Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015
Μεθοδολογία ανάλυσης αδίδακτου κειμένου
Όταν πρέπει να αναλύσουμε ένα αδίδακτο θέμα στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, πρέπει να ακολουθήσουμε τα εξής βήματα:
Αρχικά, παρατηρούμε στην υποσημείωση που παρατίθεται στο τέλος του κειμένου, το όνομα του συγγραφέα και του έργου, καθώς και ποιες παράγραφοι ή σελίδες ή κεφάλαια του συγκεκριμένου έργου μας παρατίθενται.
Π. χ.: Ισοκράτους, Ευαγόρας 65-66. Πρόκειται για τον ρητορικό λόγο του Ισοκράτη με τίτλο Ευαγόρας και απ’ αυτόν έχουν παρατεθεί οι παράγραφοι 65 και 66.
Προσπαθούμε να καταλάβουμε κάποια πράγματα για το κείμενο ούτως ώστε να διαμορφώσουμε κάποια εικόνα για το γενικότερο νόημα, τι δηλαδή περίπου θα διαβάσουμε.
Π. χ.: Εάν δούμε την παραπομπή «Θουκυδίδου, Ιστορίαι 6.1-3», ξέρουμε ότι πρόκειται για το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη (βιβλίο 6, παράγραφοι 1-3), άρα θα διαβάσουμε πράγματα σχετικά με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Στη συνέχεια, διαβάζουμε όλο το κείμενο μία φορά και καθώς το διαβάζουμε προσπαθούμε να εντοπίσουμε κάτι, ο,τιδήποτε μας διευκολύνει, όπως για παράδειγμα τα ρήματα ή τα πρόσωπα ή τους συνδέσμους που μπορεί να εισαγάγουν εξαρτημένες (δευτερεύουσες) προτάσεις.
Μετά, διαβάζουμε κάθε μία περίοδο ή ημιπερίοδο (από τελεία σε τελεία ή άνω τελεία) ξεχωριστά. Κανονικά, προσπαθούμε να εντοπίσουμε πόσα νοήματα υπάρχουν στην εκάστοτε περίοδο και ποια από αυτά έχουν ρηματική πραγμάτωση, εκφράζονται δηλαδή με ρήμα. Εάν δε μας διευκολύνει, μπορούμε καλύτερα να βρούμε απευθείας τα ρήματα. Όσα ρήματα έχουμε, συνήθως τόσες θα είναι και οι προτάσεις μας. Ωστόσο, μπορεί να έχουμε και μία πρόταση επιπλέον σε περίπτωση που είναι απαρεμφατική (συμπερασματική: ώστε + απαρέμφατο ή χρονική: πρίν +απαρέμφατο). Άρα, όσα ρήματα έχουμε, τουλάχιστον τόσες προτάσεις θα έχουμε.
Ύστερα, εντοπίζουμε τους συνδέσμους που εισάγουν εξαρτημένες προτάσεις και κάνουμε τον χωρισμό των προτάσεων, Η στίξη μας βοηθάει! Χαρακτηρίζουμε τις προτάσεις (είδος εξαρτημένων).
Μετά, κάνουμε διεξοδική σύνταξη σε κάθε πρόταση.
Αφού έχουμε βρει το ρήμα, ρωτάμε το «ποιος» για να βρούμε το υποκείμενο, το οποίο μπορεί να εννοείται και το καταλαβαίνουμε από την κατάληξη του ρήματος (εννοούμενο υποκείμενο) ή να είναι η οποιαδήποτε ονομαστική υπάρχει στο κείμενο.
Εάν έχουμε απρόσωπη έκφραση ή απρόσωπο ρήμα , τότε το υποκείμενο θα είναι πάντοτε απαρέμφατο (τελικό [μετάφραση με το να] ή ειδικό [μετάφραση με το ότι]).
Μετά ρωτάμε το «τι», για να βρούμε το αντικείμενο του ρήματος, το οποίο θα βρίσκεται ως επί το πλείστον σε πτώση αιτιατική. Εάν το ρήμα παίρνει αντικείμενα σε δύο διαφορετικές πτώσεις, είναι δηλαδή δίπτωτο, τότε για να εντοπίσουμε αυτά τα αντικείμενα, χρησιμοποιούμε τη φράση «σε κάποιον κάτι» (π. χ.: «γράφω σε κάποιον κάτι») ή «από κάποιον κάτι» (π. χ. «παίρνω από κάποιον κάτι»). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το ένα αντικείμενο είναι άμεσο και το άλλο έμμεσο. Άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε αιτιατική.
Εάν το αντικείμενο έχει την ίδια ρίζα με το ρήμα (π. χ.: νοσει νόσον), τότε έχουμε το λεγόμενο σύστοιχο αντικείμενο. Το σύστοιχο αντικείμενο, μπορεί να είναι και επίθετο σε ουδέτερο πληθυντικού.
Μπορεί να έχω ως αντικείμενο απαρέμφατο (αναφέρω το είδος του). Τότε, εντοπίζω και το υποκείμενο του απαρεμφάτου ρωτώντας «ποιος» όπως κάναμε και με το ρήμα (ταυτοπροσωπία – ετεροπροσωπία) και το αντικείμενό του ρωτώντας «τι».
Εάν έχω συνδετικό ρήμα, τότε θα υπάρχει κατηγορούμενο ή γενική κατηγορηματική.
Τα ρήματα που δηλώνουν κίνηση, αλλά και άλλα μπορεί να μη δέχονται αντικείμενο (αμετάβατα ρήματα).
Αφού έχω εντοπίσει τους βασικούς όρους της κάθε πρότασης, δηλαδή το ρήμα και τους προσδιορισμούς του (κατηγόρημα), εντοπίζουμε του υπόλοιπους προσδιορισμούς, όπως:
Ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί (παράθεση, επεξήγηση, επιθετικός και κατηγορηματικός προσδιορισμός)
Ετερόπτωτοι προσδιορισμοί (οι πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική ανάλογα με το τι δηλώνει η κάθε μία).
Εμπρόθετοι ή απρόθετοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις.
Μετοχές (αναφέρω το είδος [επιθετική, κατηγορηματική, επιρρηματική και τι σχέση δηλώνει], εάν είναι συνημμένη ή απόλυτη στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρήματος ή του απαρεμφάτου ή γενικότερα, σε οποιονδήποτε άλλον όρο της πρότασης).
Ταυτόχρονα με τη συντακτική ανάλυση, σχηματίζεται στο μυαλό μας και η μετάφραση.
ΠΑΝΤΟΤΕ η μετάφραση και η σύνταξη συμβαίνουν ταυτόχρονα στο μυαλό του μεταφραστή!
Στο τέλος, ξαναδιαβάζουμε το κείμενο και μεταφράζουμε από μέσα μας κάθε πρόταση.
Γράφουμε τη μετάφραση και προσπαθούμε:
Να αποδώσουμε τα συντακτικά φαινόμενα που έχουμε εντοπίσει
Να μην κάνουμε επαναλήψεις
Να διατηρούμε τη στίξη του αρχαίου κειμένου
Να γράφουμε σε σωστά Νέα Ελληνικά. Γι’ αυτό, κάποια νοήματα στην αρχαία αποδίδονται με λιγότερες λέξεις, ενώ στη μετάφρασή μας θα χρειαστούμε περισσότερες λέξεις για να τα αποδώσουμε. Άλλωστε, δεν κάνουμε αρχαία για να καταστρέψουμε τα νέα ελληνικά!
Ξαναδιαβάζουμε τη μετάφραση και κάνουμε τυχόν διορθώσεις.
Ετικέτες
ΑΡΧΑΙΑ -ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
,
ΑΡΧΑΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ
,
ΑΡΧΑΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)