}

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Κ.Π.Καβάφης - Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου / Δαρείος

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το γένος Πέτρου, ή Κ. Π. Καβάφης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστήθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882-84). Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Επαγγελματικά, ο Καβάφης δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην Υπηρεσία του Τρίτου Κύκλου Αρδεύσεων, όπου παρέμεινε έως τον Μάρτιο του 1932. Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη, το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του. Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω του ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομοτέχνους και αναγνώστες του αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη. Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής. Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Η ποίηση του Καβάφη όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες. Από καιρό έχει φιλοτεχνηθεί προτομή του Καβάφη, με την προοπτική να στηθεί στην Αλεξάνδρεια, χωρίς ακόμα η ιδέα να πραγματοποιηθεί. Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα "Αναγνωρισμένα"]), τα 37 "Αποκηρυγμένα" ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα "Κρυμμένα", δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 "Ατελή"που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά. Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε. Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948. Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.

ΟΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
• Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (πχ Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ΄21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι".
• Στα αισθησιακά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός
• Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους "διδακτικά". Ο Ε. Π. Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας κ.α. Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση. Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου -ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε- είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστοριογενή» για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό. Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.

Η ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:
• ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης
• εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα)
• ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Η γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα
• εξαιρετικά σύντομα ποιήματα
• ιαμβικός ρυθμός αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί. Γράφει σε ελεύθερο, ανισοσύλλαβο, ανομοιοκατάληκτο στίχο.
• σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας
• ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (πχ ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (πχ χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
• Το ύφος του είναι λιτό, με σαφήνεια και ακρίβεια στην έκφραση, ενώ συχνά το χαρακτηρίζει ο διδακτικός τόνος.

ΑΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι ησυγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση. Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως«ενιαίο καβαφικό κύκλο.

Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.

(Ο τίτλος του ποιήματος παρουσιάζει το ποιητικό πρόσωπο στο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου)
Γράφτηκε πιθανώς το 1918 με τον τίτλο «μαχαίρι». Δημοσιεύθηκε το 1921 με το τελικό μακροσκελή τίτλο, ο οποίος αποτελεί και τη μοναδική αναφορά που τοποθετεί το ποίημα σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Ανήκει στην ώριμη περίοδο του Καβάφη, που ήταν τότε 85 ετών. Εντάσσεται στην κατηγορία των φιλοσοφικών ποιημάτων του και παρουσιάζεται με τη μορφή διαλόγου ενός φανταστικού ποιητή με την ποίηση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο του προσώπου αυτού με αφορμή τη μελαγχολία που νιώθει για τη φθορά των γηρατειών

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ, ΣΤΙΧΟΙ 1-6
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Φρικτό μαχαίρι, αντί φρικτή πληγή: σχήμα υπαλλαγής και μεταφορά.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
Προσωποποίηση της ποιήσεως, αποστροφή και προσφώνηση
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
 Δοκιμές νάρκης του άλγους: αναστροφή και σχήμα υπερβατό

ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΤΙΧΟΙ 7-9
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-
Επανάληψη, σχήμα υπαλλαγής και μεταφορά
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
Προσφώνηση αποστροφή στην ποίηση
που κάμνουνε - για λίγο - να μη νοιώθεται η πληγή.

ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ:
Τα γηρατειά και οι επιπτώσεις τους στο σώμα και στην ψυχή και η Τέχνη της ποιήσεως ως αντίδοτο στα δεινά των γηρατειών με όπλα τη φαντασία και τον λόγο.
ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ:
Οι μαχαιριές του χρόνου και ο φόβος των γηρατειών αποτελούν τη βασική αιτία προσφυγής στην τέχνη.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΩΣ ΑΛΛΟΘΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ:
1. Για να αποστασιοποιηθεί από το δικό του πρόβλημα και να το περιγράψει αντικειμενικά σαν ξένο.
2. Γιατί αναφερόμενος σ ένα επώνυμο πρόσωπο-έστω και φανταστικό-κάνει πιο πειστική τη θέση του.
3. Ο τίτλος, τα στοιχεία και το ιστορικό τους περίβλημα δίνουν καθολικότητα και διαχρονικότητα.

ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Το όνομα, το τοπωνύμιο, η χρονολογία, δίνουν ένα ιστορικό άλλοθι στον Καβάφη, για να αναπτύξει τον εσωτερικό αυτό μονόλογο. Ένα ιστορικό άλλοθι που και τον ίδιο θα κρύψει και θα δώσει άλλη διάσταση στο ποίημά του. Ο Ιάσων Κλεάνδρου δεν υπήρξε. Είναι φανταστικό πρόσωπο και το όνομά του, πιθανώς, με πολλή προσοχή καασκευασμένο ( Ιάσων, ιάομαι=θεραπεύω. Κλεάνδρου < κλέος+ἀνήρ). Η Κομμαγηνή, ένα μικρό κρατίδιο στη Συρία, σε παρακμή, αφού 40 χρόνια αργότερα (638) θα κατακτηθεί από τους Άραβες, μόνο ως σύμβολο φθοράς εξυπηρετεί. Το 595μ.Χ είναι ένα τυχαίο έτος, αφού τίποτ' άλλο δε συνέβη τότε. Υποδηλώνει όμως ότι η θλίψη για τη γήρανση, αλλά και η ποίηση που έχει θεραπευτικές ιδιότητες είναι φαινόμενα διαχρονικά! Ίσως η χρονολογία περιλαμβάνει την ηλικία του ίδιου του Καβάφη, όταν έγραφε το ποίημα ( 55 χρονών το 1918).
2. Τι μένει απ' τον τίτλο; "Μελαγχολία ποιητού". Αυτό το τετριμμένο, το πολυχρησιμοποιημένο από/για τους ποιητές συναίσθημα, η μελαγχολία, αποκτάει άλλη διάσταση, καθώς εντάσσεται σ' αυτό το ψευδοϊστορικό πλαίσιο. Το ανύπαρκτο πρόσωπο της ιστορίας, ο Ιάσων Κλεάνδρου, γίνεται το προσωπείο του Καβάφη. Τα συναισθήματα του ποιητή έτσι αποκτούν τη διάσταση του καθολικού και διαχρονικού βιώματος.
-Δίνεται η ευκαιρία στον ποιητή να μιλήσει με προσωπείο, άρα με ελευθερία.
- Κερδίζει σε αντικειμενικότητα, αληθοφάνεια, πειστικότητα.
3.ΤΟ ΘΕΜΑ: Το γήρασμα, που πληγώνει φριχτά. Ο χρόνος, σα μαχαίρι, φριχτά μας πληγώνει, μας φθείρει. Θλιβερή, απόλυτη διαπίστωση: "Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά." Ένας στίχος, τέσσερις λέξεις, η πρώτη κι η τελευταία αρνητικές. Πλήρης αδυναμία αυτοπαρηγοριάς. Κι εκεί η Ποίηση, η Τέχνη της Ποιήσεως. Με κεφαλαία, προσωποποιημένη, σα φίλη, σα σύντροφος. Την οποία ικετεύει ο ποιητής να θεραπεύσει τα σημάδια του χρόνου, έστω και προσωρινά με την παρηγορητική της δύναμη.
4. Το ποίημα στο σύνολό του, αποτελεί ένα δραματικό μονόλογο που απευθύνεται σε ένα β’ πρόσωπο, την ποίηση. Όσον αφορά τη δομή του, δεν υπάρχει ξεκάθαρη οργάνωση στροφών, ο ποιητής το θέλει απελευθερωμένο από οποιαδήποτε φόρμα.
5. Αντιθετικοί θεματικοί άξονες: ζωή-τέχνη. Ο πρώτος αντιστοιχεί στην φθορά, την ασχήμια, τα γηρατειά, ενώ ο δεύτερος με την ομορφιά και την αιωνιότητα.

6. Η γλώσσα του ποιήματος είναι μεικτή, κατά βάση δημοτική με πολλές εκφράσεις της καθαρεύουσας («εγκαρτέρησι», «εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως», « του άλγους δοκιμές», «εν Φαντασία και Λόγω», και τη χαρακτηρίζει επιγραμματικότητα και ακριβολογία. Το ύφος είναι πεζολογικό, οικείο και εξομολογητικό. Οι στίχοι είναι ανισοσύλλαβοι, χωρίς ομοιοκαταληξία και το μέτρο ιαμβικό.






Ο ΔΑΡΕΙΟΣ

Το ποίημα γράφτηκε το 1917 και δημοσιεύτηκα το 1920. Ανήκει στα λεγόμενα «ιστορικοφανή» ποιήματα του Καβάφη, τα οποία παρουσιάζουν φανταστικά πρόσωπα και σκηνές σε ένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο. Θέμα του ποιήματος είναι το καλλιτεχνικό δίλημμα του ποιητή Φερναζή και η καταλυτική επίδραση του πολέμου στη λύση του διλήμματος αυτού. Βασική ιδέα είναι ο ρόλος της τέχνης στην κοινωνική ζωή, και ιδιαίτερα η σχέση της με την εξουσία. Ποιο συγκεκριμένα, το ποίημα θέτει προβληματισμούς για το δύσκολο ρόλο του ποιητή και τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια που αντιμετωπίζει προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή. Καλλιτεχνικές φιλοδοξίες από τη μια πλευρά, ιστορικές συνθήκες από την άλλη, οδηγούν τον ποιητή σε διλήμματα που σχετίζονται με την ειλικρίνεια και την αλήθεια της τέχνης του.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ & ΠΡΟΣΩΠΑ
-Ο Δαρείος Α΄ ήταν γιος του Σατράπη της Παρθίας Υστάσπη και καταγόταν από ένα παρακλάδι των Αχαιμενιδών. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ανέβηκε στο θρόνο θεωρούνται σκοτεινές και ύποπτες.  Ο Δαρείος Α΄ είναι πιο γνωστός σε μας από τις επιχειρούμενες εκστρατείες του εναντίον των Ελλήνων και την ήττα του εκστρατευτικού του σώματος στο Μαραθώνα το 490 π.Χ.  
-Ο Μιθριδάτης αντλούσε την καταγωγή του από τη δυναστεία των Αχαιμενιδών είτε μέσω του Κύρου Β΄ είτε μέσω του Δαρείου Α΄. Ο Μιθριδάτης θέλοντας να επεκτείνει την κυριαρχία του κράτους του στις γύρω περιοχές θα έρθει σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους ξεκινώντας από το 89 π.Χ. μια σειρά πολέμων εναντίον τους, οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως οι μιθριδατικοί πόλεμοι. Στις συγκρούσεις αυτές ο Μιθριδάτης σημείωσε αρκετές νίκες, τα αποτελέσματα των οποίων υπήρξαν ωστόσο βραχύβια. Το ποίημα τοποθετείται πιθανότατα στο πλαίσιο του τρίτου μιθριδατικού πολέμου (74-67 π.Χ.), κατά τη λήξη του οποίου ο Μιθριδάτης, αν και ηττημένος, είχε κατορθώσει να επανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κράτους του. Η πλήρης συντριβή και ο θάνατος του Μιθριδάτη θα επέλθουν κατά τη διάρκεια του τέταρτου μιθριδατικού πολέμου (66-63 π.Χ.), με το ρωμαϊκό στρατό να βρίσκεται υπό την ηγεσία του Γνάιου Πομπήιου.

Ο Καβάφης με την αναφορά σε πραγματικά ιστορικά πρόσωπα τοποθετεί τη δράση του ποιήματος σ’ ένα προγενέστερο ιστορικό πλαίσιο αποδεσμεύοντάς το αφενός από το παρόν του ίδιου του ποιητή και τονίζοντας αφετέρου τη διαχρονικότητα των προβληματισμών που πραγματεύεται. Ο ποιητής απέφευγε να συνδέει τα ποιήματά του και τις σε αυτά προβαλλόμενες ιδέες και διαπιστώσεις με γεγονότα της εποχής του, καθώς θεωρούσε πως κάτι τέτοιο δε θα επέτρεπε στους αναγνώστες του να κατανοήσουν τη διαχρονική διάσταση και την επαναλαμβανόμενη φύση τους, μιας και εκείνοι θα παρέμεναν προσκολλημένοι στο συγχρονικό γεγονός και στο κατά πόσο αυτό αποδόθηκε, ερμηνεύτηκε και παρουσιάστηκε σωστά, σύμφωνα με τη δική τους κρίση. Ειδικότερα, η αναφορά στο Δαρείο, ο οποίος κατέχει καίριο ρόλο στο ποίημα, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση του ονόματός του τόσο στον τίτλο του ποιήματος του Καβάφη, όσο και στον τίτλο του ποιήματος του Φερνάζη, φέρνει στο επίκεντρο το θέμα της εξουσίας και της διάθεσης των ανθρώπων που τη διεκδικούν να φτάσουν σε οποιαδήποτε ακρότητα. Τα πιθανολογούμενα συναισθήματα του Δαρείου, όταν μετά από πολλές δολοφονίες και ποικίλες βιαιότητες, κατέλαβε την εξουσία∙ η υπεροψία κι η μέθη από τη δύναμη που περιήλθε στα χέρια του, συνιστούν το ένα μέρος του προβληματισμού που τίθεται στο ποίημα. Με τον προβληματισμό αυτό σχετίζεται και η αναφορά στον Μιθριδάτη -το ιστορικό παρόν του οποίου λειτουργεί και ως παρόν της ποιητικής δράσης-, καθώς μερικούς αιώνες μετά τον πρόγονό του, βρίσκεται κι εκείνος υπό την επήρεια της ίδιας αλαζονείας και υπεροψίας που τον ωθούν να θεωρήσει τον εαυτό του ικανό να αντιμετωπίσει την ισχυρότατη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη. Η διπλή αυτή αναφορά και η χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο ιστορικά πρόσωπα αποτελεί ήδη μια πρώτη πιστοποίηση της αλήθειας και της διαχρονικότητας όσων επιχειρεί να αναδείξει ο ποιητής.

1η Ενότητα: Ο προβληματισμός του Φερναζή
«Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.»

Ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης συνθέτει ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο Α΄ γιο του Υστάσπη, πρόγονο του Μιθριδάτη ΣΤ΄, στο οποίο επιχειρεί να υμνήσει τη δράση και τη βασιλεία του μεγάλου Πέρση ηγεμόνα. Το σημείο που τον απασχολεί ιδιαίτερα είναι το πώς «παρέλαβε» την εξουσία ο Δαρείος μετά το θάνατο του προκατόχου του. Το ρήμα παρέλαβε, που υποδηλώνει μια ήπια μετάβαση της εξουσίας, αποκρύπτει επί της ουσίας τη βία που χρειάστηκε να ασκήσει ο Δαρείος, αλλά και τα σκοτεινά σημεία που καλύπτουν το πέρασμα του βασιλείου των Αχαιμενιδών στα χέρια του.ΒΟ Φερνάζης επιθυμεί να παρουσιάσει τα συναισθήματα του Δαρείου κατά τη στιγμή που πέρασε σε αυτόν ο θρόνος του εκτενούς και ισχυρού βασιλείου της Περσίας. Η πρώτη σκέψη του ποιητή είναι πως φυσικά ο νέος βασιλιάς θα αισθανόταν υπεροψία, υπερβολική υπερηφάνεια για το κατόρθωμά του να υπερισχύσει έναντι όλων των άλλων διεκδικητών και να γίνει εκείνος ο ηγεμόνας των Περσών, καθώς και μέθη, ένα αίσθημα παραζάλης από την έκταση και το μέγεθος της δύναμης που αποκτούσε. Τα συναισθήματα αυτά, τα οποία αντανακλούν πλήρως τη συναισθηματική κατάσταση κάθε φιλόδοξου ανθρώπου, ο οποίος με μηχανορραφίες, φόνους και δολιότητες κατορθώνει να αποκτήσει μια τεράστια εξουσία, ηχούν ωστόσο μάλλον προσβλητικά για τον Δαρείο κι αυτό προβληματίζει τον Φερνάζη, καθώς είναι πιθανό πως θα ενοχλήσει με αυτά τον Μιθριδάτη, την εύνοια του οποίου εν τέλει διεκδικεί. Η επόμενη σκέψη, επομένως, του Φερνάζη είναι να αποδώσει στον Δαρείο μια αίσθηση ωριμότητας, η οποία ταιριάζει περισσότερο σε εξαιρετικά καλλιεργημένους και απόλυτα συνειδητοποιημένους ηγέτες, οι οποίοι και αναγνωρίζουν απ’ την πρώτη στιγμή το μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνουν. Σκέφτεται, δηλαδή, να αποδώσει στον Δαρείο την επίγνωση και την κατανόηση της ματαιότητας όλων αυτών των μεγαλείων, τα οποία όσο σημαντικά κι αν φαίνονται δεν έχουν να προσθέσουν τίποτε περισσότερο στην αξία ενός ανθρώπου με άρτια και συγκροτημένη προσωπικότητα. Για έναν πραγματικά ευσυνείδητο ηγέτη, άλλωστε, εκείνο που θα είχε σημασία θα ήταν η ευθύνη του απέναντι στους πολίτες του κράτους και η υποχρέωσή του να τους υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κι όχι η προσωπική του ανάδειξη και φήμη. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή επιλογή, μολονότι θα ήταν τιμητική για τον Δαρείο και αρεστή στον Μιθριδάτη, δεν ικανοποιεί πλήρως τον ποιητή, ο οποίος γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν ήταν αληθές. Ο Δαρείος χρειάστηκε να εξουδετερώσει πάρα πολλούς αντιπάλους, να φανεί εξαιρετικά σκληρός και να καταφύγει σε ακραίες βιαιότητες προκειμένου να πάρει την εξουσία. Κι όλα αυτά δεν τα έκανε από βαθιά αίσθηση χρέους απέναντι στους μελλοντικούς υπηκόους του, αλλά προκειμένου να καταστεί ένας από τους ισχυρότερους άνδρες της Ασίας, αποκομίζοντας υπέρμετρα οφέλη για τον εαυτό του. Ο Φερνάζης, λοιπόν, βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα ουσιώδες δίλημμα, υπό την έννοια πως από τη μία έχει ό,τι αποτελούσε πιθανότατα την ιστορική αλήθεια κι από την άλλη μια ψευδή κατάσταση, η οποία θα πρόδιδε την εγκυρότητα του ποιήματος, αλλά θα εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό του να κολακεύσει τον Μιθριδάτη. Μένει, λοιπόν, αβέβαιος για το αν θα πρέπει να σεβαστεί την ποιητική του τέχνη και να καταγράψει την αλήθεια, διακινδυνεύοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο το προσωπικό του όφελος, ή αν θα πρέπει να προτάξει την προσωπική του ανάδειξη και να καταγράψει στο ποίημά του μια αναληθή εικόνα της πραγματικότητας.         
2η Ενότητα: Η έκρηξη πολέμου και η απογοήτευση του Φερναζή
«Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.»

Ο Φερνάζης ασχολούμενος επίμονα με το επικό του ποίημα είναι βέβαιος πως με αυτό θα κατορθώσει να αναδειχθεί ως αξιόλογος ποιητής, δίνοντας μια αποφασιστική απάντηση σε όσους τον επικρίνουν και αμφισβητούν τις ποιητικές του ικανότητες. Ανυπομονεί, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό να έρθει η στιγμή αυτής της δικαίωσης, ώστε όταν μαθαίνει πως έχει ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Ρωμαίους, αισθάνεται πως δέχεται ένα δεινό προσωπικό χτύπημα. Προσηλωμένος στις εγωκεντρικές του επιδιώξεις αντιμετωπίζει το ξέσπασμα του πολέμου ως μια αναβολή για τα δικά του σχέδια, αδυνατώντας να αντιληφθεί αμέσως τις πολύ σημαντικότερες συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει ένας τέτοιος πόλεμος για την ασφάλεια του ίδιου και των συμπολιτών του. Η αγανάκτηση κι η απελπισία του Φερνάζη φανερώνουν την αδημονία του να γνωρίσει επιτέλους την αναγνώριση που θεωρεί πως του αξίζει.  Ο Φερνάζης σκέφτεται πως με το ξέσπασμα του πολέμου δεν υπάρχει πια περίπτωση να ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με το επικό ποίημα που συνθέτει για να τον τιμήσει. Η εικόνα και μόνο του φαίνεται αδιανόητη, γι’ αυτό και σχολιάζει εμφατικά, φαντάσου ν’ ασχολείται με ελληνικά ποιήματα μέσα σε πόλεμο. Ωστόσο, στη φράση αυτή εντοπίζεται μια πολύ ουσιαστικότερη σκέψη σχετικά με το ρόλο της ποίησης στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας. Το ερώτημα που λανθάνει είναι κατά πόσο καθίσταται περιττή ή ανώφελη η ενασχόληση με την ποιητική τέχνη κατά τη διάρκεια σημαντικών γεγονότων, όπως είναι μια περίοδος πολεμικών συγκρούσεων. Κι ενώ η προφανής απάντηση για τον Φερνάζη είναι πως η ποίηση δεν έχει θέσει σε μια τέτοια περίοδο, στην πραγματικότητα το ζήτημα επιλύεται με μια διαφορετική προσέγγιση. Η ποίηση οφείλει να είναι παρούσα ακόμη και σε τόσο κρίσιμες στιγμές και πολύ περισσότερο, ιδίως, σε τόσο κρίσιμες στιγμές, διαπραγματευόμενη όμως ακριβώς τα αίτια, τις πηγές και τη φύση του ζητήματος που απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων εκείνη την περίοδο. Η ποίηση δεν είναι μια επιφανειακή τέχνη που προορίζεται μόνο για τις στιγμές της σχόλης και της αδράνειας. Είναι μια ζωντανή, ενεργή τέχνη που έχει να προσφέρει κάθε στιγμή καίριους προβληματισμούς, ηθική στήριξη, αλλά και σκέψεις που μπορούν να βοηθήσουν στην καθαρότερη και ουσιαστικότερη θέαση των πραγμάτων. Ας σημειωθεί, επίσης, πως το επίθετο ελληνικά, που υπενθυμίζει τη γενικευμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ελληνιστικά βασίλεια, λειτουργεί εδώ με τρόπο υπονομευτικό, καθώς ο Φερνάζης εμφανίζεται να θεωρεί απίθανο όχι απλώς το γεγονός ν’ ασχοληθεί ο Μιθριδάτης με ποιήματα, αλλά ειδικότερα με ελληνικά ποιήματα. Διαπίστωση που εμμέσως υποδηλώνει τη μη ουσιαστική επαφή του Μιθριδάτη με την ελληνική παιδεία, παρά το γεγονός πως ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του φρόντισε για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. 

3η Ενότητα: Ο στόχος της ποίησης του Φερναζή
«Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.»

Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης ειρωνεύεται την αδημονία και την απόγνωση του Φερνάζη, ο οποίος θέλησε να χρησιμοποιήσει την ποίηση ως μέσο κολακείας, ως μέσο για ν’ αποκτήσει φήμη και καταξίωση κι ως μέσο για να αποστομώσει τους επικριτές του. Μπροστά στον κίνδυνο του πολέμου ο Φερνάζης σκέφτεται επίμονα τη ματαίωση των δικών του σχεδίων. Η στάση αυτή του Φερνάζη φέρνει στην επιφάνεια ένα ακόμη επίπεδο της ειρωνείας του ποιήματος, καθώς η υπεροψία και η μέθη, που μέχρι πρότινος έμοιαζαν να χαρακτηρίζουν μόνο τους φιλόδοξους και αιμοσταγείς ηγέτες, τώρα έρχεται να αποδοθεί και στον κενόδοξο ποιητή. Ο Φερνάζης θεωρούσε βέβαιο πως με την ολοκλήρωσή του ποιήματός του θα κέρδιζε την αναγνώριση που τόσο ποθούσε και θα έδινε μια τελειωτική απάντηση στους φθονερούς επικριτές του. Η έναρξη ωστόσο του πολέμου έδωσε μια διαφορετική απάντηση στον ίδιο τον υπεροπτικό ποιητή που είχε την αίσθηση πως μπορούσε να ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.

4η Ενότητα: Ο μεγάλος κίνδυνος
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.— »

Καθώς ο Φερνάζης συνειδητοποιεί καλύτερα τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο πόλεμος εκδηλώνει το φόβο και την ανασφάλειά του∙ χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που δε θα αναλάμβανε ποτέ μια ενεργή συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις, ενός ανθρώπου που απέχει από τη δράση και τη δυναμική προάσπιση της ασφάλειας της δικής του και των γύρω του. Κι είναι τέτοιας έντασης ο φόβος του, ώστε ο ποιητής στρέφεται στις επικλήσεις προς τους μεγάλους θεούς, τους προστάτες της Ασίας (αν και εξελληνισμένος, ο φόβος τον ωθεί προς τους πατρογονικούς του θεούς). Οι τρεις συνεχόμενες ρητορικές ερωτήσεις τονίζουν την αναστάτωση και το φόβο του Φερνάζη. Ο θαυμασμός κι εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπο του ένδοξου Μιθριδάτη χάνονται μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας από τους Ρωμαίους, όπως άλλωστε και η αφοσίωσή του στον βασιλιά του Πόντου και της Καππαδοκίας.

5η Ενότητα: Η ποιητική ιδέα
«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.»

Ο Φερνάζης κατακλυσμένος από συναισθήματα απογοήτευσης για την ανατροπή των σχεδίων του, αλλά και φόβου λόγω του πολέμου που έχει ξεκινήσει με τους Ρωμαίους, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική ιδέα. Του αποδίδεται έτσι ένα γνώρισμα που αναλογεί στους ποιητές εκείνους που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στο έργο τους κι οποίοι έχουν πάντοτε προσηλωμένη τη σκέψη τους στο έργο τους. Έτσι, παρά την αναστάτωσή του, όχι μόνο δεν εγκαταλείπει την ποιητική του ιδέα, αλλά την προσεγγίζει πλέον υπό το φως των νέων δεδομένων. Σε πρώτο επίπεδο ο Φερνάζης εν μέσω του πολέμου απαλλάσσεται από την ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη και επιλέγει την αλήθεια για τα συναισθήματα του Δαρείου. Σε αυτή την επιλογή τον βοηθά να φτάσει άλλωστε και το παράτολμο της απόφασης του Μιθριδάτη που πιστοποιεί την υπεροψία των φιλόδοξων ηγεμόνων. Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο κινείται η ειρωνεία που στρέφεται και προς τον ίδιο τον ποιητή. Η υπεροψία και η μέθη που διέκριναν κάποτε τον Δαρείο και παρασύρουν τώρα τον Μιθριδάτη, εντοπίζονται και στη στάση του Φερνάζη. Κινούμενος από υπεροψία κι από τη διάθεση να αποστομώσει τους ομοτέχνους του φιλοδόξησε να συνθέσει ένα επικό ποίημα που θα λειτουργούσε ως η οριστική επισφράγιση της λογοτεχνικής του καταξίωσης, μη λαμβάνοντας υπόψη πως τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν γοργά και πως δεν έχει τη δύναμη επί της ουσίας να ελέγξει το μέλλον και την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα. Προφανές, βέβαια, και το ενδεχόμενο ο Φερνάζης να καταλήγει στην επιλογή της υπεροψίας και της μέθης έχοντας κατά νου πως η επόμενη μέρα θα βρει τους Ρωμαίους νικητές και ηγεμόνες της περιοχής. Ο ποιητής άρα γράφει πλέον όχι για τον Μιθριδάτη, αλλά για ένα διαφορετικό κοινό που δεν θα έχει κανένα λόγο να αξιώνει κολακείες υπέρ του Δαρείου.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

-Χώρος: η αυλή του Μιθριδάτη
-Χρόνος: η εποχή των συγκρούσεων με τους Ρωμαίους.
-Στο ποίημα έχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας ενός ποιητή, καθώς και τα γεγονότα που εμπλέκονται και επηρεάζουν τη δημιουργία αυτή. Ο τριτοπρόσωπος αυτός αφηγητής δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τον Καβάφη, καθώς κάθε αφηγηματική φωνή δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του ποιητή ή συγγραφέα∙ μια υποθετική παρουσία που συντίθεται με λέξεις, αλλά δε συνιστά πραγματική έκφανση του ίδιου του ποιητή. Εμφανής ωστόσο είναι κι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου το λόγο λαμβάνει κυρίως ο ποιητής Φερνάζης, αλλά κι ο υπηρέτης του σ’ ένα σημείο. Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της εστίασης και την προβολή των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική κάθε φορά οπτική. Έχουμε έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων από τον ποιητή Φερνάζη και από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού παρατηρητή, του τριτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας εκφράζει έμμεσα τη δική του θέση. Σε αρκετά σημεία επομένως η εναλλαγή αφηγητών επιτρέπει στην ειρωνεία του ποιητή να καταστεί εναργέστερη, καθώς σε πρώτο πρόσωπο δίνονται κυρίως οι επιθυμίες του Φερνάζη για προσωπική ανάδειξη κι οι φόβοι του. Παράλληλα, με τη διαρκή αυτή εναλλαγή δυσχεραίνεται η διάκριση ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές και άρα η διαφοροποίησή τους, στοιχείο που συνάδει με το γεγονός ότι ο ποιητής Φερνάζης επιλύοντας το δίλημμά του υπέρ της ιστορικής αλήθειας, έρχεται εγγύτερα στο ήθος του παντογνώστη αφηγητή αίροντας κατά κάποιο τρόπο την ειρωνική εις βάρος του διάθεση. 
-Θα πρέπει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές και τον ίδιο τον Καβάφη υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ήθους. Από τη μία υπάρχει ο ποιητής Φερνάζης, ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιώντας την τέχνη του μπορεί να αναδειχθεί κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά και αποστομώνοντας παράλληλα τους επικριτές του. Αμφιταλαντεύεται ωστόσο για το αν θα πρέπει να υπονομεύσει την ποιητική του ακεραιότητα για χάρη αυτής της ανάδειξης, και εν τέλει μέσα στην αναστάτωση της έκρηξης του πολέμου αποφασίζει υπέρ της αλήθειας και υπέρ της τέχνης του. Έστω κι αν στην αρχή θεωρείται καιροσκόπος, καταφέρνει να διασώσει την ποίηση επιλέγοντας την αλήθεια.
-Από την άλλη υπάρχει η ειρωνική φωνή του παντογνώστη αφηγητή που επικρίνει την πρόθεση του Φερνάζη να γίνει ένας απλός κόλακας, τονίζει την κενοδοξία του και προβάλλει πόσο εγωκεντρικός είναι όταν με το άκουσμα της είδησης για την έναρξη του πολέμου σκέφτεται την αναβολή των προσωπικών του σχεδίων. Ο παντογνώστης αφηγητής στέκει ως αυστηρός κριτής του Φερνάζη και του αναγνωρίζει μόνο το γεγονός πως ακόμη και στη σύγχυση και την ταραχή του πολέμου συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα.
-Τέλος, πάνω απ’ τις αφηγηματικές φωνές βρίσκεται ο ίδιος ο Καβάφης, οι προθέσεις του οποίου φανερώνονται απ’ τις θεματικές που επιλέγει να επεξεργαστεί. Ο Καβάφης, λοιπόν, αναγνωρίζει πως κάποτε οι ποιητές βλέπουν ωφελιμιστικά την τέχνη τους, αντιλαμβάνεται τις μικρότητες και τις αντιπαλότητες μεταξύ ομοτέχνων, γνωρίζει πως ο δημιουργός κάποτε καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην αλήθεια και σε ό,τι τυχόν εξυπηρετεί προσωπικά του συμφέροντα ή σε ό,τι δεν πρόκειται να δημιουργήσει αντίδραση από τους φορείς εξουσίας, και φυσικά διακρίνει την φίλαρχη και υπεροπτική φύση των ηγεμόνων κάθε εποχής, οι οποίοι αποδέχονται την τέχνη μόνο φαινομενικά και μόνο όσο βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις δικές τους πεποιθήσεις.
-Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τον παντογνώστη αφηγητή για να ασκήσει έντονη ειρωνεία απέναντι σε ό,τι προδίδει τον απόλυτο σεβασμό που οφείλεται στην αλήθεια της ποιητικής τέχνης, κατορθώνει ωστόσο να τον υπονομεύσει αφήνοντας ασαφές το κίνητρο της τελικής μεταστροφής του Φερνάζη. Προκρίνει ο Φερνάζης την ιστορική αλήθεια γιατί το ξέσπασμα του πολέμου και η πιθανότητα να μη διαβάσει ποτέ ο Μιθριδάτης το ποίημά του τον απελευθερώνει από την ανάγκη της κολακείας ή διότι θεωρεί πως θα υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία του τόπου οπότε οι αναγνώστες του ποίηματός του θα είναι τελικά οι Ρωμαίοι; Είναι η απόφαση του Μιθριδάτη να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους η έσχατη εκείνη επιβεβαίωση, που αναζητούσε ο Φερνάζης, της υπεροψίας και της μέθης που διακρίνει τους εκάστοτε φιλόδοξους ηγεμόνες και τους ωθεί σε παράτολμες πράξεις ή μήπως προκρίνεται και πάλι η κολακεία, υπέρ άλλων ηγεμόνων αυτή τη φορά;   
Οι στίχοι που ανήκουν σε πρωτοπρόσωπο αφηγητή είναι οι ακόλουθοι:
-  (Από αυτόν / κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ).
-  ίσως υπεροψίαν και μέθην όχι όμως – μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητας των μεγαλείων.
- Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους. Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα. [Αυτά είναι τα μοναδικά λόγια που δίνονται από τον υπηρέτη.]
- Τι συμφορά! Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ, μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί. Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
- Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. / Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι / Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες; / Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας.-
-  το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
-Θεατρική λειτουργία του ποιήματος: Το ποίημα είναι ένα θεατρικής λειτουργίας σχόλιο για τη στάση ενός φανταστικού ποιητή απέναντι στην εξουσία. Τη θεατρική λειτουργία του ποιήματος αποδεικνύει, πρώτα απ΄όλα, ο μονόλογος του αφηγητή, που μοιάζει να απαγγέλλεται σε σκηνή θεάτρου. Με την απαγγελία του επίσης ο αφηγητής εκθέτει ένα μικρό δράμα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Υπάρχει μια στοιχειώδης πλοκή, με διατάραξη της αρχικής ισορροπίας, με περιπέτεια, κορύφωση και λύση. Η χρήση του Ενεστώτα ενισχύει τη θεατρικότητα. Τέλος το μοτίβο του αγγελιαφόρου, που φέρνει την κακή είδηση, παραπέμπει στο αρχαίο θέατρο.
-Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η ειρωνική λειτουργία του. Η ειρωνεία εμφανίζεται και στις δύο μορφές της, τη λεκτική και τη δραματική. Στη λεκτική ειρωνία υποβάλλονται νοήματα αντίθετα από τη σημασία των λέξεων. Αυτό επιτυγχάνεται με την υπερβολή στην διατύπωση, τις επιφωνηματικές . εκφράσεις, την επανάληψη και με την επιτήδευση στην έκφραση. Στην δραματική ειρωνεία υπάρχει σύγκρουση καταστάσεων, η οποία δημιουργείται από τη λαθεμένη αντίληψη που έχουν οι ήρωες για την πραγματικότητα, γεγονός που οδηγεί σε τραγικές διαψεύσεις.
-Γλώσσα: η χαρακτηριστική γλώσσα του Καβάφη, δημοτική, ανάμεικτη με πολλούς τύπους της καθαρεύουσας, καθώς και κάποιες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις. Η στίξη επίσης έχει μεγάλη ποικιλία.
-Ύφος πεζολογικό, επιτηδευμένο, ρητορικό με πολλές αναφωνήσεις-επιφωνήσεις και διάχυτο ειρωνικό τόνο.

-Στίχοι ανισοσύλλαβοι χωρίς σταθερό μέτρο και με πολλούς παρατονισμούς.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου