν το ύφος και η γλώσσα του έπους τόσο ώστε ο αναγνώστης ή ακροατής να έχει την αίσθηση ότι γνωρίζει κάτι καινούργιο. Ο Καλλίμαχος κάνει παραχωρήσεις στη δωρική διάλεκτο, χρησιμοποιεί με απροσδόκητο τρόπο τις τυπικές ομηρικές εκφράσεις, προτιμά τις σπάνιες λέξεις και τους ασυνήθιστους γραμματικούς τύπους, ακόμα και όταν δεν απαντούν στον Όμηρο, προσθέτει νέους αυστηρούς κανόνες στη μετρική - δε χάνει ευκαιρία να επιδείξει τη βαθιά του γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης και τη δεξιότητά του να τη μετασχηματίζει.
Τυπικά και ουσιαστικά αλεξανδρινός, ο Καλλίμαχος αποτελεί λαμπρό παράδειγμα συγγραφέα όπου η λογιότητα συνυπάρχει και συνεργάζεται με την ποιητική έμπνευση και μαστοριά. Όσο ζούσε το ακροατήριό του περιοριζόταν στους λίγους και εκλεκτούς· όμως αυτό δεν εμπόδισε η επίδρασή του τόσο στους έλληνες όσο και στους λατίνους ποιητές που ακολούθησαν να είναι τεράστια.

Αν εξαιρέσουμε τη Νέα κωμωδία, που αναπτύχτηκε στην Αθήνα και γρήγορα εξαντλήθηκε , η θεατρική παραγωγή της Αλεξανδρινής εποχής δεν είχε υψηλές αισθητικές απαιτήσεις, αλλά περιορίστηκε σε απλούστερες λαϊκές μορφές, που τους δώσαμε το γενικό όνομα μίμοι . Αυτή η απουσία του έντεχνου θεάτρου έδωσε, όπως φαίνεται, στη λυρική ποίηση την ευκαιρία να υιοθετήσει και να εκμεταλλευτεί θεατρικά στοιχεία όπως η τοποθέτηση της δράσης σε συγκεκριμένο σκηνικό, ο ζωηρός διάλογος, η μιμητική απαγγελία κ.ά. - στοιχεία που τα συναντούμε σε όλους λίγο πολύ τους αλεξανδρινούς ποιητές.
Ιδιαίτερα έντονα είναι τα θεατρικά στοιχεία στο έργο του Θεόκριτου και του Ηρώνδα, που καλλιέργησαν ένα παραμελημένο, παραθεατρικό ας το πούμε, είδος, τον λογοτεχνικό μίμο. Ο λογοτεχνικός μίμος πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Σικελία, όπου ανθούσε η λαϊκή φάρσα , και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση, όταν το ίδιο είδος βλέπουμε να αναβιώνει σε εποχή όπου πάλι κυριαρχούσε το λαϊκό κωμικό θέατρο.
Σικελική προέλευση φαίνεται να έχει και ένα ακόμα λαϊκό στοιχείο που προβάλλεται εξευγενισμένο στην αλεξανδρινή ποίηση: ο βουκολιασμός, τα τραγούδια των βοσκών, που ακούγονταν στις αγροτικές γιορτές της Σικελίας, ανεξάρτητα ή και στο πλαίσιο αυτοσχέδιων ή εθιμικών διαγωνισμών. Σε αυτά υποθέτουμε πως πρωταγωνιστούσε συχνά ο μυθικός βοσκός, ο Δάφνης, με τους συντρόφους του και τις ερωτικές τους ιστορίες.
Μέσα στη γενικότερη νοσταλγία για την απλή ζωή που χαρακτήριζε την αστική και πολυτάραχη αλεξανδρινή κοινωνία, ένας σημαντικός ποιητής, ο Θεόκριτος, που είχε ο ίδιος γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σικελία, μετουσίωσε σε υψηλή ποίηση τις συναναστροφές των απλών ανθρώπων και τα τραγούδια τους, εγκαινιάζοντας νέο λογοτεχνικό είδος, τη βουκολική ποίηση.
 ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)

Γεννήθηκε από απλή οικογένεια στις Συρακούσες και νωρίς επιδόθηκε στην ποίηση. Απογοητευμένος γιατί ο ισχυρός τύραννος των Συρακουσών, ο Ιέρων, δε θέλησε να τον υποστηρίξει, ξενιτεύτηκε και έζησε πότε στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, όπου σχετίστηκε με τον Καλλίμαχο, πότε στην Κω, νησί με έντονη πνευματική κίνηση, που τα χρόνια εκείνα ανήκε στην επικράτεια των Πτολεμαίων.
Ακολουθώντας τη γραμμή του Καλλίμαχου, ο Θεόκριτος έγραψε σχετικά μικρά σε έκταση, ανεξάρτητα ποιήματα με ποικίλο περιεχόμενο. Αργότερα οι σχολιαστές έδωσαν στο καθένα έναν τίτλο, και όλα μαζί τα ονόμασαν ειδύλλια.
Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα βουκολικά ειδύλλια, με πρωταγωνιστές βοσκούς και βοσκοπούλες: τα Θαλύσια, όπου οδεύοντας για μιαν αγροτική γιορτή ο Θεόκριτος, με το ψευδώνυμο Συμμιχίδας, και ένας γιδοβοσκός, ο Λυκίδας, που ίσως και αυτός να αντιπροσωπεύει κάποιον ποιητή, συνερίζονται στο τραγούδι· ο Θύρσις, όπου ένας βουκόλος τραγουδά σε ένα γιδοβοσκό τον άτυχο έρωτα και τον θάνατο του Δάφνη· ο Κῶμος, ιδιότυπο παρακλαυσίθυρο, όπου ένας γιδοβοσκός πολιορκεί την αγαπημένη του βοσκοπούλα, που μένει κλεισμένη στη σπηλιά της κ.ά. Συγγενικό είναι και το Θερισταί, όπου ένας ράθυμος δουλευτής τραγουδά τον έρωτά του για τη χαρίεσσαν Βομβύκα, ενώ ένας άλλος, εργατικός, προτιμά το παραδοσιακό τραγούδι των θεριστάδων.
Σε αστικό περιβάλλον κινούνται ειδύλλια όπως το Συρακόσιαι ἢ ἀδωνιάζουσαι, όπου δυο κυράδες από τις Συρακούσες σεργιανούν στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της γιορτής του Άδωνη θαυμάζοντας την πολυκοσμία και την πολυτέλεια της γιορτής, και το Φαρμακεύτριαι, όπου νύχτα στο σπίτι της η Σιμαίθα κάνει μάγια για να ξαναφέρει κοντά της τον αγαπημένο της Δέλφη, και εξιστορεί τον έρωτά τους στη Σελήνη.
Αρκετά ειδύλλια έχουν μυθολογικό θέμα: ο Κύκλωψ παρουσιάζει τις μάταιες προσπάθειες του ερωτευμένου Πολύφημου να κατακτήσει τη Νηρηίδα Γαλάτεια· ο Ὕλας εξιστορεί πώς χάθηκε, αρπαγμένος από τις Νύμφες, ο αγαπημένος του Ηρακλή· ο Ἡρακλίσκος πώς, μωρό ακόμα, ο ήρωας έπνιξε τα δύο φίδια που είχε στείλει η Ήρα να τον σκοτώσουν κ.ά. Εδώ ανήκουν και οι Διόσκουροι, αφηγηματικός ύμνος στους ομώνυμους θεούς, και ο Ἑλένης ἐπιθαλάμιος, νυφιάτικο τραγούδι για το γάμο της ηρωίδας με τον Μενέλαο.
Αυλικά μπορούν να χαρακτηριστούν τα ειδύλλια Ἱέρων ἢ Χάριτες και το Ἐγκώμιον εἰς Πτολεμαῖον τον Β', τον Φιλάδελφο, που ο ποιητής βρήκε και αλλού ευκαιρίες να τον μνημονεύσει επαινετικά.
Στα γνήσια έργα του Θεόκριτου ανήκουν ακόμα η Ἀλακάτα, έπαινος για τη σύζυγο ενός φίλου που ο ποιητής θέλησε να της χαρίσει μια φιλντισένια ρόκα (ἠλακάτη) κατασκευασμένη στις Συρακούσες, είκοσι τέσσερα επιγράμματα, ένα τεχνοπαίγνιο, η Σῦριγξ, ποίημα όπου κάθε στίχος είναι συντομότερος από τον προηγούμενο έτσι ώστε καταγραμμένο να μοιάζει με την καλαμένια σύριγγα των βοσκών, και μερικά ακόμα ποιητικά έργα, τα περισσότερα ερωτικά.
Με τη θεματική ποικιλία τους και τη λαμπρή τεχνική τους τα ειδύλλια του Θεόκριτου αντιπροσωπεύουν την αλεξανδρινή ποίηση στις καλύτερες στιγμές της. Ο Θεόκριτος συνδυάζει τον λογοτεχνικό μίμο με τα λαϊκά τραγούδια, τον διάλογο με την αφήγηση, τη μυθολογία με τον ρεαλισμό και την ηθογραφία. Αντίθετα όμως απ᾽ ό,τι θα περιμέναμε, η γλώσσα των ειδυλλίων απέχει πολύ από την καθημερινή ομιλία. Στα θέματα της γλωσσικής και μετρικής μορφής ο Θεόκριτος ακολούθησε τη γενικότερη λόγια τάση της εποχής: έγραψε έργα στη δωρική αλλά και στην ιωνική και στην αιολική διάλεκτο, και χειρίστηκε με άνεση τον επικό δακτυλικό εξάμετρο στίχο. Μπορεί οι βοσκοί του να φορούν προβιές και να μυρίζουν πυτιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συνθέτουν περίτεχνα τραγούδια σε λόγιο ποιητικό ιδίωμα, να γνωρίζουν τα κλασικά έργα και να ασκούν εύστοχη λογοτεχνική κριτική.
Με όλα αυτά, και αν ακόμα τα ειδύλλια δεν προορίζονταν για απλή ανάγνωση αλλά και για να παρουσιαστούν απαγγελτικά, πάλι στο ακροατήριο δε θα βρίσκονταν παρά οι ελάχιστοι που μπορούσαν να καταλάβουν τις ποικίλες διαλέκτους, να εκτιμήσουν τη μετρική μαστοριά και να αποκρυπτογραφήσουν τους λόγιους υπαινιγμούς του κειμένου.

ΗΡΩΝΔΑΣ (3ος π.Χ. αι.)

Πραγματικά, σε αντίθεση με τα ειδύλλια του Θεόκριτου, που τα περισσότερα αφορούν την ύπαιθρο, οι μίμοι του Ηρώνδα προσφέρουν μια ζωντανή εικόνα της αστικής ζωής σε κοινές και συνηθισμένες την εποχή εκείνη καταστάσεις: η μεσίτρα που προσπαθεί να κάμψει την αρετή μιας παντρεμένης, ο πορνοβοσκός που κατηγορεί στο δικαστήριο έναν κακότροπο πελάτη, η μάνα που φέρνει με το ζόρι τον ατίθασο γιο της στον δάσκαλο να τον τσακίσει στο ξύλο, οι γυναίκες που θυσιάζουν πετεινό στον ναό του Ασκληπιού, οι φιλενάδες που συζητούν τα μυστικά τους, ο υποδηματοποιός που παρουσιάζει την πραμάτεια του στις πελάτισσες - όλοι συμπεριφέρονται με απόλυτη φυσικότητα: κατηγορούν τους δούλους και τις δούλες τους, παραπονιούνται, θυμώνουν, λοιδωρούν ή κολακεύουν, υπόσχονται ή απειλούν, και πάνω απ᾽ όλα φλυαρούν ακατάσχετα.
Για τον συγγραφέα δεν ξέρουμε ουσιαστικό τίποτα πέρα από το ότι έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη και γνώριζε καλά την Κω. Λόγιος ήταν οπωσδήποτε, καθώς στους μίμους του διάλεξε να χρησιμοποιήσει τον ιδιότυπο ιαμβικό στίχο και την ιωνική διάλεκτο του Ιππώνακτα. Έτσι, γελιούνται πάλι όσοι περίμεναν να δούμε επιτέλους τους απλούς ανθρώπους να μιλούν την Κοινή, γλώσσα της αγοράς: «η ιωνική διάλεκτος που ανακαλεί τον αρχαϊκό Ιππώνακτα του 6ου π.Χ. αιώνα φαίνεται να διαψεύδει τον "ταπεινό" ρεαλισμό των χαρακτήρων και των δραματικών καταστάσεων».

Ιστοριογραφία

Ιστορία έγραψαν στα ελληνιστικά χρόνια πολλοί. Στόχος τους από τη μια να καταγράψουν την αλήθεια, όπως την έβλεπαν, από την άλλη να εντυπωσιάσουν και να γοητέψουν τους αναγνώστες, δραματοποιώντας τα γεγονότα και αξιοποιώντας τα διδάγματα της ρητορικής τέχνης.
Οι πρώτοι που θα περιμέναμε να ξεχωρίσουν είναι οι ιστορικοί του Μεγαλέξανδρου· όμως θα απογοητευτούμε. Κανένας από όσους συνέγραψαν για τον στρατηλάτη δε φαίνεται να στάθηκε αντάξιος του έργου, ή, πιο σωστά, κανενός η συγγραφή δεν αποδείχτηκε ικανή να αποφύγει τη φθορά του χρόνου και να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Μόνο από αποσπάσματα μας είναι γνωστές οι Ἀλεξάνδρου πράξεις του Καλλισθένη, Τὰ κατὰ Ἀλέξανδρον του Λέοντα από το Βυζάντιο, και οι Περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαι που έγραψαν ο Κλείταρχος από την Αλεξάνδρεια, ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια, ο Χάρης από τη Μυτιλήνη, ο Πολύκλειτος από τη Λάρισα, ο Ονεσίκριτος από την Αστυπάλαια και τόσοι άλλοι.
Λιγοστές σημειώσεις μόνο σώζονται και από τις Ἐφημερίδες, το ημερολόγιο που με εντολή του Αλέξανδρου τηρούσαν δύο γραμματικοί, και από το Σταθμοὶ τῆς Ἀλεξάνδρου πορείας του Βαίτωνα του βηματιστή. Κάπως μεγαλύτερα αποσπάσματα, της μιας και των δύο σελίδων, σώθηκαν μονάχα από την Ιστορία που έγραψε στα γεράματά του ο Πτολεμαίος Α', και αυτό γιατί τη χρησιμοποίησε ως πηγή ο Αρριανός, όταν αιώνες αργότερα συγκέντρωσε υλικό για το Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις. Ο Πτολεμαίος, θυμίζουμε, πριν γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν στρατηγός και σωματοφύλακας του Αλέξανδρου, και δίκαια η Ιστορία του θεωρήθηκε αξιόπιστη.
Αξιόπιστη πηγή για τους νεότερους ιστορικούς αποτέλεσαν και οι Διαδόχων ἱστορίαι του Ιερώνυμου από την Καρδία της Θράκης (4ος/3ος π.Χ. αι.). Έχοντας διαδραματίσει ο ίδιος σημαντικό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων, ο Ιερώνυμος αφηγήθηκε πιστά τα γεγονότα από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ως και τον θάνατο του Πύρρου (272 π.Χ.), αλλά το έργο του, εκτός από λίγα αποσπάσματα, έχει χαθεί.
Αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τα Ἰταλικὰ καὶ Σικελικά του Τίμαιου από το Ταυρομένιο της Σικελίας (περ. 350-254 π.Χ.). Αναγκασμένος να εγκαταλείψει για πολιτικούς λόγους την πατρίδα του, ο Τίμαιος έζησε στην Αθήνα, όπου συνέγραψε την ιστορία των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (264 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε ως χρονολογική βάση τις Ολυμπιάδες, όχι όμως και ο πρώτος που κακολόγησε τους προκατόχους του , τόσο ώστε οι Αθηναίοι του έδωσαν το παρανόμι Ἐπιτίμαιος - διὰ τὸ πολλὰ ἐπιτιμᾶν (Σούδα). Ήρθε καιρός να κατηγορηθεί και ο ίδιος από τον Πολύβιο, που του καταμαρτύρησε ότι πολλά ἱστορεῖ ψευδῆ (12.7).

ΠΟΛΥΒΙΟΣ (περ. 200-118 π.Χ.)

Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και έδρασε, όπως και ο πατέρας του, ως πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, μαζί με άλλους συντοπίτες του, βρέθηκε όμηρος στη Ρώμη, όπου γρήγορα συνδέθηκε με τον νεαρό Σκιπίωνα τον Αιμιλιανό και τους φιλέλληνες διανοούμενους του κύκλου του. Αργότερα ακολούθησε τον Σκιπίωνα στις εκστρατείες του, έζησε από κοντά την καταστροφή της Καρχηδόνας και πήρε μέρος στη θαλασσινή εξερεύνηση των ακτών του Ατλαντικού. Πίσω στην πατρίδα του συνέχισε, και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την πολιτική του δράση, μεσολαβώντας ανάμεσα στους κατακτητές και στις ελληνικές πόλεις - με επιτυχία, όπως μαρτυρούν τα τιμητικά αγάλματα που του είχαν στήσει στη Μαντινεία, στην Τεγέα και αλλού. Ήταν ογδόντα δύο χρονών, όταν έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε.
Τα μικρότερα έργα του Πολύβιου (το Περὶ Φιλοποίμενος, τα Τακτικά κ.ά.) έχουν χαθεί· όμως από το μεγάλο του έργο, που μνημονεύεται ως Ρωμαϊκὴ ἱστορία σε σαράντα βιβλία, μας έχει σωθεί περίπου το ένα τρίτο. Η αφήγηση ξεκινά από τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (όπου σταματούσε η ιστορία του Τίμαιου) και φτάνει ως το 144 π.Χ., τότε που η Ρώμη, έχοντας καταβάλει τους Καρχηδόνιους και τους Μακεδόνες, δεν είχε πια κανέναν να φοβηθεί. Η παρουσίαση είναι γενικά αντικειμενική και αξιόπιστη, καθώς ο Πολύβιος είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων.
Περισσότερο ίσως από την ιστορική ύλη αυτή καθαυτή μας ενδιαφέρουν στη συγγραφή του Πολύβιου η μέθοδος που ακολούθησε και οι θεωρίες του για την εξέλιξη των ιστορικών φαινομένων. Πίστευε ότι σκοπός της ιστορίας δεν είναι να τέρψει αλλά να ωφελήσει τους αναγνώστες, βοηθώντας τους να χειρίζονται σωστά τις τωρινές και να προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις, και ότι έργο του ιστορικού είναι τόσο να εκθέσει τα πραγματικά γεγονότα όσο και να τα αιτιολογήσει. Κύριος στόχος του ήταν να δείξει πώς και γιατί η Ρώμη κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να επεκταθεί τόσο· όμως η ιστορία του είναι ουσιαστικά παγκόσμια, καθώς αναγνώριζε ότι όπου και να συμβαίνουν, στην Ανατολή ή στη Δύση, οι εξελίξεις συνδέονται και αποτελούν ένα σώμα. Θεωρούσε ότι στις πολιτείες, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής» (6.51.4). Έτσι εξήγησε και την υπεροχή της Ρώμης απέναντι στις παλαιότερες πολιτείες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ένα μεγάλο μέρος από τις ιστορικές εξελίξεις να το αποδώσει στην τύχη - όχι στη θεά Τύχη αλλά στην απλή συγκυρία.
Με συνέπεια στον στόχο του να ωφελήσει και όχι να τέρψει, ο Πολύβιος χρησιμοποίησε απλή γλώσσα, την Κοινή, χωρίς λογοτεχνικές απαιτήσεις. Το παραδέχτηκε άλλωστε και ο ίδιος ότι ο λόγος του ήταν «αυστηρός και μονότροπος» (9.1.3). Ακόμα και οι δημηγορίες, υποστήριξε, δεν επιτρέπεται να αποτελούν ρητορικά κατασκευάσματα· σωστό είναι ο ιστορικός να γνωρίζει και να καταγράφει όσα πραγματικά ειπώθηκαν.

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία, ούτε το θεωρούσαν υποτιμητικό ένας συγγραφέας να ενσωματώνει στα κείμενά του κομμάτια από τα έργα ενός ή περισσότερων άλλων. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως ορισμένοι αλεξανδρινοί ιστορικοί αποφάσισαν να συνθέσουν τις ιστορίες τους ως συμπιλήματα, επιλέγοντας, τακτοποιώντας και συνδέοντας αποσπάσματα από τα έργα των προκατόχων τους. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

ΔΙΟΔΩΡΟΣ (1ος π.Χ. αι.)

Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι γεννήθηκε στο Αγύριον της Σικελίας (πόλη που πίστευε ότι την είχε επισκεφτεί ο Ηρακλής), και ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Στο έργο του Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη ο Διόδωρος είχε συμπεριλάβει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους μυθικούς χρόνους ως την κατάκτηση της Βρετανίας από τον Καίσαρα, το 54 π.Χ. - και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση πως ένα τέτοιο έργο σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε ακριβώς στα χρόνια όπου η Ρώμη κατόρθωσε να ενώσει κάτω από την εξουσία της τον κόσμον όλο.
Από τα σαράντα βιβλία της Βιβλιοθήκης μάς σώζονται δεκαπέντε ολόκληρα και τα υπόλοιπα αποσπασματικά. Όπως θα το περιμέναμε, ο Διόδωρος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ελληνική, στη ρωμαϊκή και στη σικελική ιστορία, μελετώντας πλήθος προγενέστερά του έργα και ενσωματώνοντας ολόκληρα κομμάτια τους στη συγγραφή του. Έτσι, η αξιοπιστία των πληροφοριών του, αν εξαιρέσουμε τα σύγχρονά του γεγονότα, κυμαίνεται ανάλογα με την αξιοπιστία των πηγών. Παρόμοια, ανάλογα με τις πηγές παραλλάζουν το ύφος και η γλώσσα· όμως σε γενικές γραμμές το έργο είναι γραμμένο σε στρωτή και προσεγμένη Κοινή.

Φιλοσοφία

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)

Γεννήθηκε στη Σάμο από αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. Κατά την παράδοση μαθήτεψε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα. Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια. Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς […], γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).
Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση. Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).
Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις, (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές - σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική. Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.

Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του Για τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.
Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.

ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)

Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας. Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά, απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές. Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος, δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό - για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών. Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή. Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)

Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος […] τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179). Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία και οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέριες ορθολογικές βάσεις.
Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.

ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ (περ. 285-194 π.Χ.)

Ο Ερατοσθένης από την Κυρήνη (ποιητής, φιλόσοφος, φιλόλογος, ιστορικός, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωγράφος) μαθήτεψε πρώτα στον Καλλίμαχο, ύστερα στην Ακαδημία και τη Στοά. Αργότερα εγκαταστάθηκε, με πρόσκληση του Πτολεμαίου Γ', στην Αλεξάνδρεια, όπου διαδέχτηκε τον Απολλώνιο στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Το φιλολογικό του έργο ήταν σημαντικό, και πρώτος ονόμασε τον εαυτό του φιλόλογον με την πιο πλατιά σημασία. Ωστόσο, τα ενδιαφέροντά του ήταν εξαιρετικά ποικίλα, οι επιδόσεις του σημαντικές σε πλήθος πεδία και σωστά οι σύγχρονοί του τον ονόμασαν πένταθλον.
Ως ποιητής ο Ερατοσθένης έγραψε μυθολογικά επύλλια και ελεγείες· ως φιλόσοφος διατριβές σε θέματα ηθικής. Ως μαθηματικός επινόησε μέθοδο (κόσκινον) για την εύρεση των πρώτων αριθμών· ως ιστορικός εδραίωσε τα χρονολογικά συστήματα σε επιστημονική βάση. Ως αστρονόμος στο έργο του Καταστερισμοί κατάγραψε τη μυθολογική προέλευση των αστερισμών από ανθρώπους, όπως ο Ωρίων και η Ανδρομέδα, από ζώα, όπως ο Λέων και ο Σκορπιός, ή και από πράγματα, όπως η Αργώ και ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που οι θεοί τα είχαν καταστερίσει.
Οι μεγαλύτερες επιδόσεις του Ερατοσθένη σημειώθηκαν στο πεδίο της γεωγραφίας. Πίστευε πως η γη είναι σφαιρική και υπολόγισε με σχετική ακρίβεια την περιφέρεια, τη διάμετρο και την απόστασή της από τον ήλιο· ακόμα, στα Γεωγραφικά του έκρινε τα προγενέστερα γεωγραφικά έργα και προχώρησε σε μια δική του χαρτογραφική περιγραφή της γης, όπου για πρώτη φορά ορίζονταν ως ιδεατές διαχωριστικές γραμμές οι μεσημβρινοί και οι παράλληλοι.
Ως ειδικός ο Ερατοσθένης διαπίστωσε πόσο σφαλερές ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι γεωγραφικές πληροφορίες των ομηρικών επών, διατύπωσε τη σωστή αρχή ότι ο Όμηρος, όπως κάθε ποιητής, «επιδιώκει να ψυχαγωγήσει, όχι να διδάξει» (Στράβων 1.1.10), και είπε ειρωνικά ότι «τότε θα βρει κανείς πού περιπλανήθηκε ο Οδυσσέας, όταν ανακαλύψει τον τεχνίτη που έραψε τον ασκό των ανέμων» (Στράβων 1.2.15). Ωστόσο, τα κύρια φιλολογικά του ενδιαφέροντα δεν αφορούσαν τον Όμηρο. Βασικό του έργο ήταν το Περὶ ἀρχαίας κωμωδίας, όπου μελετούσε τόσο τους συγγραφείς, τα κείμενα και τη γλώσσα των κωμωδιών όσο και τον τρόπο της παρουσίασής τους στο θέατρο - και βέβαια δεν παράλειψε να συγκεντρώσει σε χωριστή, πολεμική διατριβή τις διαφωνίες του Πρὸς Λυκόφρονα, που είχε προηγηθεί στη φιλολογική μελέτη της κωμωδίας.
Τα έργα του έχουν όλα χαθεί, αλλά πληροφορίες και αποσπάσματα μας σώζονται άφθονα, καθώς τις γνώμες του άλλοι συγγραφείς, όπως ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό  και ο Αρριανός, τις παραθέτουν για να τις αποδεχτούν, άλλοι, όπως ο Ίππαρχος και ο Στράβων, για να τις αναιρέσουν.

Ακούραστος φιλόλογος αποδείχτηκε ο Αριστοφάνης από το Βυζάντιο (περ. 257-180 π.Χ.), που διαδέχτηκε τον Ερατοσθένη στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Είχε εκδώσει τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκαίο, τον Αλκμάνα, τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη και τον συνονόματό του Αριστοφάνη τον κωμωδιογράφο. Δικές του ήταν και ορισμένες υποθέσεις, σύντομα εισηγητικά κείμενα που προτάσσονταν στις εκδόσεις των δραματικών έργων και περιείχαν, εκτός από τη σύνοψη του μύθου, μια μικρή αξιολόγηση και πληροφορίες για το πότε και με πόση επιτυχία είχαν πρωτοπαρασταθεί. Από τα πολλά του ακόμα φιλολογικά επιτεύγματα ξεχωρίζουμε την αποφασιστική συμβολή του στη δημιουργία και στην καθιέρωση του συστήματος των σημείων της στίξης και των τόνων, που τόσο βοηθούν στη σωστή ανάγνωση και κατανόηση των αρχαίων κειμένων. Μαθητής του ήταν ο σημαντικότερος αλεξανδρινός γραμματικός, ο Αρίσταρχος.

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ (περ. 216-144 π.Χ.)

Ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη διατέλεσε πρώτα παιδαγωγός στη βασιλική αυλή, ύστερα διευθυντής της Βιβλιοθήκης από το 153 ως το 145 π.Χ., οπότε διωγμένος από τον μαθητή του Πτολεμαίο Η' τον Ευεργέτη  βρήκε καταφύγιο στην Κύπρο, όπου και πέθανε. Αν κρίνουμε από την ποσότητα και την ποιότητα των έργων του, ο γραμματικώτατος Αρίσταρχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καθιστός, στο γραφείο του, μελετώντας και συγγράφοντας. Τα έργα του μπορούν να καταταχτούν σε τρεις κατηγορίες: εκδόσεις κειμένων, σχόλια (ὑπομνήματα) και φιλολογικές μονογραφίες.
Ο Αρίσταρχος ξέρουμε ότι είχε εκδώσει τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τον Αλκαίο, τον Ανακρέοντα και τον Πίνδαρο. Παράλληλα, έγραψε και δημοσίευσε σε χωριστά υπομνήματα σχόλια (στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον Αρχίλοχο, στον Πίνδαρο, στον Αισχύλο, στον Σοφοκλή, στον Ίωνα, στον Αριστοφάνη και στον Ηρόδοτο), όπου συγκέντρωνε πληροφορίες και συζητούσε όλα τα ιστορικά, πραγματολογικά, λεξιλογικά, γραμματικά, μετρικά κ.ά. προβλήματα του κειμένου.
Από τις μονογραφίες του ξεχωρίζουν οι καθαυτό ομηρολογικές, Περὶ Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας, Περὶ τοῦ ναυστάθμου, και ορισμένες πολεμικές, ανάμεσά τους η Πρὸς Ξένωνος παράδοξον, όπου ο Αρίσταρχος αναιρούσε τη γνώμη των χωριζόντων, δηλαδή όσων υποστήριζαν ότι άλλος είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας. Γνωστή είναι και η αντίθεσή του προς την αλληγορική ερμηνεία των ποιητικών κειμένων και τη γλωσσική αρχή της ανωμαλίας, που θα δούμε ότι υποστήριζαν οι φιλόλογοι της Περγάμου.

ΚΡΑΤΗΣ (3ος/2ος π.Χ. αι.)

Ο Κράτης γεννήθηκε στη Μαλλό της Κιλικίας, μαθήτεψε πιθανότατα στον στωικό Διογένη από τη Βαβυλώνα και εγκαταστάθηκε στην Πέργαμο, όπου συνδέθηκε με τον Ευμένη Β'. Το 168 π.Χ. ταξίδεψε με διπλωματική αποστολή στη Ρώμη, όπου έμεινε αρκετό καιρό, γιατί παραπάτησε σε έναν οχετό και έσπασε το πόδι του. Περιμένοντας να αναρρώσει, ο Κράτης έδωσε διαλέξεις που εντυπωσίασαν και προώθησαν σημαντικά τις ρωμαϊκές φιλολογικές σπουδές.
Ασχολήθηκε με τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη και τον Άρατο· όμως ο τρόπος του να προσεγγίζει τα κείμενα, φανερά επηρεασμένος από τη στωική φιλοσοφία, ήταν διαφορετικός από τη μέθοδο των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας. Ο Κράτης αναζητούσε στα ποιητικά κείμενα την επιβεβαίωση της φιλοσοφικής αλήθειας, και για να την πετύχει κατάφευγε σε αλληγορικές ερμηνείες. Έτσι, π.χ., υποστήριξε ότι ο Όμηρος, όταν έγραψε ότι την ασπίδα του Αγαμέμνονα «τη ζώναν δέκα χάλκινα στεφάνια» (Λ 33), υπαινισσόταν τους δέκα ουράνιους κύκλους.
Τη στωική διδασκαλία ακολούθησε ο Κράτης και σε γλωσσικά θέματα, υποστηρίζοντας ότι η ανωμαλία είναι φυσικό αποτέλεσμα του χειρισμού της γλώσσας από τους ανθρώπους, οπότε «ορθό είναι ό,τι συνηθίζεται». Αντίθετα, ο Αρίσταρχος και η σχολή του υποστήριζαν ότι στη γλώσσα υπάρχουν σταθεροί κανόνες και ότι οι αποκλίσεις αποτελούν σφάλματα και πρέπει να διορθώνονται. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες, ιδιαίτερα όταν εφαρμόζονταν στην αποκατάσταση των κειμένων, ήταν μεγάλη, και η έριδα συνεχίστηκε για καιρό.
Από τα έργα του Κράτη ξεχώριζαν τα Ὁμηρικά, τα Διορθωτικά και μια διατριβή Περὶ ἀττικῆς διαλέκτου.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (περ. 170-90 π.Χ.)

Μαθητής και αυτός του Αρίσταρχου, ο Διονύσιος είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, αλλά ονομάστηκε Θρᾴξ γιατί ο πατέρας του καταγόταν, φαίνεται, από τη Θράκη. Διωγμένος και αυτός από τον Πτολεμαίο Η', ο Διονύσιος εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, που ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικό πνευματικό κέντρο.
Πιστός στην αλεξανδρινή γραμματική παράδοση, ο Διονύσιος σχολίασε τον Όμηρο, υπερασπίστηκε την αρχή της αναλογίας και πολέμησε τις απόψεις του Κράτη. Δικό του είναι το μόνο αλεξανδρινό φιλολογικό έργο που έφτασε ως τα χέρια μας, η Τέχνη γραμματική: πενήντα πάνω κάτω σελίδες, όπου ο Διονύσιος συμπύκνωσε και συστηματοποίησε την από αιώνες συσσωρευμένη γνώση για τα καθαυτό γραμματικά, με τη σημερινή έννοια, θέματα: τους φθόγγους και τα γράμματα, τις συλλαβές, τα γένη και τις πτώσεις των ονομάτων, τα κλιτά και άκλιτα μέρη του λόγου κλπ.
Η Τέχνη γραμματική είχε μεγάλη επιτυχία: διαδόθηκε, σχολιάστηκε, μεταφράστηκε και, το σπουδαιότερο, για αιώνες χρησιμοποιήθηκε ως διδακτικό βιβλίο. Ακόμα και σήμερα πολλές γραμματικές, όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας αλλά και άλλων γλωσσών, ακολουθούν στην ορολογία, στους ορισμούς και στη διάταξη της ύλης το εγχειρίδιο του Διονυσίου.

Τα έργα των φιλολόγων της Ελληνιστικής εποχής έχουν σχεδόν στο σύνολό τους χαθεί· όμως οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι: το πλούσιο πληροφοριακό υλικό που είχαν συγκεντρώσει και επεξεργαστεί, οι προβληματισμοί και οι θεωρίες τους, οι διορθωτικές και άλλες παρατηρήσεις τους στα κείμενα, οι εκτιμήσεις τους για τη γνησιότητα των κλασικών έργων, τα ερμηνευτικά τους σχόλια και τα λεξικογραφικά και άλλα βοηθήματα που είχαν συνθέσει - όλα μελετήθηκαν από τους νεότερους, αξιοποιήθηκαν και θεμελίωσαν την επιστήμη της φιλολογίας.
Διαφορετική είναι η εικόνα στα μαθηματικά, τη φυσική, την ιατρική και τις εφαρμοσμένες επιστήμες, που και αυτές είχαν εξαιρετική άνθιση στα ελληνιστικά χρόνια. Τις καλλιέργησαν σημαντικές προσωπικότητες, που τα πορίσματα των ερευνών τους δεν είχαν μόνο θεωρητικό-επιστημονικό αλλά και πρακτικό-τεχνολογικό ενδιαφέρον, και που από τα έργα τους πολλά μας έχουν σωθεί αυτούσια. Θα γνωρίσουμε τους σημαντικότερους ακολουθώντας χρονολογική σειρά.

ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)

Στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας έδρασε και ο διασημότερος μαθηματικός και γεωμέτρης όλων των εποχών, ο Ευκλείδης, που είχε μαθητέψει στην Ακαδημία. Στο έργο του Στοιχεῖα (ορισμοί, αξιώματα, θεωρήματα, προβλήματα και αποδείξεις) συγκέντρωσε, συμπλήρωσε και συστηματοποίησε την ως τότε μαθηματική και γεωμετρική γνώση σε θέματα επιπεδομετρίας, γεωμετρικής άλγεβρας, αριθμολογίας, στερεομετρίας κ.ά.
Τα Στοιχεῖα είχαν μεγάλη επιτυχία, σχολιάστηκαν, μεταφράστηκαν, διαδόθηκαν στον κόσμον όλο και εξακολουθούν ως σήμερα να αποτελούν τη βάση της γεωμετρίας. Από τα μικρότερα έργα του μας έχουν σωθεί τα (αλγεβρικά) Δεδομένα, τα (αστρονομικά) Φαινόμενα, τα Ὀπτικά και ένα κομμάτι από τη (μουσικολογική) Κατατομὴ κανόνος.

Ο Αρίσταρχος από τη Σάμο (περ. 310-230 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Στράτωνα, ασχολήθηκε με την αστρονομία, βελτίωσε το ηλιακό ρολόι και πρότεινε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα όπου τα άστρα μένουν ακίνητα ενώ η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. Η θεωρία του απορρίφτηκε από τους νεότερους, ώσπου τον 16ο μ.Χ. αιώνα ο Κοπέρνικος απόδειξε την ορθότητά της. Στο μόνο έργο του που σώζεται, το Περὶ μεγεθῶν καὶ ἀποστημάτων, ο Αρίσταρχος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να υπολογίσει τα μεγέθη του ήλιου και του φεγγαριού και τις αποστάσεις τους από τη γη.

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ (287-212 π.Χ.)

Ξεχωριστή θέση κρατά πάντα ανάμεσα στους μαθηματικούς, τους φυσικούς και τους εφευρέτες (!) ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κράτησε επαφή με τους εκεί σοφούς, αλλά προτίμησε να ζήσει και να εργαστεί στην πατρίδα του, όπου σχετιζόταν με τη βασιλική οικογένεια. Την ημέρα που οι Συρακούσες αλώθηκαν από τους Ρωμαίους, διηγούνται πως ένας λεγεωνάριος τον βρήκε να έχει χαράξει στο χώμα γεωμετρικά σχήματα και να τα μελετά. Όταν ο Αρχιμήδης, αντί να δείξει υποταγή, του ζήτησε να μην του χαλάσει τους κύκλους, ο Ρωμαίος οργίστηκε και τον σκότωσε.
Από τα έργα του, γραμμένα δωρικά με θαυμαστή ενάργεια και οικονομία, σώζονται τα Περὶ ἐπιπέδων ἰσορροπιῶν, για τον γεωμετρικό υπολογισμό του κέντρου βάρους, Περὶ ὀχουμένων, για τη δύναμη που κάνει τα σώματα να επιπλέουν, Τετραγωνισμὸς παραβολῆς, Περὶ σφαίρας καὶ κυλίνδρου, όπου απόδειξε ότι η παράπλευρη επιφάνεια κάθε κυλίνδρου είναι ίση με την επιφάνεια της εγγεγραμμένης του σφαίρας ενώ η σχέση των όγκων τους είναι δύο προς τρία, Περὶ ἑλίκων (γραμμών), όπου η συλλογιστική του μέθοδος προδιαγράφει τον διαφορικό λογισμό, Περὶ κωνοειδέων και Κύκλου μέτρησις, όπου ο σταθερός λόγος π υπολογίστηκε με ακρίβεια τρίτου δεκαδικού.
Σε άλλο του έργο, τον Ψαμμίτη, ο Αρχιμήδης λογάριασε πόσοι κόκκοι άμμου θα χρειάζονταν για να γεμίσει το (σφαιρικό) σύμπαν. Το πρόβλημα φαίνεται παράδοξο, αλλά το νόημά του φανερώνεται αν θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι δε γνώριζαν τους αραβικούς αριθμούς και οι λογαριασμοί ήταν εξαιρετικά δύσκολοι όταν τα ποσά ήταν μεγάλα. Την ιδιαίτερη ικανότητά του να χειρίζεται τεράστιους αριθμούς ο Αρχιμήδης την έδειξε και όταν επινόησε και έστειλε στον Ερατοσθένη ένα πρόβλημα που η λύση του είναι αριθμός με πάνω από 200.000 ψηφία!
Πολλά έργα του Αρχιμήδη έχουν χαθεί· άλλα σώζονται σε αραβική μετάφραση. Χωριστός λόγος ας γίνει μόνο για την πραγματεία του Περὶ μηχανικῶν θεωρημάτων, όπου μιλώντας για τη μέθοδό του διαπιστώνει ότι πολλά γεωμετρικά θεωρήματα τα εμπνεύστηκε από μηχανικές κατασκευές. Απρόσμενη δήλωση, γιατί, αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Αρχιμήδης θεωρούσε τις πρακτικές εφαρμογές γεωμετρίας παιζούσης πάρεργα και χαρακτήριζε «παρακατιανή και βάναυση» κάθε τέχνη που ικανοποιούσε ανάγκες (Μάρκελλος 14-17).
Και όμως, οι εφευρέσεις του Αρχιμήδη ήταν πολλές: μια υδραντλία γνωστή ως κοχλίας, ένα αυτόματο πλανητάριο που παρουσίαζε τις κινήσεις του ήλιου, της σελήνης και πέντε πλανητών, και το πολύσπαστο βαρούλκο, που με αυτό λένε πως μπόρεσε να σύρει μόνος του ολόκληρο καράβι. Τέλος, ιστορία έγραψαν οι μηχανικές εφευρέσεις του όταν, με προτροπή του Ιέρωνα, κατασκεύασε πολεμικές μηχανές για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Ρωμαίων που πολιορκούσαν τις Συρακούσες από ξηρά και θάλασσα. Σίγουρα δεν έκαψε με κοίλα κάτοπτρα τον εχθρικό στόλο, όπως παραδίδεται· του έκανε όμως τόσες ζημιές με τα βλητικά και άλλα μηχανήματα που επινόησε, ώστε οι Ρωμαίοι, «όταν από το τείχος εμφανιζόταν να προεξέχει κάποιο σκοινί ή ξύλο, φώναζαν πως ο Αρχιμήδης κινούσε μηχανή εναντίον τους, έκαναν μεταβολή και το έβαζαν στα πόδια».
Λίγο νεότερος από τον Αρχιμήδη ήταν ο Απολλώνιος από την Πέργη της Παμφυλίας, διάσημος μαθηματικός και αστρονόμος που έζησε και δίδαξε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, ύστερα και στην Πέργαμο. Από το έργο του Κωνικά μας σώζονται επτά βιβλία, τα τέσσερα πρώτα στο ελληνικό πρωτότυπο, τα άλλα τρία σε αραβική μετάφραση. Πραγματεύονται τις κωνικές τομές (παραβολές, ελλείψεις και υπερβολές) με αλάνθαστη μέθοδο και εκφραστική άνεση.
Μαθηματικός και αστρονόμος ήταν και ο Υψικλής από την Αλεξάνδρεια (2ος π.Χ. αι.). Μελέτησε σε βάθος τα πολύεδρα και τις αριθμητικές προόδους και εφάρμοσε τα πορίσματά του στην αστρονομία. Η μέθοδός του, όπως φανερώνεται στο έργο του Περὶ τῆς τῶν ζῳδίων ἀναφορᾶς, αντλούσε τόσο από τη βαβυλωνιακή όσο και από την αλεξανδρινή αστρονομική επιστήμη.

ΙΠΠΑΡΧΟΣ (2ος π.Χ. αι.)

Ο πιο ονομαστός, μετά τον Αρίσταρχο, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωγράφος, ο Ίππαρχος από τη Νίκαια της Βιθυνίας (2ος π.Χ. αι.), έδρασε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρόδο. Έθεσε τις βάσεις της επίπεδης τριγωνομετρίας, υπολόγισε με μεγάλη προσέγγιση τη διάρκεια της χρονιάς και καθόρισε με ακρίβεια τις θέσεις των αστερισμών και τις κινήσεις των πλανητών. Ωστόσο, πολλές από τις εξηγήσεις που έδωσε για τα ουράνια φαινόμενα, αν και μαθηματικά σωστές, απέχουν πολύ από τη φυσική πραγματικότητα.
Από τα έργα του σώζεται μόνο η Τῶν Ἀράτου καὶ Εὐδόξου φαινομένων ἐξήγησις, όπου κρίνονται με αυστηρότητα και διορθώνονται πολλά λάθη των Φαινομένων (σ. 194). Πολεμική άσκησε και με άλλες ευκαιρίες: κατάκρινε τον Ερατοσθένη για τις γεωγραφικές του ανακρίβειες και απόρριψε τη (σωστή) ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου (σ. 231), πιστεύοντας ότι η γη βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου.

Ελληνορωμαϊκή εποχή (31 π.Χ.-330 μ.Χ.)

Ιστορικές συνθήκες

Το 30 π.Χ., με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στην επικράτεια τους, οι Ρωμαίοι ουσιαστικά ολοκλήρωσαν την κατακτητική τους εξόρμηση σε Ανατολή και Δύση. Εξαιρώντας κάποιες περιφερειακές περιοχές, που και αυτές δεν άργησαν να κατακτηθούν, όλος ο γνωστός κόσμος είχε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδεχτεί τη ρωμαϊκή κυριαρχία.
Σύγχρονη με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου, και σημαντικότερη ως ιστορικό γεγονός, ήταν η μετατροπή της ιδιότυπης ρωμαϊκής δημοκρατίας σε μονοκρατορία, με πρώτον αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο, που κυβέρνησε με επιτυχία από το 29 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. - σαράντα τρία χρόνια. Ακολούθησαν σε αδιάσπαστη σειρά περισσότεροι από πενήντα αυτοκράτορες, άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, ώσπου στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ο Μέγας εγκαινίασε ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη Νέα Ρώμη, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.
Φοβεροί στον πόλεμο, οι Ρωμαίοι ήταν σε καιρό ειρήνης συμβιβαστικοί, σχεδόν μεγαλόψυχοι απέναντι στους κατακτημένους, και συχνά τους άφηναν, τουλάχιστο φαινομενικά, να κυβερνιούνται με τους δικούς τους νόμους[ - φτάνει να μην έθιγαν τα ρωμαϊκά συμφέροντα και να πείθονταν στις επιταγές του αυτοκράτορα, της Συγκλήτου και των διορισμένων εκπροσώπων τους. Ευεργετική για τους υποτελείς, άτομα και πολιτείες, ήταν η απαλλαγή τους από τη φορολογία, ενώ ύψιστη επιβράβευση για όσους αποδείκνυαν έμπρακτα την αφοσίωσή τους στη Ρώμη ήταν να τους απονεμηθεί ο τίτλος και να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη. Το τελευταίο γινόταν όλο και συχνότερα όσο προχωρούσαν τα χρόνια, ώσπου το 212 μ.Χ. να ονομαστούν, με διάταγμα του Καρακάλλα, ρωμαίοι πολίτες όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας.
Η σχετική επιείκεια των Ρωμαίων δεν εμπόδιζε οι κατακτημένες περιοχές να υποφέρουν τα πάνδεινα από τους κατακτητές, που ισοπέδωναν πολιτείες ολόκληρες, καταλήστευαν τους καλλιτεχνικούς και άλλους θησαυρούς και εκμεταλλεύονταν το οικονομικό δυναμικό τους. Φτωχό αντιστάθμισμα στις τόσες συμφορές ήταν για τις ελληνικές περιοχές ο σεβασμός και η εύνοια που έδειχναν ορισμένοι αυτοκράτορες απέναντι στην Αθήνα, την Έφεσο, τους Δελφούς, την Ελευσίνα και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά κέντρα.
Αξιόλογη δύναμη εκτός από τη Ρώμη δεν υπήρχε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, ούτε και θα μπορούσε να αναπτυχτεί, καθώς πια η Ρώμη επιβαλλόταν με το μέγεθός της και μόνο. Δε σταμάτησαν βέβαια ποτέ τελείως οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια, ούτε οι εσωτερικές συγκρούσεις, όταν η διαδοχή των αυτοκρατόρων δεν εξελισσόταν ομαλά· όμως εξεγέρσεις έγιναν ελάχιστες, και σε γενικές γραμμές η ρωμαϊκή ειρήνη κράτησε αιώνες.
Τη γενικότερη πολιτική κατάσταση μπορούμε να την καταλάβουμε καλύτερα διαβάζοντας μια φράση που έγραψε γύρω στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ένας για μας ανώνυμος συγγραφέας: «Όσο διατηρείται η μνήμη της ελευθερίας και απασχολεί τον υπόδουλο, ο λαός θέλει και προβάλλει ισχυρή αντίσταση· όταν όμως υπερισχύσει το κακό και οι άνθρωποι δε συζητούν πια πώς θα το βγάλουν από πάνω τους αλλά πώς θα ζήσουν ευκολότερα μαζί του, τότε η καταστροφή είναι ολοκληρωτική» (Χίων, Επιστολή 14.2). Μην ξεχνούμε, ωστόσο, ότι κιόλας από τον καιρό του Μεγαλέξανδρου οι λαοί ζούσαν στο πλαίσιο μεγάλων μονοκρατοριών, και ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία, όσο δυσάρεστη και αν ήταν, αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη, τον νόμο και την τάξη.

Ποίηση

Η μεγάλη ακμή της ρωμαϊκής ποίησης τον 1ο π.Χ. και 1ο μ.Χ. αιώνα συμπίπτει με μιαν απελπιστικά άγονη περίοδο της ελληνικής ποίησης, που πια έχει χάσει κάθε δροσιά και καλλιεργείται μόνο ως πάρεργο, στο πλαίσιο της ρητορικής τέχνης.

Δραματική ποίηση

Η δραματική ποίηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Τα λίγα έργα που ξέρουμε ότι γράφτηκαν (μερικά από Ρωμαίους, στα ελληνικά) δεν προορίζονταν για τη σκηνή αλλά για απλή ανάγνωση

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (περ. 50-120 μ.Χ.)

Γεννήθηκε από παλιά αρχοντική οικογένεια στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, σπούδασε στην Ακαδημία, ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και σε άλλους τόπους, επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη, όπου έδωσε διαλέξεις και σχετίστηκε με ρωμαίους μεγαλουσιάνους, αλλά τελικά προτίμησε να παραμείνει στη μικρή του πατρίδα. Άνθρωπος ευσεβής, φιλήσυχος και μελετηρός, ενεργός πολίτης, στοργικός σύζυγος και καλός φίλος, ο Πλούταρχος έζησε τιμημένος από τους συμπολίτες του, που του εμπιστεύτηκαν σημαντικά αξιώματα, από τους κατοίκους των γειτονικών Δελφών, όπου ασκούσε ιερατικά καθήκοντα, και από τους Ρωμαίους, που τον ανακήρυξαν ρωμαίο πολίτη για την ιδεολογική υποστήριξη που τους πρόσφερε με τα έργα του. Από τα πάμπολλα συγγράμματα που ξέρουμε ότι δημοσίευσε υπολογίζουμε ότι σώζονται τα μισά: 120 πάνω κάτω έργα, που κατατάσσονται σε δύο ομάδες: Βίοι παράλληλοι και Ἠθικά.
Από τους Βίους περισώθηκαν 50 βιογραφίες: τέσσερις ανεξάρτητες και οι υπόλοιπες ταιριασμένες σε είκοσι τρία ζευγάρια. Κάθε ζευγάρι αποτελείται από ένα σημαντικό Έλληνα (νομοθέτη, πολιτικό, στρατιωτικό ηγέτη κλπ.) και ένα Ρωμαίο που η ζωή και η δράση τους παρουσιάζουν ομοιότητες. Έτσι, π.χ., παραλληλίζονται και συγκρίνονται ο Θησέας ως μυθικός βασιλιάς της Αθήνας με τον Νουμά, τον μυθικό βασιλιά της Ρώμης, ο Περικλής με τον Φάβιο Μάξιμο, ο Μεγαλέξανδρος με τον Ιούλιο Καίσαρα κλπ. Ο Πλούταρχος δήλωσε ο ίδιος ότι δεν ήταν ιστορικός αλλά βιογράφος και ότι στόχος του, προβάλλοντας τα ήθη και τις πράξεις των μεγάλων ανδρών, ήταν να βοηθήσει τους αναγνώστες να παραδειγματιστούν από τις αρετές και να αποφύγουν τα λάθη τους.
Τα καθαυτό Ηθικά περιλαμβάνουν ομιλίες, διάλογους και σύντομες διατριβές Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, Περὶ εὐθυμίας, Περὶ πολυπραγμοσύνης, Περὶ φιλαυτίας κλπ.· όμως στην ίδια συλλογή ο Πλούταρχος πραγματεύεται και άλλα, διαφορετικά θέματα: κοσμολογικά (Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου ἐν τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης), (παρα)ιστορικά (Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, Πότερον οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι), κοινωνικά (Γαμικὰ παραγγέλματα), ερωτικά (Ἐρωτικαὶ διηγήσεις), φιλοσοφικά (Εἰ διδακτὸν ἡ ἀρετή, Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας), μουσικά (Περὶ μουσικῆς), παιδαγωγικά (Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν), θρησκειολογικά (Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος, Περὶ δεισιδαιμονίας, Περὶ τύχης), (παρα)ιατρικά (Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, Περὶ σαρκοφαγίας), πολιτικά (Πολιτικὰ παραγγέλματα, Περὶ μοναρχίας καὶ δημοκρατίας καὶ ὀλιγαρχίας), και κάποια απροσδόκητα, όπως το Πότερον ὕδωρ ἢ πῦρ χρησιμώτερον, το Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα, τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα κ.ά. - 70 συνολικά έργα που τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έντονη συμβουλευτική-διδακτική διάθεση.
Η σκέψη του Πλούταρχου δεν ήταν ούτε πρωτότυπη ούτε ενταγμένη σε μία και μόνο φιλοσοφική σχολή. Εκλεκτικός ήταν, όπως και πολλοί άλλοι στην εποχή του. Ξεκινούσε από τον πλατωνικό ιδεαλισμό, αλλά ήταν έτοιμος να αποδεχτεί και να στηρίξει κάθε πρόταση που του φαινόταν σωστή, να απαρνηθεί και να πολεμήσει κάθε πρόταση που του φαινόταν σφαλερή. Πολύτιμα μας είναι τα έργα του ως τεκμήρια της εποχής του αλλά και για τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών που περιέχουν για τα περασμένα. Ο Πλούταρχος ήξερε πολλά, και δεν έχανε ευκαιρία να διηγηθεί κάποιο επεισόδιο, μια φήμη, ένα ανέκδοτο, ή και να παραθέσει μια γνώμη, ένα απόφθεγμα, λίγους χαρακτηριστικούς στίχους. Τα έργα του, όσα σώθηκαν, παραπέμπουν σε πάνω από πεντακόσιους συγγραφείς και μας οδηγούν να υποθέσουμε ότι δούλευε συστηματικά, με επιστημονική μέθοδο, διαβάζοντας τα συγγράμματα των προκατόχων του και αποδελτιώνοντας όσα στοιχεία τον ενδιαφέραν για να τα αξιοποιήσει στις δικές του αντίστοιχες διατριβές.
Η γλώσσα και το ύφος του είναι απλά αλλά επιμελημένα. Μαρτυρούν την πολύπλευρή του μόρφωση και την οικείωσή του με τον καλλιεργημένο αττικό λόγο· μαρτυρούν όμως και τη μετριοπάθεια και την ανεξαρτησία του απέναντι στον κυρίαρχο αττικισμό, καθώς ο Πλούταρχος δε δίσταζε να υιοθετεί στη γραφή του χαρακτηριστικά και λέξεις της Κοινής - στοιχεία που, αν ήθελε, σίγουρα θα μπορούσε να τα αποφύγει.
Η φήμη και η επίδρασή του ήταν, ήδη στην εποχή του, τεράστια.

Ρητορεία και Ρητορική

Η ρητορική, δηλαδή η θεωρία του προφορικού λόγου και η διδασκαλία της, δεν έχασε ποτέ τη σημαντική θέση που κατείχε στην εκπαίδευση από τον καιρό των σοφιστών· μόνο η ρητορεία διαπιστώσαμε ότι υποχώρησε από τη στιγμή που καταλύθηκαν τα δημοκρατικά πολιτεύματα - φυσικά! Και αν τώρα, στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, η ρητορεία βλέπουμε να παρουσιάζει άνθιση, είναι γιατί οι ρήτορες την ασκούσαν στην πιο ήπια μορφή της, εκφωνώντας καθαρά επιδεικτικούς ή ανώδυνα συμβουλευτικούς λόγους σε μεγάλα ακροατήρια. Τέτοιοι ήταν όλοι σχεδόν οι λόγοι που εκφωνούσαν και δημοσίευαν οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής.
Στη δεύτερη σοφιστική, το είπαμε, εντάσσονται μια σειρά από ρήτορες που έζησαν στην Ελληνορωμαϊκή εποχή περιοδεύοντας απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία και δίνοντας διαλέξεις και μαθήματα σε διάφορα θέματα, με μεγάλη συνήθως επιτυχία. Αυτό ήταν και το μόνο κοινό που είχαν με τους σοφιστές της Κλασικής εποχής· και αν επιμένουμε να χρησιμοποιούμε τους παραπλανητικούς όρους σοφιστές και σοφιστική, είναι γιατί τους συναντούμε στον Φλάβιο Φιλόστρατο, που ανήκει στην ίδια ομάδα.
Οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής καλλιεργούσαν πλήθος ρητορικά είδη και πραγματεύονταν ποικίλα θέματα. Έγραφαν, απάγγελλαν και δημοσίευαν διαλέξεις, σύντομες πραγματείες ή διατριβές, διάλογους, ρητορικά (προ)γυμνάσματα ή μελέτες (ασκήσεις), εκφράσεις (περιγραφές), προλαλιές (σύντομες προκαταρκτικές ομιλίες), επιστολές, και παίγνια - καθαρά επιδεικτικά τα περισσότερα, με τη φροντίδα του ομιλητή και την προσοχή του ακροατηρίου να συγκεντρώνονται στη μορφή και την απαγγελία περισσότερο παρά στο περιεχόμενο του λόγου.
Σχετικά με το περιεχόμενο των ομιλιών, σημασία έχει να προσέξουμε ότι συχνά οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής υπέρβαιναν τα όρια της ρητορικής, εισβάλλοντας στα πεδία της λαϊκής ας την πούμε φιλοσοφίας. Στην προσπάθειά τους να συμβουλέψουν, να παρηγορήσουν, να νουθετήσουν ή και μόνο να εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους, πραγματεύονταν θέματα ηθικής με εκλαϊκευτικό τρόπο, χωρίς πρωτοτυπία και βάθος. Έτσι, από τη μια συγχέονταν τα σύνορα ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη ρητορική, από την άλλη φιλόσοφοι και σοφιστές βρίσκονταν συχνά αντιμέτωποι, υπερασπίζοντας καθένας την ειδικότητά του.
Κοινό ιδεολογικό χαρακτηριστικό των σοφιστών της δεύτερης σοφιστικής ήταν ο θαυμασμός για την ελληνική ιστορική, φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση και οι νοσταλγικές αναφορές σε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα από το ένδοξο παρελθόν - όλα αυτά χωρίς να αμφισβητείται η ρωμαϊκή κυριαρχία ή να υποβιβάζονται οι Ρωμαίοι, που άλλωστε και οι ίδιοι εθαύμαζαν και τιμούσαν τα ελληνικά επιτεύγματα των παλαιότερων εποχών.
Όπως θα το περιμέναμε, οι ρήτορες της δεύτερης σοφιστικής ήταν αττικιστές, οπότε αναρωτιόμαστε πώς ήταν δυνατό να κάνουν επιτυχημένες δημόσιες ομιλίες στο μεγάλο κοινό (σε θέατρα, σε βασιλικές, σε σταυροδρόμια), όταν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν την καταλάβαιναν μόνο οι μορφωμένοι. Το μυστικό ήταν ότι τα χρόνια εκείνα πάντες ᾄδουσι, καὶ ῥήτορες καὶ σοφισταί, «όλοι τραγουδούν, και οι σοφιστές και οι ρήτορες» (Δίων Χρυσόστομος 32.68). Σε εποχή όπου ο μουσικός τονισμός είχε αντικατασταθεί από τον δυναμικό, οι λαμπρόφωνοι αττικιστές εκφωνούσαν τις διαλέξεις τους με την παλιά τραγουδιστή προφορά και γοήτευαν τα πλήθη με τον ήχο και μόνο της ομιλίας τους.[234] Χρονολογικά πρώτος στη σειρά ο Δίων, που για την ευγλωττία του επονομάστηκε Χρυσόστομος.

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (περ. 40-115 μ.Χ.)

Γεννήθηκε στην Προύσα της Βιθυνίας, όπου και είχε τις πρώτες του επιτυχίες ως ρήτορας. Στο ξεκίνημά του ήταν δηλωμένος πολέμιος κάθε φιλοσοφίας· όμως αργότερα, όταν του δόθηκε στη Ρώμη η ευκαιρία, μαθήτεψε στον Μουσώνιο Ρούφο, τον δάσκαλο του Επίκτητου και προσηλυτίστηκε στον στωικισμό. Τα βάσανά του άρχισαν όταν το 82 π.Χ. ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, για πολιτικούς, υποψιαζόμαστε, λόγους, τον εξόρισε από την Ιταλία και του απαγόρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Φτωχός και αποδιωγμένος ο Δίων φόρεσε τον φιλοσοφικό τρίβωνα και πήρε να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο (στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, αλλά και ψηλά, στην περιοχή του Πόντου και του Δούναβη) εκφωνώντας λόγους με λαϊκό-φιλοσοφικό περιεχόμενο. Η τύχη του γύρισε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του Δομιτιανού: οι διάδοχοι αυτοκράτορες, πρώτος ο Νέρβας, που τον ανακήρυξε ρωμαίο πολίτη, ύστερα ο Τραϊανός, που συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τον γέμισαν τιμές και ευεργέτησαν, με τη μεσολάβησή του, την πατρίδα του. Ο Δίων τούς αντάμειψε με δημόσια ευχαριστήρια και επαίνους. Τα τελευταία του χρόνια, ένδοξος πια, τα πέρασε πάλι ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις.
Μας έχουν σωθεί 77 ομιλίες του και 3 επιστολές, η μια προς κάποιο ρωμαίο (;) αξιωματούχο με συμβουλές για το ποιους ποιητές, ιστορικούς και ρήτορες αξίζει να διαβάσει. Από τους λόγους του άλλοι, όπως οι Περὶ βασιλείας, Περὶ ἀρετῆς, Περὶ πλεονεξίας, πραγματεύονται γενικά θέματα· άλλοι, όπως ο Ροδιακός και ο Ταρσικός, απευθύνονται συμβουλευτικά στους κατοίκους των πόλεων που επισκεπτόταν· άλλοι, συμβουλευτικοί και αυτοί, όπως ο Πρὸς Ἀπαμεῖς περὶ ὁμονοίας, αφορούν τοπικά πολιτικά θέματα της Βιθυνίας· άλλοι, όπως ο Περὶ φυγῆς και ο Περὶ τῶν ἔργων είναι αυτοβιογραφικοί· άλλοι, όπως ο Περὶ Ὁμήρου και ο Περὶ Σωκράτους, αναφέρονται σε ποιητές και φιλοσόφους· άλλοι, όπως ο Φιλοκτήτης και η Χρυσηίς αφηγούνται και σχολιάζουν μύθους, κλπ. κλπ. Μέσα σε όλα αυτά ξεχωρίζουμε (α) τον Τρωικὸν ὑπὲρ τοῦ Ἴλιον μὴ ἁλῶναι, όπου με στέρια λογικά επιχειρήματα υποστηρίζεται ότι οι Αχαιοί δεν ήταν δυνατό να πάρουν την Τροία, και ότι ο Όμηρος ψεύδεται (!), (β) τον Εὐβοϊκόν, όπου ο Δίων τάχα ναυαγεί και φιλοξενείται από έναν κυνηγό, που ζει σε ειδυλλιακό περιβάλλον, απομονωμένος με την οικογένειά του, πάμφτωχος, αλλά αγνός και ανέγγιχτος από τα ελαττώματα και τις σκοτούρες της αστικής κοινωνίας, (γ) τον Πρὸς Ἀλεξανδρεῖς, όπου κατηγορεί ανοιχτά τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας για ελαφρότητα και για ανάρμοστη συμπεριφορά στους αθλητικούς αγώνες και στις συναυλίες, όπου φανερώνονταν άγριοι και απαίδευτοι, και (δ) ένα νεανικό παίγνιο, το Κώμης ἐγκώμιον, που μας παραδόθηκε ενσωματωμένο στο Φαλάκρας ἐγκώμιον ενός μεταγενέστερου συγγραφέα, του Συνέσιου (4ος μ.Χ. αι.).
Ο Δίων έγραψε και άλλα έργα, φιλοσοφικά, όπως το Εἰ φθαρτὸς ὁ κόσμος, και ιστορικά, όπως τα Γετικά - όλα χαμένα.
Η γλώσσα και το ύφος του, διαμορφωμένα στα πρότυπα του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα, είναι σχετικά απλά και καλαίσθητα - και δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε αν οι σποραδικές παραχωρήσεις του στην Κοινή ήταν συνειδητές ή αθέλητες.

Φίλος του Δίωνα, διάσημος για τη ρητορική του δεινότητα, ήταν ο Αντώνιος Πολέμων από τη Λαοδίκεια του Πόντου (περ. 90-145 μ.Χ.). Η φήμη του τον οδήγησε γρήγορα στο περιβάλλον των αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αδριανού, που του ανάθεσε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό στα εγκαίνια του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Από τα πολλά του έργα σώζονται μόνο δύο φανταστικές αγορεύσεις, όπου ο πατέρας του Κυνέγειρου και ο πατέρας του στρατηγού Καλλίμαχου, που είχε και αυτός σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα, διεκδικούν καθένας για τον εαυτό του το δικαίωμα να εκφωνήσει τον επιτάφιο των πεσόντων.

ΗΡΩΔΗΣ Ο ΑΤΤΙΚΟΣ (101-177 μ.Χ.)

Γεννήθηκε από αρχοντική και πάμπλουτη οικογένεια του Μαραθώνα, σπούδασε στην Αθήνα και συνδέθηκε φιλικά με τον Πολέμωνα και τον Αδριανό. Τον αμύθητο πλούτο του τον αξιοποίησε ταξιδεύοντας και χρηματοδοτώντας κοινωφελή έργα - στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας, στην Ολυμπία, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και αλλού. Παράλληλα, η οικογενειακή του παράδοση (ο πατέρας του ήταν ενεργός ρωμαίος πολίτης), οι ικανότητές του και το κύρος του τον βοήθησαν να αποχτήσει μεγάλα αξιώματα στην Αθήνα και στη Ρώμη, όπου ο αυτοκράτορας Αντωνίνος τον ονόμασε Πραίτωρα και του ανάθεσε να εκπαιδεύσει τους γιους του.
Πλούτος και αξιώματα δε φέρνουν πάντα την ευτυχία. Ο Ηρώδης έχασε και πένθησε βαριά τη σύζυγό του, τη Ρηγίλλη, τις δύο θυγατέρες του και τον μικρότερό του γιο, άνοιξε δίκες για κληρονομικά θέματα, κατηγορήθηκε και ο ίδιος, δικάστηκε κλπ. Στήριγμά του η πετυχημένη συγγραφική του ενασχόληση και η διδασκαλία της ρητορικής στην Αθήνα.
Από τις διαλέξεις, εφημερίδες (ημερολόγια), επιστολές κλπ. που ξέρουμε ότι έγραψε δε σώθηκε παρά μία φανταστική συμβουλευτική ομιλία Περὶ πολιτείας, όπου προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ένας Λαρισινός παροτρύνει τους συμπολίτες του να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη εναντίον των Μακεδόνων. Γλώσσα και ύφος ακολουθούν τα αττικά πρότυπα τόσο πιστά ώστε οι φιλόλογοι να συζητούν αν η ομιλία είναι του Ηρώδη ή αν μήπως πραγματικά ανήκει στον 5ο π.Χ. αιώνα.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ (περ. 120-180 μ.Χ.)

Ο Λουκιανός ήταν Σύρος, γεννημένος στα Σαμόσατα, στις όχθες του Ευφράτη, από γονείς φτωχούς, που τον έστειλαν να μάθει λιθοξόος· ωστόσο, η κλίση του στα γράμματα ήταν τόσο ισχυρή, και την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία τις έμαθε τόσο καλά, ώστε να ζήσει ταξιδεύοντας (στη Μικρασία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλατία), δίνοντας διαλέξεις και συγγράφοντας, όπως κάθε άλλος επιτυχημένος σοφιστής της εποχής του. Σημαντική επίδραση στη ζωή του είχαν η συνάντηση με τον πλατωνικό φιλόσοφο Νιγρίνο στη Ρώμη, και η εγκατάστασή του στην Αθήνα από το 165 μ.Χ. και μετά. Τα μαθαίνουμε όλα αυτά από δικά του αυτοβιογραφικά έργα, όπως το Ἐνύπνιον («Όνειρο»), το Δὶς κατηγορούμενος κ.ά.
Από τα 70 και παραπάνω έργα του που έχουν σωθεί, ορισμένα, πρώιμα τα περισσότερα, δεν απομακρύνονται από τα θεματικά και μορφολογικά στερεότυπα της δεύτερης σοφιστικής. Εδώ ανήκουν κάποια ρητορικά γυμνάσματα, μια σειρά από προλαλιές, δύο εκφράσεις και ένα παίγνιο, το Μυίας ἐγκώμιον.
Το ιδιαίτερο στον Λουκιανό, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι το μοναδικό σατιρικό του χάρισμα. Η δηκτική και ειρωνική του διάθεση, η ικανότητά του να επινοεί και να παρουσιάζει κωμικές καταστάσεις, η ευστοχία του λόγου του - όλα τον τοποθετούν δίπλα στους μεγάλους κωμικούς της ελληνικής αρχαιότητας, τον Αριστοφάνη, τον Μένανδρο και τον Μένιππο, που άλλωστε τους χρωστούσε πολλά.
Ο Λουκιανός δεν άφησε τίποτα να μην το ειρωνευτεί, τίποτα που να μην το σατιρίσει με επιτυχία.
Δε δίστασε να διασύρει τους θεούς, π.χ. στο Θεῶν ἐκκλησία, στο Ζεὺς ἐλεγχόμενος και στο Ζεὺς τραγῳδός, όπου οι θεοί φοβούνται ότι οι φιλόσοφοι θα καταφέρουν τελικά να αποδείξουν την ανυπαρξία τους. Εδώ ανήκουν και οι Θεῶν διάλογοι και οι Ἐνάλιοι (θαλασσινοί) διάλογοι, όπου συζητώντας ανοιχτά μεταξύ τους θεοί και θεές αποκαλύπτουν όλες τους τις αδυναμίες, και όχι μόνο.
Ο Λουκιανός αγαπούσε πολύ το διαλογικό είδος, που το χειριζόταν έτσι ώστε να προσεγγίζει πότε τον φιλοσοφικό διάλογο και πότε την κωμωδία. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν, δίπλα στους θεϊκούς, οι περίφημοι Νεκρικοὶ διάλογοι, όπου κάτω στον Άδη οι νεκροί βρίσκονται απογυμνωμένοι από κάθε εξουσία και πλούτο, και οι ηθογραφικοί Ἑταιρικοὶ διάλογοι, όπου συζητούν και φανερώνουν τα μυστικά τους αθηναίες εταίρες της Κλασικής εποχής. Αντίθετα, τους φιλοσοφικούς διάλογους προσεγγίζουν μερικά από τα τελευταία του έργα, π.χ. ο Ἑρμότιμος, ο Εὐνοῦχος και το Περὶ ὀρχήσεως, όπου παρουσιάζεται να παίρνει μέρος και ο ίδιος ο Λουκιανός, με το εξελληνισμένο του όνομα Λυκίνος.
Η σάτιρα κορυφώνεται όταν άμεσα ή έμμεσα ο Λουκιανός στρέφεται εναντίον του εαυτού του και των ομοίων του.
Με το όνομά του σώζονται και 53 επιγράμματα, τα περισσότερα σατιρικά, αλλά ίσως όχι όλα δικά του.

Ιστοριογραφία

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (1ος π.Χ./1ος μ.Χ. αι.)

Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, που τον γνωρίσαμε και ως κήρυκα του αττικισμού , δημοσίευσε και ιστορικό έργο με τίτλο Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία, όπου παρουσίαζε την ιστορία της Ρώμης από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο, αφετηρία της ιστορίας του Πολύβιου (σ. 207). Τα πρώτα έντεκα βιβλία έχουν σωθεί αυτούσια· από τα υπόλοιπα εννιά έχουμε μόνο επιτομές και αποσπάσματα.
Ο Διονύσιος ξεκινά από την πεποίθηση ότι και στα πολεμικά και στα ειρηνικά έργα η ρωμαϊκή ηγεμονία ξεπερνά κάθε προηγούμενη, και υπόσχεται να δείξει (α) ότι οι οικιστές της Ρώμης δεν ήταν κάποιοι «ανέστιοι και πλάνητες βάρβαροι», όπως λέγεται, αλλά Έλληνες από τους καλύτερους, και (β) ότι το μεγαλείο της δεν το χρωστά στην τύχη, όπως ισχυρίστηκαν άλλοι «κακοηθέστατοι» ιστορικοί, αλλά «στην ευσέβεια και τη δικαιοσύνη» των κατοίκων της (1.4). Για το πρώτο στηρίχτηκε σε μύθους, για το δεύτερο στην ικανότητά του να ωραιοποιεί τα δεδομένα της ρωμαϊκής ιστορίας.
Πηγές του ήταν οι προγενέστεροι έλληνες και ρωμαίοι ιστορικοί και χρονογράφοι, γλώσσα του φυσικά η αττική διάλεκτος, πρότυπα ύφους οι ρήτορες των κλασικών χρόνων, αλλά βέβαια το αποτέλεσμα, όπως θα το περιμέναμε, είναι πολύ μέτριο.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ (περ. 95-175 μ.Χ.)

Ο Φλάβιος Αρριανός, από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, σπούδασε πρώτα στην Αθήνα, ύστερα στη Νικόπολη, όπου μαθήτεψε στον Επίκτητο, γοητεύτηκε από τη φιλοσοφία του και την κατάγραψε σε δύο έργα με τίτλο Ἐπικτήτου διατριβαί και Ἐγχειρίδιον. Στη συνέχεια, ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση, υπηρέτησε σε κρατικές θέσεις, συνδέθηκε φιλικά με τον αυτοκράτορα Αδριανό και τοποθετήθηκε πληρεξούσιος διοικητής της Καππαδοκίας - μεγάλη θέση. Αν και σημείωσε επιτυχίες, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό πεδίο, όπου αναχαίτισε τους Αλανούς, εισβολείς από τον Καύκασο, σε λίγα χρόνια αποσύρθηκε, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη συγγραφή.
Από τα έργα που σχετίζονται με τη δράση του δύο, ο Περίπλους Εὐξείνου Πόντου και η Τέχνη τακτική, σώθηκαν ολόκληρα· από ένα τρίτο, την Ἀλανική, μόνο ένα απόσπασμα. Από τα έργα της ύστερης συγγραφικής περιόδου έχουν χαθεί τρεις βιογραφίες και τρία μεγάλα ιστορικά έργα, τα Βιθυνιακά, τα Παρθικά και τα Μετ᾽ Ἀλέξανδρον· σώθηκαν όμως ο Κυνηγετικός, που συμπληρώνει τα Κυνηγετικά του Ξενοφώντα, η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, που ιστορεί την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου, και η Ἰνδική, έργο εθνογραφικό, γραμμένο σε ιωνική διάλεκτο κατά το πρότυπο του Ηρόδοτου.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να διαπιστώσουμε πόσα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία συνδέουν τον Αρριανό με τον Ξενοφώντα: όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός μαθήτεψε σε ένα φιλόσοφο και κατάγραψε τις απόψεις του δασκάλου του· όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός πολέμησε από ηγετική θέση στη Μικρασία· όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός αποσύρθηκε νωρίς από τη δράση και αφοσιώθηκε στη συγγραφή· η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις του Αρριανού αντιστοιχεί ως τίτλος στην Κύρου ἀνάβασις του Ξενοφώντα και ο Κυνηγετικός στα Κυνηγετικά. Οι ομοιότητες, θεληματικές και αθέλητες, είναι πραγματικά μεγάλες.
Σύγχρονος σχεδόν με τον Αρριανό ο Λουκιανός είχε διαπιστώσει ότι τα χρόνια εκείνα «δεν έμεινε άνθρωπος να μη συγγράφει ιστορία· όλοι μάς γίναν Θουκυδίδηδες και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες» - σωστά! Όμως ας μην αδικήσουμε έναν ιστορικό που ήξερε να διαλέγει τις πηγές του, που διασταύρωνε τις πληροφορίες του και που, ιδιαίτερα στην Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, μας έδωσε μιαν αξιόπιστη αφήγηση της εκστρατείας - αντικειμενική, όπου προσπάθησε βέβαια να δικαιολογήσει, όχι όμως και να αποκρύψει τις σκοτεινές πλευρές του Μεγαλέξανδρου. Όσο για τη συνειδητή μίμηση του Ξενοφώντα, αυτή τον βοήθησε να ακολουθήσει τον μέσο δρόμο και να διαμορφώσει έναν αττικό λόγο απλό, στρωτό και ευκολονόητο.

Μυθιστόρημα

Καινούριο ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, το μυθιστόρημα πιστεύουμε ότι σχηματίστηκε προς το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα για να ικανοποιήσει ως αφήγημα τις ανάγκες ενός όλο και μεγαλύτερου αναγνωστικού κοινού. Όμως από τα πρώτα αλεξανδρινά μυθιστορηματικά έργα (π.χ. από το φανταστικό ταξίδι στα νησιά του Ισημερινού, όπως το είχε περιγράψει ο Ιάμβουλος από τη Συρία, και από την ερωτική ιστορία του Νίνου και της Σεμίραμης στα παλάτια της Βαβυλώνας, όπως τη διηγόταν ένας άγνωστός μας συγγραφέας) δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.
Αν επιχειρούσαμε να ορίσουμε το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος, θα λέγαμε ότι αποτελεί μακρόπνοη διήγηση όπου τα πρόσωπα, οι τόποι και τα γεγονότα μπορεί ή να είναι όλα τελείως φανταστικά, ή να είναι άλλα φανταστικά άλλα πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και τόποι που ο συγγραφέας τα συσχετίζει και τα παρουσιάζει με περισσότερη ή λιγότερη ελευθερία. Το μυθιστόρημα, όπως από την αρχή παρουσιάστηκε, είναι εξαιρετικά σύνθετο είδος: μέσα του συνδυάζονται στοιχεία από το έπος, την τραγωδία και την κωμωδία, την ερωτική ποίηση, την ιστορία, τη βιογραφία, τη ρητορεία, την εθνογραφία, τις ταξιδιωτικές περιγραφές κ.ά.
Η τυπική για τα μυθιστορήματα υπόθεση έχει ως αφετηρία έναν κεραυνοβόλο και αμοιβαίο έρωτα, που όμως δεν ευοδώνεται, καθώς από κακή τύχη (ναυάγιο, αρπαγή, πειρατεία κ.τ.ό.) ο νέος και η κόρη βρίσκονται ο ένας μακριά από τον άλλον. Ακολουθούν πλήθος περιπέτειες, δοκιμασίες, κίνδυνοι, αγώνες και αγωνίες, ώσπου με τη βοήθεια των θεών η δύναμη της αγάπης τους και η πίστη τους ανταμείβονται: ξαναβρίσκονται, αναγνωρίζονται και ολοκληρώνουν τον έρωτά τους. Κατά κανόνα τα ονόματά τους συνθέτουν τον τίτλο του μυθιστορήματος.
Στον 1ο μ.Χ. αιώνα ανήκουν Τὰ περὶ Χαιρέαν καὶ Καλλιρρόην του Χαρίτωνα από την Αφροδισιάδα της Καρίας. Το μυθιστόρημα τοποθετείται στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Καλλιρρόη είναι τάχα κόρη του γνωστού μας Ερμοκράτη, στρατηγού των Συρακούσιων, και ο Χαιρέας γιος ενός πολιτικού αντιπάλου του - αλλά βέβαια ολόκληρη η υπόθεση, όπου παρεμβαίνουν ο Έρωτας, η Αφροδίτη και η Τύχη, είναι φανταστική.
Προς το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα φαίνεται να έχουν γραφτεί Τὰ κατ᾽ Ἄνθειαν καὶ Ἁβροκόμην ἐφεσιακά του Ξενοφώντα από την Έφεσο, ένα τυπικό στην υπόθεσή του μυθιστόρημα, όπου μέσα του συναντούμε αφομοιωμένα θέματα γνωστά μας από την τραγωδία: ο γιδοβοσκός, π.χ., που του δίνουν την Άνθεια γυναίκα, αλλά δεν την αγγίζει γιατί σέβεται την προτέραν εὐγένειαν, συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ο χωρικός σύζυγος της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.
Περιθωριακό ήταν το θέμα του έρωτα στο ταξιδιωτικό μυθιστόρημα του Αντώνιου Διογένη (1ος/2ος μ.Χ. αι.) Τὰ ὑπὲρ Θούλην[245] ἄπιστα, που μας σώθηκε σε περίληψη. Με αλλεπάλληλες περιπέτειες, συναντήσεις, διηγήσεις και αναδιηγήσεις ο Αντώνιος είχε καταφέρει σε 24 βιβλία να καταγράψει όλα τα απίστευτα που οι ήρωες του είδαν και έζησαν στις περιπλανήσεις τους όχι μόνο στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη αλλά και στις θάλασσες του Βορρά, ακόμα και στο φεγγάρι. Δίκαια το μυθιστόρημα θεωρήθηκε υπόδειγμα τερατολογίας, και ο Λουκιανός δεν έχασε την ευκαιρία να το παρωδήσει.
Μόνο σε περίληψη μας σώζονται τα Βαβυλωνιακά του Ιάμβλιχου από τη Συρία, που έζησε προς τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Η υπόθεση τοποθετείται στη Μεσοποταμία, όπου ο κακός βασιλιάς της Βαβυλώνας θέλει να παντρευτεί την όμορφη Σινωνίδα, που ωστόσο αγαπά τον Ροδάνη. Έτσι αρχίζουν μια σειρά από περιπέτειες, στην ξηρά και στα ποτάμια τούτη τη φορά, όπου συνεργούν αγριομέλισσες, κοράκια, μαγικά φίλτρα, θαυματουργές ιάσεις, χρυσάφια και φαντάσματα - στοιχεία που πολύ θυμίζουν ανατολίτικα παραμύθια.
Σύγχρονος του Ιάμβλιχου ήταν ο Αχιλλέας Τάτιος από την Αλεξάνδρεια, που έγραψε ένα από τα πιο γνωστά στον καιρό του μυθιστορήματα, Τὰ κατὰ Λευκίπην καὶ Κλειτοφῶντα. Η υπόθεση δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία· διαφορετικός είναι όμως ο τρόπος της αφήγησης: ο συγγραφέας έχει τάχα φτάσει στη Σιδώνα της Φοινίκης, στον ναό της Αστάρτης, όπου θαυμάζει, και περιγράφει αναλυτικά, ένα ζωγραφικό πίνακα με την αρπαγή της Ευρώπης. Εκεί γνωρίζει έναν όμορφο νέο, τον Κλειτοφώντα, που του διηγείται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Αυτός ο έμμεσος τρόπος αφήγησης, η έκφραση της εικόνας και πολλά ακόμα στοιχεία στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου μαρτυρούν τη συγγένεια που φυσικό ήταν να υπάρχει ανάμεσα στα μυθιστορήματα και στα έργα της δεύτερης σοφιστικής.
Στα κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα οι ήρωες δεν ήταν εξαρχής υποδειγματικοί εραστές· οι περιπέτειες ήταν που βάθυναν τον έρωτα και στέριωσαν την πίστη τους. Αντίθετα, στο μυθιστόρημα Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην του Λόγγου από τη Λέσβο (2ος/3ος μ.Χ. αι.) ο δεκαπεντάχρονος βοσκός και η δεκατριάχρονη βοσκοπούλα είναι, στο ειδυλλιακό περιβάλλον της Μυτιλήνης όπου ζουν, πέρα για πέρα αυθόρμητοι, απλοί και απονήρευτοι. Αυτή τους την αθωότητα διατηρούν, και αυτή τους προστατεύει σε ολόκληρη τη διήγηση, ώσπου ύστερα από πολλές περιπέτειες να σμίξουνε ξανά και να ευτυχήσουν.

ΗΛΙΟΔΩΡΟΥ ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ

Το διασημότερο μυθιστόρημα των ελληνορωμαϊκών χρόνων ήταν, δίκαια, τα Αἰθιοπικά του Ηλιόδωρου από την Έμεσα της Φοινίκης (3ος/4ος μ.Χ. αι.). Πρωταγωνίστρια η Χαρίκλεια, κόρη του βασιλικού ζεύγους της Αιθιοπίας, που όμως είχε γεννηθεί λευκή και η μητέρα της την έστειλε να μεγαλώσει στους Δελφούς. Εκεί γνώρισε τον Θεσσαλό αθλητή Θεαγένη, απόγονο τάχα του Αχιλλέα, τον αγάπησε, φύγαν μαζί για την Αιθιοπία, αλλά τους έπιασαν ληστές στις εκβολές του Νείλου. Εδώ, στη μέση της υπόθεσης, αρχίζει το μυθιστόρημα, που συνεχίζεται με χίλιες μύριες περιπέτειες, ώσπου η Χαρίκλεια να αναγνωριστεί από τους γονείς της, να παντρευτεί τον αγαπημένο της και να ανακηρυχτούν και οι δύο ιερείς του Απόλλωνα Ηλίου.
Αυτή η απροσδόκητη ιεροσύνη, η επιμονή του συγγραφέα να συζητά θέματα θεϊκής πρόνοιας και δικαιοσύνης, η αναμφισβήτητη ορθοφροσύνη και ευσέβεια όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και άλλων προσώπων - όλα τοποθετούν τα Αἰθιοπικά σε ένα χαρακτηριστικό για την εποχή τους κλίμα βαθιάς θρησκευτικότητας. Δεν απορούμε όταν νεότεροι συγγραφείς υποστήριξαν ότι ο Ηλιόδωρος έγινε αργότερα χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος.
Αναμφισβήτητα, ο Ηλιόδωρος είχε ταλέντο: επινόησε την πλοκή, ταχτοποίησε την ύλη, ζωντάνεψε τα πρόσωπα, δημιούργησε δραματικές καταστάσεις - όλα με αξιοπρόσεχτη αφηγηματική μαστοριά. Είναι πραγματικά κρίμα που η αττικιστική γλώσσα και το συνακόλουθο επίπλαστο ύφος εμείωναν την αξία ενός έργου που ωστόσο η επιτυχία του και η επίδρασή του ήταν για πολλούς αιώνες μεγάλη.

Άλλοι πεζογράφοι

Από την Ελληνορωμαϊκή εποχή σώζονται και μια ολόκληρη σειρά από έργα που είναι δύσκολο να ενταχτούν σε κάποιο από τα γνωστά μας λογοτεχνικά είδη.

ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ (2ος μ.Χ. αι.)

Το μόνο που ξέρουμε για τον Παυσανία τον περιηγητή είναι ότι ταξίδεψε πολύ: στη Μικρασία, στην Ιταλία, στη Συρία, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα. Ταξιδιωτικό είναι και το μοναδικό έργο που σώθηκε με το όνομά του, η Ἑλλάδος περιήγησις.
Περιοδεύοντας την Ελλάδα ο Παυσανίας φρόντιζε να σημειώνει τις διαδρομές, να μαζεύει ιστορικές και μυθολογικές πληροφορίες για τα μέρη που επισκεπτόταν και πάνω απ᾽ όλα να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα αρχιτεκτονικά μνημεία, τους ναούς, τα αγάλματα και όσα άλλα αξιοθέατα συναντούσε. Η Ἑλλάδος περιήγησις χωρίζεται σε δέκα βιβλία, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους ονομάστηκαν Ἀττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Μεσσηνιακά, Ἠλειακά (2 βιβλία), Ἀχαϊκά, Ἀρκαδικά, Βοιωτικά και Φωκικά.
Δεν ξέρουμε ως ποιο σημείο ο περιηγητής πέτυχε τον στόχο του, να καθοδηγεί και να κατατοπίζει νεότερους ταξιδιώτες· όμως για μας η περιγραφή των τόπων και των μνημείων της Ελλάδας από έναν προσεκτικό και αξιόπιστο επισκέπτη του 2ου μ.Χ. αιώνα είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Ο Παυσανίας είδε με τα μάτια του και περιγράφει το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, έργο του Φειδία, την Ποικίλη στοά της Αθήνας με τους ανδριάντες και τη ζωγραφική της διακόσμηση, τη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς, με την άλωση της Τροίας όπως την είχε αποδώσει ο Πολύγνωτος, και πλήθος ακόμα σημαντικά έργα που αργότερα καταστράφηκαν.

Φιλοσοφία

Η Αθήνα εξακολούθησε και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και ο ρόλος της ενισχύθηκε, όταν το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος  φρόντισε να ιδρυθούν στην Αθήνα τέσσερις φιλοσοφικές έδρες, από μία για την Ακαδημία, τον Περίπατο, τη Στοά και τους επικούρειους - όχι φυσικά για τους σκεπτικούς, που αμφισβητούσαν τα πάντα.
Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ή κατευθύνσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν, με τους εκπροσώπους τους να διδάσκουν, να ερμηνεύουν, να συμπληρώνουν αν όχι και να προάγουν τη σκέψη του ιδρυτή της σχολής και των διαδόχων του. Ωστόσο, ήδη από τα τελευταία ελληνιστικά χρόνια οι φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να συγκλίνουν, φαινόμενο που τώρα, στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, γενικεύτηκε: οι οπαδοί μιας σχολής δε δίσταζαν να υιοθετούν ιδέες από άλλες κατευθύνσεις, και η φιλοσοφική σκέψη έτεινε να ενοποιηθεί σε ένα και μόνο σύστημα, εκλεκτικό.
Μην ξεχνούμε ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια δίπλα στη φιλοσοφία αναπτυσσόταν μια νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, που η αποκαλυπτική διδασκαλία του δεν έλυνε μόνο τα ηθικά προβλήματα και υπαγόρευε έναν ενάρετο τρόπο ζωής, αλλά ακόμα ικανοποιούσε τις μεταφυσικές ανάγκες των πιστών και ξάνοιγε προοπτικές για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή στο υπερπέραν.
Υποχρεωμένη να τον συναγωνιστεί, η φιλοσοφία φυσικό ήταν να δώσει και αυτή έμφαση στις υπερβατικές και μυστηριακές της όψεις. Έτσι, για ένα διάστημα άνθισε πάλι ο πυθαγορισμός· έτσι, στο φιλοσοφικό πεδίο κυριάρχησε τελικά ο νεοπλατωνισμός, που είχε αφομοιώσει πλήθος στοιχεία από άλλες σχολές και παρουσίαζε έντονα μεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις.

Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (30 π.Χ.)

Σταθμό στο κατώφλι της Ελληνορωμαϊκής εποχής αποτέλεσε η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο. Όπως ήταν φυσικό, η έκδοση, όπου για πρώτη φορά η αριστοτελική φιλοσοφία παρουσιαζόταν σε όλη της την έκταση και ως ολοκληρωμένο σύστημα, έδωσε στο Λύκειο νέα ζωή - και απασχόληση.
Οι αριστοτελικές πραγματείες ήταν συνοπτικές και δυσνόητες τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα. Έτσι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την έκδοση, μια ολόκληρη σειρά από περιπατητικούς φιλοσόφους ασχολήθηκαν με το να μελετήσουν, να σχολιάσουν, να ερμηνέψουν και να παραφράσουν τα αριστοτελικά έργα, που χωρίς τη φροντίδα τους θα εξακολουθούσαν να μένουν άγνωστα.
Πρώτος ο ίδιος ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο ενσωμάτωσε στην έκδοση μια δική του εισαγωγή και πρόσθεσε τη βιογραφία του Αριστοτέλη, έναν κατάλογο των έργων του και ορισμένα σχόλια. Ακολούθησαν ο μαθητής του Βόηθος από τη Σιδώνα, που σχολίασε τα Φυσικά, τις Κατηγορίες και τα Ἀναλυτικὰ πρότερα, ο Ξέναρχος από τη Σελεύκεια, που αν και περιπατητικός διαφωνούσε με βασικές αριστοτελικές θέσεις, ο Νικόλαος από τη Δαμασκό, που τον γνωρίσαμε και ως ιστορικό  κ.ά. Κοινό τους γνώρισμα η τάση να εισάγουν στην αριστοτελική φιλοσοφία, όπως την ερμήνευαν, στοιχεία από την ακαδημαϊκή και στωική θεωρία.

Σημαντικό πνευματικό κέντρο ήταν από τα ελληνιστικά χρόνια, και διατηρήθηκε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, και η Αλεξάνδρεια. Εκεί, όπου η ιουδαϊκή παροικία ήταν, θυμίζουμε, η μεγαλύτερη μετά την ελληνική, πραγματοποιήθηκε, τέλος του 1ου π.Χ. και αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, μια σημαντική, προχριστιανική, προσέγγιση του ιουδαϊσμού με την ελληνική φιλοσοφία.

ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ (1ος π.Χ/1ος μ.Χ. αι.)

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από οικογένεια που ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, πολιτικά ισχυρή και γλωσσικά εξελληνισμένη, τόσο ώστε ο Φίλων να μη γνωρίζει καν τα εβραϊκά και να συγγράφει τα θεολογικά και φιλοσοφικά του έργα στην Κοινή. Το μόνο που ξέρουμε για τη ζωή του είναι ότι επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, όπου το 40 μ.Χ. υπερασπίστηκε ως διπλωματικός αποσταλμένος τα συμφέροντα των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας.
Αφετηρία του είχε πάντα την Παλαιά Διαθήκη, όπως τη γνώριζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, και η προσήλωσή του στην ιουδαϊκή πνευματική παράδοση έστεκε ακλόνητη. Ωστόσο, ο ίδιος έδωσε σε δύο από τα έργα του, στον Ἀλέξανδρον και στο Περὶ προνοίας, τη χαρακτηριστικά πλατωνική διαλογική μορφή και δε δίστασε, ερμηνεύοντας τα ιουδαϊκά ιερά κείμενα, να χρησιμοποιήσει ελληνικούς τρόπους προσέγγισης, όπως στο Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίαι, και να υιοθετήσει ελληνικές, στωικές ή άλλες ιδέες, όπως στο Περὶ τὸ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον.
Από τα πάμπολλα έργα του, άλλα, όπως το Περὶ βίου Μωυσέως, διασώθηκαν αυτούσια· άλλα, όπως ορισμένα υπομνήματα στην Πεντάτευχο, σε αρμενική μετάφραση· άλλα, όπως η Ἀπολογία ὑπὲρ Ἰουδαίων, δε μας είναι γνωστά παρά από αποσπάσματα που παράθεσαν στα συγγράμματά τους νεότεροι χριστιανοί συγγραφείς.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (περ. 50-138 μ.Χ.)

Γεννήθηκε δούλος στην Ιεράπολη της Φρυγίας, αλλά είχε την τύχη να υπηρετήσει στη Ρώμη έναν εξαιρετικά πλούσιο και μορφωμένο απελεύθερο, τον Επαφρόδιτο, που του έδωσε την άνεση να μαθητέψει στον στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο Ρούφο  και αργότερα τον απελευθέρωσε. Διδάσκοντας πια ο ίδιος, ο Επίκτητος έμεινε στη Ρώμη ως τη χρονιά που ο Δομιτιανός εξόρισε όλους τους φιλοσόφους (89 μ.Χ.). Διωγμένος από την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου συνέχισε να διδάσκει με μεγάλη επιτυχία ως τον θάνατό του.
Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα· είχε όμως μαθητή τον γνωστό μας ιστορικό Φλάβιο Αρριανό, που με επιμέλεια κατάγραψε κατά λέξη, στην Κοινή, όπως ακούγονταν, τα μαθήματά του (Περὶ ἀταραξίας, Πῶς φέρειν δεῖ τὰς νόσους, Πρὸς επικούρειους καὶ ἀκαδημαϊκούς κλπ.), και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Διατριβαί. Από τα οκτώ βιβλία των Διατριβῶν έχουν σωθεί τα τέσσερα, και ένα ξεχωριστό βιβλίο, το Ἐγχειρίδιον, όπου πάλι ο Αρριανός είχε συνοψίσει την ηθική διδασκαλία του δασκάλου του. Η φιλοσοφία του Επίκτητου ήταν βασικά στωική, με στοιχεία κυνισμού. Απευθυνόταν στον μέσο άνθρωπο, συστήνοντάς του να πολεμήσει τα πάθη του με το λογικόν και να ακολουθήσει ελεύθερος την θείαν διοίκησιν.

Έχει σωστά παρατηρηθεί ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια η Στοά είχε αναδείξει δύο εξαιρετικά σημαντικούς φιλόσοφους: ένα δούλο, τον Επίκτητο, και έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, και, όπως ήταν φυσικό, καθένας τους μίλησε με τον δικό του τρόπο: ο Επίκτητος απευθυνόταν στους πολλούς, με λογικά επιχειρήματα· ο Μάρκος Αυρήλιος στον εαυτό του, με αφορισμούς.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ (121-180 μ.Χ.)

Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε μαθητέψει στον διάσημο ρωμαίο ρήτορα και ρητοροδιδάσκαλο Φρόντωνα και στον Ηρώδη τον Αττικό. Και οι δύο τον προόριζαν για ρήτορα, αλλά τελικά υπερίσχυσε η κλίση του προς τη φιλοσοφία. Ως αυτοκράτορας στάθηκε άτυχος: εξωτερικοί εχθροί και εσωτερικοί επαναστάτες τον υποχρέωσαν να περάσει τα περισσότερα από τα είκοσι χρόνια της εξουσίας του σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Το έργο του Εἰς ἑαυτόν είναι ένα είδος ημερολόγιο όπου ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας κατάγραφε με συντομία παρατηρήσεις (π.χ. «όσοι υμνήθηκαν πολύ έχουν ήδη παραδοθεί στη λήθη, και αυτοί που τους υμνούσαν έχουν από καιρό εξαφανιστεί», 7.6), αφοριστικές κρίσεις (π.χ. ὁ ἀδικῶν ἑαυτὸν ἀδικεῖ, ἑαυτὸν κακὸν ποιῶν, 9.4), συμβουλές και κατηγορικές προσταγές προς τον εαυτό του (π.χ. μὴ αἰσχύνου βοηθούμενος, 7.7).
Η φιλοσοφία του αντλεί πολλά από τον Ποσειδώνιο και τον Επίκτητο και εστιάζεται στην ηθική συμπεριφορά, συστήνοντας εσωτερική ελευθερία από τα πάθη, ηρεμία, μετριοπάθεια, πραότητα και ανοχή - αρετές που χαρακτήριζαν και τον ίδιο. Μόνο απέναντι στους χριστιανούς στάθηκε άτεγκτος· ίσως γιατί έβλεπε πόσο εύκολα η θρησκεία τους θα μπορούσε με την ηθική διδασκαλία της να υποκαταστήσει κάθε πρακτική φιλοσοφία.

ΣΕΞΤΟΣ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (2ος μ.Χ. αι.)

Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι ήταν γιατρός, της εμπειρικής σχολής του Ηρόφιλου. Σώζονται όμως τα έργα του (α) Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις, μια σύνοψη των απόψεων του Πύρρωνα, ιδρυτή της σχολής των σκεπτικών, και (β) Σκεπτικά, που απαρτίζονται από πέντε βιβλία Πρὸς δογματικούς, δηλαδή εναντίον όλων των φιλοσόφων που πιστεύουν στην ακλόνητη ορθότητα της θεωρίας τους, και έξι βιβλία Πρὸς μαθηματικούς, δηλαδή εναντίον όλων όσων αγαπούν τη μάθηση, κατέχουν ή και διδάσκουν ένα συγκεκριμένο μάθημα: των γραμματικών, των ρητοροδιδασκάλων, των αστρονόμων, των φυσικών, των μαθηματικών με τη σημερινή έννοια, των μουσικών κλπ.
Σε όλους αυτούς ο Σέξτος καταφέρνει, εφαρμόζοντας με πολλή επιδεξιότητα την αρχή του Πύρρωνα ότι παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται, να αποδείξει όχι μόνο ότι όσα νομίζουν ότι γνωρίζουν είναι ανυπόστατα, αλλά και ότι κάθε τους προσπάθεια να γνωρίσουν κάτι βέβαιο και σωστό είναι εξαρχής μάταιη.
Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι «κλονίζοντας [με τα επιχειρήματά τους] τις γνωστικές δυνατότητες του ορθολογισμού, οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού βοήθησαν, άθελά τους, να ανοίξει ο δρόμος για τον μυστικισμό.»

Γύρω στα 200 μ.Χ. ένας εύπορος πολίτης στα Οινόανδα της Λυκίας, ο Διογένης, φανατικός οπαδός της φιλοσοφίας του Επίκουρου, καθόρισε μετά τον θάνατό του να κατασκευαστεί μια τεράστια επιγραφή (πάνω από 40 μέτρα μάκρος!) «για το καλό της πόλης και των ξένων που την επισκέπτονται». Η επιγραφή, που βρέθηκε κομματιασμένη και δημοσιεύτηκε από τους αρχαιολόγους, περιείχε τέσσερα δικά του συγγράμματα, αποφθέγματα και επιστολές - όλα στο πλαίσιο της επικούρειας φιλοσοφίας.
Σύγχρονος του Διογένη πρέπει να ήταν ο περιπατητικός Αριστοκλής από τη Μεσσήνη της Σικελίας, συγγραφέας ενός έργου Περὶ φιλοσοφίας, απ᾽ όπου μας σώζονται αποσπάσματα. Μαθητής του ήταν ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα της Κιλικίας (2ος/3ος μ.Χ. αι.), κάτοχος της έδρας του Περιπάτου που είχε ιδρύσει ο Μάρκος Αυρήλιος στην Αθήνα. Αποτελούσε βέβαια υπερβολή, όταν οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν δεύτερον Ἀριστοτέλη· όχι όμως και όταν τον χαρακτήριζαν ἐξηγητὴν κατ᾽ ἐξοχήν: τα ερμηνευτικά του υπομνήματα (στη Μεταφυσική, στα Αναλυτικά, στα Μετεωρολογικά κ.ά.) χαρακτηρίζονται από αυστηρή μέθοδο και σπάνια ευθυκρισία.
Το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα της ελληνικής αρχαιότητας, ο νεοπλατωνισμός, εμφανίστηκε και αναπτύχτηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Τυπικά αποτελούσε τη συνέχεια του πλατωνισμού της Ακαδημίας, όπου είχαν στο μεταξύ αφομοιωθεί πλήθος πυθαγορικά, αριστοτελικά, στωικά κ.ά. στοιχεία. Ουσιαστικά όμως ο νεοπλατωνισμός εξελίχτηκε σε ένα πραγματικά καινούργιο κίνημα: με την ιδεοκρατία, με την υποτίμηση του αισθητού κόσμου και με την προβολή εννοιών όπως το απόλυτο, η ψυχική κάθαρση κ.τ.ό. ανταποκρίθηκε καλύτερα από κάθε άλλη φιλοσοφική διδασκαλία στις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων της ύστερης Ελληνορωμαϊκής εποχής που αποζητούσαν μεταφυσική λύτρωση από την πραγματικότητα.
Πρωτοπόρος του νεοπλατωνισμού θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς από την Αλεξάνδρεια (2ος/3ος μ.Χ. αι.), που γεννήθηκε χριστιανός αλλά προτίμησε να γίνει εθνικός και φιλόσοφος. Ο Αμμώνιος δεν άφησε γραπτό έργο και η διδασκαλία του μας είναι άγνωστη. Είχε όμως, ως δάσκαλος της πλατωνικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια, σημαντικούς μαθητές, ανάμεσά τους τον αναμφισβήτητο αρχηγέτη του νεοπλατωνισμού, τον Πλωτίνο.

ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205-270 μ.Χ.)

Γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, όπου είκοσι οκτώ χρονών γνώρισε τον Αμμώνιο Σακκά, ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του και έμεινε κοντά του έντεκα χρόνια. Στη συνέχεια, για να γνωρίσει την περσική και ινδική φιλοσοφία, ακολούθησε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' στην εκστρατεία του στη Μεσοποταμία· γρήγορα όμως ο Γορδιανός σκοτώθηκε και ο Πλωτίνος ταξίδεψε, πρώτα στην Αντιόχεια, ύστερα στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε και έμεινε διδάσκοντας τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του.
Η ασκητική προσωπικότητα και η διδασκαλία του εντυπωσίασαν τους Ρωμαίους· η φήμη για τη σοφία και τη δικαιοσύνη του απλώθηκε, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον παρακαλούσαν να επιλύσει τις διαφορές τους ή να διαχειριστεί ως θετός πατέρας τις περιουσίες παιδιών που είχαν ορφανέψει. Οι μαθητές του ήταν πολλοί και αξιόλογοι· όμως πάλι δεν απορούμε μαθαίνοντας ότι επιχείρησε, αλλά δεν κατάφερε, να διαμορφώσει τη διδασκαλία του στο πρότυπο του σωκρατικού διαλόγου, γιατί οι συζητήσεις διεξάγονταν ἀταξίας πλήρεις καὶ πολλῆς φλυαρίας (Βίος 3.37).
Ακολουθώντας τον δάσκαλό του τον Αμμώνιο και τον Σωκράτη, ο Πλωτίνος δεν έδινε σημασία στον γραπτό λόγο. Αργά και με δυσκολία οι μαθητές του τον έπεισαν να συγγράψει. Έτσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πλωτίνος κατάγραψε 54 κεφάλαια από τη φιλοσοφία του. Τα παράδωσε στους μαθητές του, και από αυτούς ο Πορφύριος  τα ταχτοποίησε σε έξι ομάδες των εννέα κεφαλαίων, ανάλογα με το θέμα τους, και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Ἐννεάδες. Ο Πλωτίνος έγραψε σαν να μιλούσε: η γλώσσα του είναι μεικτή, η σύνταξή του ανώμαλη, το ύφος του άτσαλο και η ορολογία του συχνά επινοημένη από τον ίδιο· παρ᾽ όλα αυτά, ο λόγος του έχει ζωντάνια και θα διαβαζόταν ευχάριστα, αν δεν ήταν τα νοήματα τόσο πολύπλοκα και αφηρημένα.
Ο Πλωτίνος δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έφερε στη φιλοσοφία κάτι καινούργιο. Αντίθετα, επέμενε να λέει πως άλλο δεν έκανε από το να ερμηνεύει τους προκατόχους του, τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς. Σωστά· όμως καινούργια ήταν ακριβώς η ερμηνεία που έδωσε στην πλατωνική θεωρία, η σύνθεση της συσσωρευμένης ακαδημαϊκής γνώσης, ο τρόπος που συστηματοποίησε το διάχυτο υλικό - η συνολική εικόνα του πλατωνισμού, όπως την πρόβαλλε γοητεύοντας το κοινό του. Χαρακτηριστική η διδασκαλία του για το πλατωνικό ἕν, που πια όχι μόνο ταυτιζόταν με την αρετή και την ομορφιά, αλλά και αποτελούσε την πηγή όλων των όντων. Με αυτό το σχεδόν θεοποιημένο, ανεξάρτητο και απόλυτο ἕν ο Πλωτίνος δίδασκε ότι μπορούσαν οι άνθρωποι, με άσκηση και μυστική έκσταση, να ενωθούν - κάτι που ο ίδιος, αν πιστέψουμε τον Πορφύριο, το κατόρθωσε τέσσερις φορές.

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (234-301/4 μ.Χ.)

Ο Πορφύριος ήταν Σύρος από την Τύρο. Μαθήτεψε πρώτα στην αθηναϊκή Ακαδημία, ύστερα για πέντε χρόνια στη σχολή του Πλωτίνου στη Ρώμη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στη Σικελία· γύρισε όμως στη Ρώμη μετά τον θάνατο του δασκάλου του για να τον διαδεχτεί στη σχολαρχία.
Ο Πορφύριος επιμελήθηκε, όπως είδαμε, την έκδοση των Ἐννεάδων του Πλωτίνου· έγραψε όμως και ο ίδιος πολλά. Από τα 65 έργα που ξέρουμε ότι είχε συγγράψει δε σώθηκαν παρά τα εννέα, ανάμεσά τους το πολύτιμο Περὶ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, και ένα ακόμα βιογραφικό, ο Πυθαγόρου βίος. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν Νυμφῶν ἄντρου, όπου η γνωστή μας σπηλιά της Ιθάκης ερμηνεύεται αλληγορικά ως σύμβολο του αισθητού κόσμου ἐν ᾧ ὡς μεγίστῳ ἱερῷ αἱ ψυχαὶ διατρίβουσιν (12), και η Πρὸς Μαρκέλλαν, τη σύζυγό του, συμβουλευτική επιστολή, όπου πίστις, ἀλήθεια, ἔρως και ἐλπίς προβάλλονται ως τέσσερα στοιχεῖα που βοηθούν να προσεγγίσει ο άνθρωπος τον θεό. Από τα χαμένα του έργα ας θυμηθούμε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν, όπου ο φιλόσοφος διαφωνούσε με τη βιβλική κοσμογένεση, την ενανθρώπιση του Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία.
Τον Πορφύριο τον απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλο η προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής του, κατανικώντας με τον νου και τη θέληση τα πάθη και τους δαίμονες (!) που την κατοικούν. Ωστόσο, η σκέψη του δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη· και ο ίδιος έδινε μεγαλύτερη σημασία στην ορθή κατανόηση, τον σχολιασμό και τη διάδοση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, όπου η συμβολή του στάθηκε αλήθεια σημαντική.

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ (περ. 250-325 μ.Χ.)

Ο Ιάμβλιχος ήταν Σύρος, όπως και ο Πορφύριος, που τον δίδαξε φιλοσοφία στη Ρώμη, αλλά βέβαια αυτό δεν εμπόδισε μαθητής και δάσκαλος να διαφωνήσουν αργότερα σε πολλά. Βαθύτατα θρησκευτική και μυστικιστική φύση, ο Ιάμβλιχος πίστευε και αυτός στην ύπαρξη των δαιμόνων· ενώ όμως ο Πορφύριος κρατούσε αποστάσεις από τη μαντική, τη μαγεία και κάθε προσπάθεια επηρεασμού των θεών με απόκρυφες τελετές και μαγγανείες, ο Ιάμβλιχος τις έκρινε απαραίτητες προκειμένου ο φιλόσοφος να προσεγγίσει, με τη μεσολάβηση των δαιμόνων, τη θεϊκή γνώση.
Όπως θα το περιμέναμε, η ροπή του προς τον μυστικισμό και τη θεοσοφία τον οδήγησε να μελετήσει σε βάθος τον πυθαγορισμό και να θελήσει να τον διαδώσει. Από το πολυσύνθετο έργο του Συναγωγὴ πυθαγορείων δογμάτων σώζονται το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου, το Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς φιλοσοφίαν, τα Θεολογούμενα τῆς ἀριθμητικῆς κ.ά. Ακόμα, ως γνήσιος νεοπλατωνικός, ο Ιάμβλιχος δεν παράλειψε να σχολιάσει ορισμένα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, πιστεύοντας ότι ο τελευταίος μιλούσε με αἰνίγματα (υπαινιγμούς) και προτείνοντας νέους τρόπους ερμηνείας.

Την προσέγγιση της φιλοσοφίας με τη θρησκεία εκφράζει και ένα κίνημα, ο ερμητισμός, που γι᾽ αυτόν αναρωτιόμαστε αν αποτελούσε φιλοσοφικό σύστημα με θρησκευτικές προεκτάσεις ή, πιο σωστά, εκστατική (μονοθεϊστική!) θρησκεία με φιλοσοφικά ερείσματα. Το ξεκίνημά του τοποθετείται στα αλεξανδρινά χρόνια, η ακμή του στην Ελληνορωμαϊκή εποχή. Στην ελληνική γραμματεία αντιπροσωπεύεται από τον Ἑρμῆν τρισμέγιστον,  ένα σώμα από ποικίλους λόγους όπου μέσα τους συνυπάρχουν συμβατά ή και αντιφατικά στοιχεία από πολλές θρησκείες. Πρώτος και σπουδαιότερος λόγος ο Ποιμάνδρης («ποιμὴν ἀνδρῶν»), όπου ο ομώνυμος Θεός-Νοῦς αποκαλύπτει μυστικές αλήθειες για τη δημιουργία του κόσμου.

Επιστήμες

ΣΤΡΑΒΩΝ (64 π.Χ.-24 μ.Χ.)

Ο Στράβων γεννήθηκε από διάσημη οικογένεια στην Αμάσεια του Πόντου και σπούδασε στη Νύσα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη. Ο ίδιος το λέει με υπερηφάνεια στα Γεωργικὰ ὑπομνήματα πως ταξίδεψε πολύ, και φυσικά δεν παραλείπει, περιγράφοντας τις διάφορες χώρες, να σημειώνει τις προσωπικές του παρατηρήσεις ή και να διηγείται, π.χ., πώς, περνώντας από τη Γυάρο, συνταξίδεψε με έναν ψαρά που πήγαινε αποσταλμένος στον Οκταβιανό να ζητήσει μείωση της φορολογίας του νησιού. Το έργο καλύπτει 17 βιβλία και σώθηκε σχεδόν ολόκληρο.
Στο πρώτο βιβλίο ο Στράβων μνημονεύει και αξιολογεί όσους είχαν πριν από τον ίδιο ασχοληθεί με γεωγραφικά θέματα, ιδιαίτερα τον Όμηρο, που πολύ σωστά τον κρίνει ως ποιητή και όχι ως γεωγράφο, και τον Ερατοσθένη. Στο δεύτερο βιβλίο εκθέτει, πάντα με αναφορές στους προγενέστερους, τις απόψεις του σε θέματα της αριθμητικής γεωγραφίας, που μελετά το σχήμα της γης, τους μεσημβρινούς, τους παραλλήλους, τη χαρτογράφηση κ.τ.ό. Τα υπόλοιπα βιβλία καλύπτει η περιγραφή των διαφόρων περιοχών, αρχίζοντας από την Ισπανία, τη Γαλατία, τη Βρετανία και τις Άλπεις, περνώντας από την Ελλάδα, τον Καύκασο, την Αρμενία, τη Μικρασία, την Περσία και τις Ινδίες, και καταλήγοντας στη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αραβία, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και τη Λιβύη. Για όλες αυτές τις περιοχές ο Στράβων καταγράφει, πέρα από τα καθαρά γεωγραφικά δεδομένα, και όσες ακόμα εθνογραφικές, θρησκειολογικές, μυθολογικές κ.ά. πληροφορίες είχε συλλέξει από τα ταξίδια του και τα διαβάσματά του.
Πριν ασχοληθεί με τα Γεωγραφικά, ο Στράβων είχε ολοκληρώσει σε 43 βιβλία τα χαμένα για μας Ἱστορικὰ ὑπομνήματα: τέσσερα βιβλία εισαγωγικά, με αναδρομή στην ελληνική ιστορία, και στη συνέχεια τὰ μετὰ Πολύβιον γεγονότα ως τη δολοφονία του Καίσαρα (144-44 π.Χ.).

ΗΡΩΝ (1ος μ.Χ. αι.)

Ο Ήρων ο μηχανικός, όπως ονομάστηκε, γεννήθηκε και εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια. Από τα έργα του ορισμένα σώζονται αυτούσια, άλλα σε αραβική ή λατινική μετάφραση, άλλα αποσπασματικά - όλα εξαιρετικά πολύτιμα, καθώς ανακεφαλαιώνουν τα τεχνολογικά επιτεύγματα αιώνων.
Ο Ήρων είχε την ικανότητα να περιγράφει με ακρίβεια, με λεπτομέρειες και με σχήματα την κατασκευή και τη λειτουργία των διαφόρων μηχανών. Έτσι παρουσίασε στα Μηχανικά του απλές μηχανές (μοχλούς, κοχλίες, βαρούλκα, γρανάζια κ.τ.ό.), στα Βελοποιικά του τις βλητικές (τόξα, σφεντόνες, καταπέλτες κ.τ.ό.), στα Πνευματικά του όσες λειτουργούσαν με συμπιεσμένο αέρα, υδραυλική πίεση και ατμό (!), στη Διόπτρα όσες χρησίμευαν για τη μέτρηση των αποστάσεων και την οδοποιία, τέλος, στο Περὶ αὐτοματοποιητικῶν ορισμένα θαύματα, συσκευές-ρομπότ που λειτουργούσαν αυτόματα με στόχο να εκπλήξουν τους θεατές, π.χ. ένας ναός του Διονύσου, σε μικρογραφία, με τον βωμό να ανάβει από μόνος του, με τις βάκχες να χορεύουν μετὰ τυμπάνων, και από το άγαλμα του θεού να αναβλύζει κρασί.
Παράλληλα, στο μαθηματικό πεδίο ο Ήρων σχολίασε και συμπλήρωσε τα Στοιχεῖα του Ευκλείδη, μελέτησε τους γεωμετρικούς ορισμούς και συστηματοποίησε τις μετρήσεις όγκων και επιφανειών. Δικός του παραδίδεται πως ήταν ο τύπος για τον υπολογισμό του εμβαδού ενός τριγώνου όταν γνωρίζουμε το μήκος των πλευρών του.

ΓΑΛΗΝΟΣ (περ. 130-200 μ.Χ.)

Πραγματικά, ο Γαληνός από την Πέργαμο σπούδασε πρώτα φιλοσοφία και μαθηματικά, αργότερα ιατρική στην πατρίδα του, στη Σμύρνη, στην Κόρινθο και στην Αλεξάνδρεια. Στην αρχή εργάστηκε ως γιατρός των μονομάχων· γρήγορα όμως μεταπήδησε στη Ρώμη, όπου έζησε και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, διάσημος και αναγνωρισμένος από τους αυτοκράτορες.
Τα συγγράμματά του είναι τόσο πολλά, ώστε ο ίδιος φρόντισε να τα απαριθμήσει στο Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων και να τα κατατάξει στο Περὶ τῆς τάξεως τῶν ἰδίων βιβλίων. Στα χέρια μας έφτασαν, ολόκληρα ή σχεδόν, πάνω από 150 έργα - τα περισσότερα στο ελληνικό πρωτότυπο, λίγα μονάχα σε λατινικές ή αραβικές μεταφράσεις. Σε ορισμένα ο Γαληνός εξετάζει φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα· σημαντικότερα όμως είναι τα πάμπολλα ιατρικά του συγγράμματα, που το ένα με το άλλο στοιχειοθετούν μιαν εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ιατρικής. Αφορούν την ανατομία, την παθολογία, τη διαγνωστική, τη φυσιολογία, τη φαρμακολογία… - όλες ουσιαστικά τις πτυχές της ιατρικής θεωρίας και πράξης· ακόμα και το Πῶς χρὴ ἐξελέγχειν τοὺς προσποιημένους νοσεῖν.
Ο Γαληνός είχε μεγάλη εκτίμηση στον Ιπποκράτη και τους διαδόχους του, αλλά ο ίδιος αρνιόταν πεισματικά να ενταχτεί σε σχολή. Προτιμούσε να μένει εκλεκτικός, έτοιμος να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει τὰ παρ᾽ ἑκάστοις καλά, και πολεμούσε άγρια όσους ακολουθούσαν μια και μοναδική σχολή, ιδιαίτερα τη μεθοδική, που επικρατούσε στις μέρες του. Σοφή ήταν και η στάση του απέναντι στη γλώσσα, όπου είχε απορρίψει τον αυστηρό αττικισμό, κρίνοντας μεγίστην λέξεως ἀρετὴν σαφήνειαν.


0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου