}

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Εισαγωγή στην Ρητορική - Β Λυκείου

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΦΥΣΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ

Το τάλαντο
Ακόμη και στο στενό κοινωνικό μας περιβάλλον όλοι έχουμε γνωρίσει ανθρώπους με έμφυτο το χάρισμα του λόγου. Μερικοί απ' αυτούς δεν έχουν καν τις στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, και όμως διαθέτουν μια φυσική ευγλωττία που μπορεί εύκολα να γοητεύσει και να πείσει. Ο ειρωνικός χαρακτηρισμός «αγράμματος δικηγόρος» που αποδίδεται κάποτε σ' αυτούς δεν είναι χωρίς σημασία, αφού θέτει εμμέσως το πρόβλημα της αξιοπιστίας της ρητορικής όπως το έθεσε ο Πλάτων

Οι Ομηρικοί αγορητές
Ο Όμηρος θεωρεί την ευγλωττία σπάνιο θεϊκό χάρισμα όπως είναι η ομορφιά και η σύνεση. Προϊόντα του θείου αυτού δωρήματος είναι οι έξοχες αγορεύσεις των Ομηρικών ηρώων. Ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να διαπρέπει με τον λόγο στην αγορά όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να είναι δηλαδή μύθων τε ητήρ ργων τε πρηκτήρ (λ. I, 443). Είναι η Ομηρική διατύπωση ενός διαχρονικού βέβαια, όχι μόνον Ομηρικού, ιδανικού. Η Ομηρική «γορή» (η συνέλευση) είναι «κυδιάνειρα», δοξάζει δη­λαδή τους άνδρες όπως και η μάχη. Στους ρητορικούς αυτούς αγώνες διαπρέπουν οι ηγεμόνες των Αχαιών και των Τρώων, ιδιαίτερα δε ο γηραιός Νέστωρ, ο «λιγύς Πυλίων γορητής, το κα π γλώσσης μέλιτος γλυκίων έεν αδή»

Από τον Νέστορα στον Περικλή
Στοιχεία φυσικής ρητορείας ανιχνεύονται επίσης σε έργα ποιητών όπως ο Σόλων και ο Πίνδαρος, αλλά και σε αγορεύσεις ιστορικών προσώπων στο έργο του Ηροδότου. Το δημοκρατικό πολίτευμα, που βασικό του χαρακτηριστικό ήταν η «σηγορία» (ισότητα στο δικαίωμα του λόγου), έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς να αξιοποιήσουν το φυσικό τους τάλαντο. Τη γενική εκτίμηση για την έμφυτη αυτήν ικανότητα επισημαίνουν ονόματα όπως Αρισταγόρας, Ευαγόρας, Πρωταγόρας, Πυθαγόρας κ.λπ. Σπουδαίοι φυσικοί ρήτορες ήσαν ο Θεμιστοκλής και ο Περικλής οι οποίοι φαίνεται πως προετοίμαζαν επιμελώς τις αγορεύσεις τους. Ο Περικλής μάλιστα, λόγω των σχέσεών του με τους σοφιστές, ίσως είχε και κάποιες θεωρητικές γνώσεις ρητορικής τεχνικής. Πάντως δεν φαίνεται να έγραφαν τους λόγους των και κανένα κείμενό τους δεν έχει διασωθεί όπως ακριβώς εκφωνήθηκε.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΡΗΤΟΡΕΙΑΣ

Κόραξ και Τισίας, οι Συρακόσιοι
Υπάρχει βεβαίως αρκετή απόσταση μεταξύ φυσικής ευγλωττίας και συστηματικής ρητορικής. Η τελευταία δεν αρκείται στη φύση, αλλ' απαιτεί ακριβή γνώση των κανόνων («πιστήμην») και άσκηση («μελέτην»). Η απόσταση αυτή διανύθηκε, όπως φαίνεται, στη Σικελία μετά το 466 π.Χ., όταν καταλύθηκαν εκεί οι τυραννίδες και επικράτησαν δημοκρατικά πολιτεύματα. Το πλήθος των αστικών δικών που ακολούθησαν, για την ανάκτηση περιουσιών που είχαν σφετερισθεί οι τύραννοι, ευνόησε την ανάπτυξη της δικανικής ρητορείας. Ο Συρακόσιος Κόραξ και ο επίσης Συρακόσιος μαθητής του Τ(ε)ισίας είναι οι δημιουργοί και διδάσκαλοι της συστηματικής πλέον ρητορικής. Σ' αυτούς οφείλεται η διαίρεση του ρητορικού λόγου σε μέρη και η χρήση των «εικότων», των πιθανών δηλ. λογικών επιχειρημάτων, στην υποστήριξη των δικαστικών υποθέσεων. Ένας από τους δύο, το πιο πιθανόν ο Τισίας, έγραψε και το πρώτο εγχειρίδιο ρητορικής με τον τίτλο «Τέχνη». «Τέχνη» προφανώς χαρακτηρίζεται η ρητορική, κάτι που θα αμφισβητήσει αργότερα η αυστηρή Πλατωνική κριτική.

ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ

Η Αθήνα και οι σοφιστές
Αν και η Σικελία ήταν η κοιτίδα της συστηματικής ρητορικής, όμως από τα μέσα περίπου του 5ου αιώνα π.Χ. το επίκεντρό της είναι η Αθήνα όπου υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει. Την ευνοούσαν η δημοκρατία με τις λαϊκές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, οι πολυλόγοι και φιλόλογοι Αθηναίοι και το μέγεθος της πόλεως, όπου αγαπούσαν να μένουν και να διδάσκουν οι σοφιστές, αυτοί οι περιφερόμενοι διδάσκαλοι ανώτερης παιδείας. Πολλοί απ' αυτούς, όπως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος, εδίδασκαν κάποια στοιχεία Γραμματικής και τεχνικής του λόγου.

Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας
Εκείνος όμως που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην εξέλιξη της ρητορικής ήταν ο Γοργίας ο Λεοντίνος που έφθασε στην Αθήνα το 427 π.Χ. και είχε μαθητές επιφανείς Αθηναίους. Καλλιέργησε την πολιτική και ιδιαίτερα την επιδεικτική ρητορεία. Αποβλέποντας στην πειστικότητα του λόγου μελέτησε τη σημασία που έχει η τρέχουσα πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική συγκυρία, η κατάλληλη δηλ. για κάθε λόγο περίσταση, ο «καιρός». Η ρητορική του, διανθισμένη ή και κυριολεκτικά φορτωμένη με σχήματα, τα «γοργίεια» σχήματα (πάρισα, ομοιοτέλευτα, παρηχήσεις, αντιθέσεις κ.λπ.), είχε σκοπό να καταπλήξει και να γοητεύσει προσεγγίζοντας τα όρια του ποιητικού λόγου. Κάποτε βέβαια γίνεται φορτική και κουράζει

Η Πλατωνική κριτική
Αυτή όμως η σύνδεση με τη σοφιστική είχε ως συνέπεια την αποδοκιμασία της ρητορικής από ηθική και παιδαγωγική άποψη. Η κριτική αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα στους διάλογους του «Γοργίας» και «Φαδρος». Πράγματι ο Γοργίας, όπως και οι περισσότεροι σοφιστές, αρνείται ότι υπάρχει αντικειμενική γνώση και επομένως αντικειμενική αλήθεια και ηθική. Ο Πρωταγόρας είχε διατυπώσει την άποψη ότι για κάθε ζήτημα υπάρχουν δύο λόγοι (απόψεις) αντίθετοι μεταξύ τους με την απαίτηση να είναι και οι δύο συγχρόνως εξίσου αληθινοί («δισσοί λόγοι»). Η ρητορική λοιπόν ως «πειθος δημιουργός», ως τεχνική δηλαδή που έχει στόχο να πείσει, δεν ενδιαφέρεται να ανακαλύψει και να διδάξει τα αληθινά και τα δίκαια, αφού αυτά σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές δεν υπάρχουν, αλλά να εκθέσει τα «εκότα», δηλαδή τα πιθανά, τα αληθοφανή, αυτά που μοιάζουν να είναι, κι ας μην είναι, αληθινά, φθάνει να συμφέρουν τον ρήτορα ή τον πελάτη του. Είναι φανερόν ότι οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για να στρεψοδικούν στα δικαστήρια και να δημαγωγούν στις συνελεύσεις. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος λογογράφος δεν είχε ηθικούς δισταγμούς να συντάσσει πολλές φορές δύο λόγους, έναν για τον κατηγορούμενο κι έναν για τον κατήγορο, στην ίδια δίκη! Ο Πλάτων αρνείται να χαρακτηρίσει επιστήμη ή τέχνη τη ρητορική, αφού δεν έχει καθορισμένο αντικείμενο να διδάξει ούτε αξιόπιστη μέθοδο. Κατ' αυτόν είναι απλώς μια εμπειρία, μια ικανότητα, ένα όργανο μόνον απάτης στον χωρίς ηθικούς φραγμούς αγώνα του δημόσιου βίου. Ο ρήτορας, ακόμη και αθέλητα, οδηγείται στην απάτη, αφού δεν έχει γνώση («πιστήμην»), αλλά γνώμη μονάχα («δόξαν») για το θέμα με το οποίο τυχόν ασχολείται.

Ο Ισοκράτης, μια αντίπαλη φωνή και πράξη
Σ' αυτή την οξυδερκή όσο και οξεία κριτική απαντά ο Ισοκράτης. Υπερασπίζοντας τη Ρητορική του Σχολή επικρίνει βέβαια τα τεχνάσματα των επαγγελματιών της ρητορικής, τονίζει όμως την παιδευτική αξία της διδασκαλίας της. Υποστηρίζει ότι με τη διδασκαλία της ρητορικής, έστω όχι στηριγμένη στην ακριβή επιστημονική γνώση, αλλά στην πείρα της πραγματικότητας, μπορεί να επιτύχει στην πράξη ένα ευρύτερο παιδευτικό αποτέλεσμα. Αυτή τη γενική πνευματική καλλιέργεια, την αγωγή που έχει πρακτικούς πολιτικούς στόχους, καταρτίζοντας ανθρώπους της δράσεως, ο Ισοκράτης την ονομάζει «φιλοσοφίαν».

ΤΑ ΕΙΔΗ TOΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Οι πολιτικοί λόγοι στην Εκκλησία του Δήμου
Υπάρχουν τριών ειδών ρητορικοί λόγοι κατά τον Αριστοτέλη, οι συμβουλευτικοί, οι δικανικοί και οι επιδεικτικοί (πανηγυρικοί).
  Οι συμβουλευτικοί είναι λόγοι πολιτικοί που εκφωνούνται στις συνελεύσεις του λαού. Μ' αυτούς παρέχονται συμβουλές για το μέλλον. Ο ρήτορας προτρέπει ή αποτρέπει τον λαό με σκοπό την επίτευξη του συμφέροντος ή την αποφυγή πολιτικών σφαλμάτων.
            Στην Αθήνα οι πολιτικές αγορεύσεις γίνονταν ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου η οποία αποφάσιζε για τα πιο σοβαρά θέματα του κράτους, όπως η κήρυξη πολέμου, η υπογραφή ειρήνης, η σύναψη και διάλυση συμμαχιών, η ψήφιση νόμων, τα δημόσια οικονομικά κ.λπ. Δικαίωμα λόγου και ψήφου είχαν σ' αυτήν όλοι οι γνήσιοι («ξ μφον γονέοιν») Αθηναίοι πολίτες από το εικοστό έτος της ηλικίας τους, αν δεν τους είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα.
Η Εκκλησία συνεδρίαζε κανονικά σαράντα φορές τον χρόνο, αλλά και εκτάκτως, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις. Χώρος των συνεδριάσεων ήταν συνήθως η Πνύκα και κάποτε η Αγορά ή το θέατρο του Διονύσου. Μετά τις αγορεύσεις αποφάσιζαν ψηφίζοντας συνήθως με ανάταση των χεριών («χειροτονία»).
            Οι ρήτορες είχαν απόλυτη ελευθερία συμβουλής και μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή, ακόμη και αν δεν ασκούσαν δημόσιο λειτούργημα. Είχαν όμως και την ευθύνη των εισηγήσεών τους, αφού το όνομά τους και οι προτάσεις τους περιλαμβάνονταν στα ψηφίσματα της Εκκλησίας. Σημαντικότερος ρήτορας συμβουλευτικών λόγων θεωρείται ο Δημοσθένης.

Λόγοι στα δικαστήρια
Δικανικοί λόγοι είναι οι εκφωνούμενοι στα δικαστήρια και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν στο παρελθόν. Είναι κατηγορίες ή απολογίες και έχουν σκοπό την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου με βάση τον νόμο και το αίσθημα του δικαίου. Το αρχαιότερο δικαστήριο στην Αθήνα ήταν ο Άρειος Πάγος, του οποίου όμως οι αρμοδιότητες περιορίστηκαν από το 462 π.Χ. στην εκδίκαση φόνων εκ προμελέτης και μερικών άλλων μικρότερης σημασίας υποθέσεων. Υπήρχαν βέβαια και άλλα δικαστήρια, ενώ ορισμένες σοβαρές υποθέσεις δίκαζε η Βουλή ή και η Εκκλησία του Δήμου.

Ηλιαία
Το κυριότερο όμως δικαστήριο του Αθηναϊκού κράτους ήταν η Ηλιαία, ένα δικαστήριο ενόρκων, του οποίου μέλη μπορούσαν να γίνουν, μετά από κλήρωση, όλοι οι άνω των τριάντα ετών γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες, αν δεν εκκρεμούσε κατηγορία εναντίον τους. Την Ηλιαία αποτελούσαν 6.000 δικαστές («λιασταί») από τους οποίους οι 1000 ήταν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 401, 501, κ.λπ. δικαστών ανάλογα με τη σοβαρότητα της δίκης. Ο περιττός αριθμός απέκλειε την περίπτωση ισοψηφίας. Οι δικαστές ελάμβαναν ως δικαστική αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα. Ο χρόνος των αγορεύσεων περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την «κλεψύδρα». Η ψηφοφορία ήταν μυστική.

Λογογράφοι
Επειδή νόμος όριζε ότι οι διάδικοι ήταν υποχρεωμένοι να αγορεύουν αυτοπροσώπως και, αν υπήρχε συνήγορος, να δευτερολογεί, οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν στους «λογογράφους». Αυτοί ήταν έμπειροι δικανικοί ρήτορες που, με το αζημίωτο φυσικά, έγραφαν τα κείμενα των λόγων τα οποία ήταν υποχρεωμένοι οι διάδικοι να αποστηθίσουν και να απαγγείλουν στο δικαστήριο. Επειδή οι «λιασταί», όπως τους περιγράφει και ο Αριστοφάνης στους «Σφκες», ήταν απλοϊκοί Αθηναίοι πολίτες χωρίς νομική πείρα και δικαστική συνείδηση, οι λογογράφοι έπρεπε να γνωρίζουν όχι μόνον τους νόμους, αλλά και την ψυχολογία των λαϊκών δικαστών, ώστε να τους επηρεάζουν προς το συμφέρον των πελατών τους. Επιφανέστερος λογογράφος δικανικών λόγων θεωρείται ο Λυσίας.

Το επιδεικτικό γένος
Επιδεικτικοί ή πανηγυρικοί λόγοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι επιτάφιοι, ήταν οι εκφωνούμενοι σε διάφορες εορτές και συγκεντρώσεις. Με τους λόγους αυτούς εγκωμιάζονται ή επικρίνονται πράξεις και πρόσωπα του παρόντος με συχνές αναδρομές στο παρελθόν και προβλέψεις του μέλλοντος. Ο ρήτορας ζητεί συγχρόνως να επιδείξει τη ρητορική του δεινότητα και να προκαλέσει τις επευφημίες των ακροατών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπηρετεί και συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες. Οι επιδεικτικοί λόγοι είναι εξάλλου, κατά τον Αριστοτέλη, συγγενείς με τους συμβουλευτικούς. Ο Ισοκράτης κρίνεται ως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του επιδεικτικού γένους

ΤΑ ΜΕΡΗ TOΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Οι αρχαίοι έβλεπαν κάθε είδος του λόγου σαν ζωντανόν οργανισμό που έχει μέλη (αρχή, μέση και τέλος) αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, ώστε ν' αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Η γενική αυτή αντίληψη εφαρμόζεται και στον ρητορικό λόγο. Τα κύρια μέρη, στα οποία ο ρήτορας ταξινομεί το απαραίτητο υλικό για τη συγκρότηση του κειμένου, είναι το προοίμιον, η διήγησις, η πίστις (απόδειξη) και ο επίλογος.
           
α'. Προοίμιον είναι η αρχή του ρητορικού λόγου. Σύντομα ο ρήτορας ενημερώνει τον ακροατή επί του θέματος και προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια και την προσοχή του. Σπανίως ρητορικός λόγος αρχίζει χωρίς κάποιο είδος προοιμίου. Μετά το προοίμιο συνήθως ακολουθεί η πρόθεσις, σύντομη δηλαδή έκθεση του θέματος.
β'. Διήγησις. Στο μέρος αυτό ο αγορητής εκθέτει τα σχετικά με το θέμα γεγονότα τα οποία κρίνει ότι είναι άγνωστα στον ακροατή είτε ανεπαρκώς ή εσφαλμένως γνωστά. Είναι φανερόν ότι η διήγηση στον ρητορικό λόγο δεν ακολουθεί τους κανόνες της ιστορικής αφηγήσεως. Ο ρήτορας φροντίζει η διήγηση να μη ζημιώσει τον σκοπό της αγορεύσεώς του, χωρίς βέβαια να χάσει τη σαφήνεια και την πειστικότητά της. Φροντίζει επομένως να τονίσει τα ευνοϊκά στοιχεία, να μειώσει τη σημασία όσων είναι ασύμφορα και, μολονότι η συντομία είναι προτέρημα, δεν παραλείπει να περιγράφει ασήμαντα περιστατικά, αν απ' αυτά ο ακροατής ενδέχεται να πεισθεί π.χ. για τη χρηστότητα του ήθους του ή την κακοήθεια του αντιπάλου. Η διήγηση, ως ξεχωριστό τμήμα της αγορεύσεως, υπάρχει κυρίως και όχι πάντοτε στους δικανικούς λόγους, σπανίως δε στους συμβουλευτικούς. Βεβαίως σύντομες διηγήσεις παρεμβάλλονται στο σώμα όλων των λόγων παράλληλα με τις σχετικές αποδείξεις.
γ'. Πίστις (απόδειξη) είναι το ουσιαστικότερο μέρος του ρητορικού λόγου, αφού η Ρητορική ορίζεται ως «πειθούς δημιουργός» ή ως τέχνη «του δεν τ πάρχοντα πιθαν περ καστον» (δηλ. τα πειστικά επιχειρήματα για κάθε ζήτημα). Οι αποδείξεις είναι άτεχνες ή έντεχνες. Άτεχνες αποδείξεις είναι αντικειμενικά πειστήρια που δεν οφείλονται στην τεχνική δεξιότητα του ρήτορα (νόμοι, μαρτυρικές καταθέσεις, όρκοι και έγγραφα όπως συμβόλαια, διαθήκες κ.λπ.). Έντεχνες αποδείξεις είναι εκείνες που ο ίδιος ο ρήτορας επινοεί. Αυτές είναι:
  1. Τα ενθυμήματα, βραχυλογικοί συνήθως συλλογισμοί οι οποίοι, αναλόγως των προτάσεων, των δεδομένων δηλ. στα οποία στηρίζονται, δίδουν συνήθως πιθανά, αλλά και ασφαλή κάποτε συμπεράσματα, αν βέβαια τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται είναι πράγματι ακριβή. Διότι πολλές φορές ο συλλογισμός είναι μεν τυπικά ορθός, αλλά δεν αληθεύει το συμπέρασμα, αν ο ρήτορας αγνοεί ή αποκρύπτει την αλήθεια. Στο ενθύμημα π.χ. ότι κάποιος έχει πυρετό και επομένως είναι άρρωστος, το συμπέρασμα είναι αναμφισβήτητο, αν όμως πράγματι αυτός έχει πυρετό. Η βραχυλογία του ενθυμήματος υπηρετεί την κομψότητα του λόγου, την οικονομία του χρόνου και δεν εκνευρίζει τον ακροατή, ο οποίος αισθάνεται ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη του, όταν του αναλύουν τα αυτονόητα. Τα ενθυμήματα στηρίζονται σε γενικά παραδεκτές απόψεις και τρόπους σκέψεως που ονομάζονται «κοινοί τόποι» (κοινόχρηστα επιχειρήματα).
  2. Τα παραδείγματα. Είναι ιστορικά (πραγματικά) ή πλαστά (παραβολές). Είναι βέβαια ενδείξεις μόνον. Η αποδεικτική τους αξία στηρίζεται στην ομοιότητα ή την αναλογία προς αυτό που ζητείται να αποδειχθεί. Ο απλοϊκός πάντως ακροατής επηρεάζεται, καθώς γενική είναι η αντίληψη πως ό,τι συμβαίνει στον έναν μπορεί να συμβεί στον καθένα.
  3. Οι γνώμες. Είναι αποφθέγματα για ζητήματα γενικού χαρακτήρα και επομένως μπορεί να λεχθεί γι' αυτές ό,τι και για τα ενθυμήματα. Η αποδεικτική τους αξία εξαρτάται από τον βαθμό που αναγνωρίζονται γενικώς ως ορθές ή από το κύρος αυτού που τις έχει διατυπώσει.
  4. Τα ήθη. Η πειστικότητα του ρήτορα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την εντύπωση που θα προξενήσει στο ακροατήριο ο ίδιος ως προσωπικότητα. Αν κατορθώσει να επιβάλει την εικόνα του ως έντιμου ανθρώπου και πολίτη, οι λόγοι του γίνονται πειστικότεροι, αφού είναι λογικό οι άνθρωποι να εμπιστεύονται τους φρόνιμους και ενάρετους. Αντιθέτως προσπαθεί να μειώσει ηθικά τον αντίπαλο και έτσι να εξουδετερώσει την πειστικότητα των επιχειρημάτων του. Συγχρόνως φροντίζει να γίνει συμπαθής στους ακροατές επαινώντας π.χ. τους προγόνους των, κολακεύοντας αυτούς τους ίδιους ή δικαιολογώντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους. Και όταν ακόμη είναι υποχρεωμένος να ψέξει τη συμπεριφορά τους, σπεύδει να την αποδώσει στην κακή επίδραση ή την προδοτική δράση άλλων, των αντιπάλων του. Αυτή η ηθοποιία (ρήτορα, αντιπάλου, ακροατή) ασκούσε μεγάλη επίδραση στο ακροατήριο και απαντάται σε όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου.
  5. Τα πάθη. Επίσης σε όλη τη διάρκεια της αγορεύσεως ο ρήτορας, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν περισσότερο συναισθηματικά παρά λογικά, προσπαθεί να διεγείρει στις ψυχές των ακροατών του τα πάθη (τα συναισθήματα) που τον συμφέρουν ή να μεταγγίσει τα πάθη που κυριαρχούν στη δική του ψυχή, δηλ. οργή, φιλία, μίσος, φόβο, οίκτο, ντροπή, φθόνο κ.λπ. (παθοποιία).
δ'. Επίλογος. Με τον επίλογο συνήθως επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί, η ανάμνηση, που επιτυγχάνεται με μια συντομότατη ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων του λόγου και η παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή. Όταν ο λόγος είναι πολύ σύντομος, ο επίλογος δεν είναι απαραίτητος.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ

Ο Λυσίας γεννήθηκε στην Αθήνα περίπου το 445 π.Χ. Ήταν γιος του Κέφαλου του Συρακόσιου και εγγονός του Λυσανία. Είχε αδελφούς τον Πολέμαρχο και τον Ευθύδημο. Ο πατέρας του πείστηκε από τον φίλο του Περικλή, τον διάσημο πολιτικό, να αφήσει την πατρίδα του και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου και έζησε ως μέτοικος τριάντα χρόνια ασκώντας το επάγγελμα του ασπιδοποιού.
Ο Κέφαλος χάρη στην ευπορία του και τη γνωριμία του με εξέχοντες πνευματικούς άνδρες της Αθήνας (στο σπίτι του διεξάγεται ο διάλογος της πλατωνικής Πολιτείας) έδωσε σωστή αγωγή και επιμελημένη μόρφωση στα παιδιά του.
Μετά τον θάνατο του περί το 430 π.Χ. ο Λυσίας, σε ηλικία τότε 15 ετών, αναχώρησε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Πολέμαρχο για τους Θουρίους, αποικία στην Κάτω Ιταλία, που ίδρυσαν οι Αθηναίοι το 444 π.Χ. Εκεί ο Λυσίας σπούδασε τη ρητορική κοντά στους Συρακόσιους ρητοροδιδασκάλους Τεισία και Νικία, μαθητές του ονομαστού Κόρακα. Μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων το 413 π.Χ. υποχρεώθηκε, ύστερα από επανάσταση του δήμου των Θουρίων και την επικράτηση της μερίδας των Λακωνιζόντων, να επιστρέψει μαζί με τον αδελφό του και άλλους τριακόσιους αποίκους στην Αθήνα το 412-11 π.Χ. Μέχρι το 404 π.Χ. έζησε ήρεμα και άνετα. Το εργοστάσιο ασπιδοποιίας, που είχε με τον αδελφό του Πολέμαρχο στον Πειραιά του εξασφάλιζε μια οικονομική άνεση που του επέτρεπε να ασχολείται με την αγαπημένη του τέχνη, τη ρητορική, είτε γράφοντας λόγους είτε διδάσκοντας.
Το 404 π.Χ. με την εγκαθίδρυση στην Αθήνα της αρχής των Τριάκοντα ο Λυσίας βίωσε οδυνηρές καταστάσεις. Τα δημοκρατικά του φρονήματα και η περιουσία του κίνησαν το μίσος των Τυράννων κατά της οικογενείας του. Ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε χωρίς δίκη, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του δημεύτηκε και ο ίδιος δραπέτευσε στα Μέγαρα υποστηρίζοντας από εκεί τους δημοκρατικούς με χρήματα, μισθοφόρους και όπλα. Για τις πολύτιμες αυτές υπηρεσίες του, αμέσως μετά την επάνοδο της δημοκρατίας το 403 π.Χ., ο Θρασύβουλος πρότεινε με ψήφισμα να δοθεί στον Λυσία και σε όσους μετοίκους βοήθησαν εξόριστους Αθηναίους το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Ο Αρχίνος όμως, που προερχόταν από τη μετριοπαθή συντηρητική μερίδα του Θηραμένη, κατήγγειλε το ψήφισμα ως παράνομο, διότι ήταν απροβούλευτο, δεν είχε δηλαδή την προηγούμενη έγκριση της Βουλής. Έτσι το ψήφισμα του Θρασύβουλου ακυρώθηκε και ο Λυσίας έμεινε μέχρι τέλους ισοτελής. Επειδή έτσι στερήθηκε του δικαιώματος να αναμειγνύεται αυτοπροσώπως στα δημόσια πράγματα, ασχολήθηκε και πάλι με τη ρητορική, όχι όμως ως ρητοροδιδάσκαλος αλλά ως λογογράφος. Με την ιδιότητά του αυτή συνέγραφε επ' αμοιβή δικανικούς κυρίως λόγους για λογαριασμό των πελατών του, τους οποίους οι ίδιοι εκφωνούσαν στα δικαστήρια, Ο Λυσίας εκφώνησε στο δικαστήριο μόνο τον λόγο Κατά Ερατοσθένους, με τον οποίο καταγγέλλει τον Ερατοσθένη, έναν των Τριάκοντα, ως πρωταίτιο για τον θάνατο του αδελφού του Πολέμαρχου.
Ο Λυσίας παντρεύτηκε την κόρη του γαμπρού του Βραχύλλου. Πέθανε στην Αθήνα μετά το 380 π.Χ. έχοντας αποκτήσει τη φήμη του διασημότερου λογογράφου.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ

Ο Λυσίας υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία και με τα τρία είδη του ρητορικού λόγου, ελάχιστα με το συμβουλευτικό, περισσότερο με το επιδεικτικό ή πανηγυρικό και κατ' εξοχήν με το δικανικό.
Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν με το όνομά του 425 λόγοι, από τους οποίους ο φιλολογικός κύκλος του Διονυσίου Αλικαρνασσέα και του Καικιλίου θεωρούσε γνήσιους 233. Σήμερα μας είναι γνωστοί 172 τίτλοι. Οι συνηθισμένες συλλογές περιλαμβάνουν 35 λόγους. Από αυτούς 23 είναι ολοκληρωμένοι και ορισμένων αμφισβητείται η γνησιότητα. Σώζονται επίσης αποσπάσματα λόγων και επιστολών.
Από τους σωζόμενους λόγους ένας μόνον είναι συμβουλευτικός ο Περί της Πολιτείας και δυο επιδεικτικοί, ο Επιτάφιος και ο Ολυμπιακός. Οι υπόλοιποι με εξαίρεση τον Ερωτικό, ο οποίος έφθασε σε μας μέσω του Πλάτωνα και εμπεριέχεται στο έργο του Φαίδρος, είναι δικανικοί, κατηγορικοί ή απολογητικοί, και αναφέρονται σε ποικίλες υποθέσεις δημόσιες ή ιδιωτικές.

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το έργο του Λυσία έχει σημαντική ιστορική αξία. Παρέχει πολύτιμες γνώσεις για την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Αθήνας την περίοδο από το τέλος του Πελοποννησιακού μέχρι και του Κορινθιακού πολέμου (404-393 π.Χ.) ειδικότερα δε για την εποχή των Τριάκοντα. Οι πληροφορίες του Λυσία είναι αξιόπιστες και ενισχύουν ή συμπληρώνουν εκείνες του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη και του Διοδώρου.
Οι δικανικοί του λόγοι με την ποικιλία των υποθέσεων φωτίζουν την ιδιωτική, κοινωνική και οικονομική ζωή των Αθηναίων της περιόδου αυτής και αποτελούν πολύτιμο βοήθημα για τον μελετητή της αττικής δικονομίας και του δικαίου γενικότερα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η αισθητική αξία του έργου. Οι λόγοι του Λυσία χαρακτηρίζονται από τεχνική αρτιότητα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό. Η κατασκευή τους χαρακτηρίζεται απο απόλυτη πειθαρχία στους κανόνες της ρητορικής τέχνης. Η συντομία, η περιεκτικότητα και ποικιλία των προοιμίων· η σαφήνεια, γλυκύτητα και φυσικότητα της διήγησης· η πειστικότητα της απόδειξης, που ο ρήτορας πετυχαίνει με τη δεξιότητά του στον χειρισμό των εντέχνων πίστεων, δηλ. των λογικών επιχειρημάτων, του ήθους και του πάθους· το μέτρο και η χάρη του επιλόγου αποτελούν τις κυριότερες αρετές στη διάρθρωση των λόγων του. Το σημαντικότερο όμως χαρακτηριστικό της τέχνης του Λυσία είναι η ηθοποιία, την οποίαν ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (Λυσίας 8) αποκαλεί εὐπρεπεστάτην ἀρετήν. Ο ρήτορας πετυχαίνει να προσαρμόσει τον λόγο του στην προσωπικότητα του πελάτη του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι ο λόγος φέρει την προσωπική σφραγίδα του ομιλητή και όχι του επαγγελματία λογογράφου.
Η απλότητα του ύφους, η καθαρή και ακριβής έκφραση, για την οποία ο Λυσίας χαρακτηρίστηκε ως τῆς Ἀττικῆς γλώττης ἄριστος κανών, σε συνδυασμό με τη βραχυλογία που συνίσταται στη σύντομη και περιεκτική φράση, αποτελούν τις βασικότερες αρετές του λυσιακού ύφους και συνθέτουν τη μεγαλύτερη αρετή του, την χάριν. Έτσι η χάρη και η πειθώ του λόγου τον καθιστούν χαριτωμένο και απολαυστικό. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (Λυσίας 11) πολύ εύστοχα αναφέρει ότι τὸ ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως γράφειν (= η ευχάριστη και χαριτωμένη και κομψή γραφή) είναι γνώρισμα μόνον του Λυσία, ενώ το εὖ γράφειν είναι χαρακτηριστικό και άλλων ρητόρων.
Δίκαια λοιπόν ο Λυσίας χαρακτηρίζεται ως ο διαπρεπέστερος λογογράφος της αρχαιότητας και το έργο του μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας.

ΛΥΣΙΟΥ ΥΠΕΡ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ

Βασικό θεσμό για τη θεμελίωση και διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρονών αποτελούσε η δοκιμασία των αρχόντων, αιρετών και κληρωτών. Κάθε δηλ. Αθηναίος πολίτης, προκειμένου να ασκήσει οποιοδήποτε αξίωμα, έπρεπε μετά την εκλογή του να υποστεί μια υποχρεωτική εξέταση που στόχευε στο να διαπιστωθεί αν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του και αν ήταν άξιος του λειτουργήματος που είχε κληθεί να αναλάβει. Η δοκιμασία γινόταν αρχικά ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων· αργότερα όμως προστέθηκε και ένα δεύτερο στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και ασκούσαν έφεση. Ο Μαντίθεος από το Θορικό της Ακαμαντίδος φυλής κληρώθηκε βουλευτής και δοκιμάζεται. Εμφανίστηκε όμως στη Βουλή ένας Αθηναίος, ο οποίος τον κατηγορεί ότι υπηρέτησε ως ιππέας των Τριάκοντα, επειδή το όνομά του ήταν γραμμένο στον κατάλογο στον οποίο είχαν αναγραφεί τα ονόματα όλων όσοι υπηρέτησαν ως ιππείς επί των Τριάκοντα. Ο κατήγορος, εκμεταλλευόμενος προφανώς το μίσος των δημοκρατών Αθηναίων για τους Τριάκοντα και τους οπαδούς τους ελπίζει στην καταδίκη του Μαντιθέου και στην ακύρωση της εκλογής του, αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε. Ο Μαντίθεος δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγραφή του ονοματός του στον κατάλογο, προσπαθεί όμως να πείσει το δικαστήριο ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απόδειξη ενοχής. Ισχυρίζεται ότι η γύψινη σανίδα, όπου ήταν γραμμένα τα ονόματα των ιππέων, ήταν εκτεθειμένη και ο καθένας μπορούσε να σβήσει όποιο όνομα ήθελε και να γράψει ένα άλλο. Το σημαντικότερο όμως επιχείρημά του ήταν ότι αυτός δεν έγινε ιππέας, διότι ο φύλαρχος δεν εισέπραξε από αυτόν την κατάσταση, δηλ. τη χρηματική προκαταβολή που έπαιρναν οι ιππείς από το δημόσιο ταμείο και την οποία επέστρεφαν με τη λήξη της θητείας τους, αφού μάλιστα απουσίαζε από την Αθήνα την εποχή των Τριάκοντα. Ο Μαντίθεος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει διεξοδικά για τη ζωή του με πειστικότητα και αξιοπρέπεια. Εμφανίζεται ως τίμιος αδελφός, ενάρετος άνθρωπος, γενναίος στρατιώτης και χρηστός πολίτης. Ο λόγος αυτός θεωρείται από τους καλύτερους του Λυσία, διότι ο δεινός αυτός λογογράφος με το χάρισμα της ηθοποιίας του απεικονίζει αριστοτεχνικά τον πελάτη του. Ο χρόνος της απαγγελίας του δεν είναι γνωστός. Από στοιχεία όμως του λόγου, όπως α) η μνημονευόμενη εκστρατεία στην Κόρινθο το 394 π.Χ., β) άλλες εκστρατείες και φρουρές (βλ. και Ξεν. Ελλ. 4.4.30) που φθάνουν μέχρι το 392 π.Χ. και γ) η αναφορά του Μαντιθέου στον Θρασύβουλο που ακόμα ζούσε και φονεύθηκε στην Άσπενδο της Παμφυλίας το 389 π.Χ. (Ξεν. Ελλ. 4.4.30), συμπεραίνουμε ότι εκφωνήθηκε μεταξύ των ετών 392-389 π.Χ. Δεν γνωρίζουμε αν η δοκιμασία του Μαντιθέου υπήρξε γι' αυτόν επιτυχής. Συνήθως όμως η επιτυχημένη απολογία προδικάζει και το αποτέλεσμα.

Η δομή του λόγου
Η τάξη, δηλ. η διάκριση του ρητορικού λόγου στα μέρη του, είναι για τον Λυσία στερεότυπη. Για τη σταθερότητα αυτή ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους ρήτορες. Έτσι και ο λόγος αυτός αποτελείται από τα εξής μέρη:
Α. Προοίμιο (exordium) §§1-3
Β. Διήγηση (narratio) - Πίστη ή Απόδειξη (probatio ή argumentatio) §§4-19
Γ. Επίλογος (peroratio) §§20-21
Η διήγηση δεν περιλαμβάνει μόνον έκθεση γεγονότων σχετικών με το κατηγορητήριο, αλλά και γεγονότα που χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο για την αναίρεση της κατηγορίας αλλά και για την προβολή της υποδειγματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο του. Έτσι η διήγηση στο μεγαλύτερο μέρος του λόγου λειτουργεί ως απόδειξη.

Αναλυτικότερα η διάρθρωση του λόγου έχει ως εξής:
Α. ΠΡΟΟΙΜΙΟ §§1-3
α. Ο Μαντίθεος πιστεύει ότι μετά την απολογία του οι Βουλευτές θα εγκρίνουν τη βουλευτική του εκλογή.
β. Έκθεση της κατηγορίας: Υπηρέτησε ως ιππέας επί των Τριάκοντα.
Β. ΔΙΗΓΗΣΗ - ΑΠΟΔΕΙΞΗ §§4-19
4-8.  Αναίρεση της κατηγορίας
9-19. Απολογία του Μαντιθέου για όλη τη ζωή του.
10.   Η συμπεριφορά του Μαντιθέου στην ιδιωτική ζωή του.
11-12. Η συμπεριφορά του Μαντιθέου στη δημόσια ζωή του.
13-17. Η στρατιωτική συμπεριφορά του Μαντιθέου και η σκοπιμότητά της.
18-19. Το κριτήριο αξιολόγησης του πολίτη.
Γ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ §§20-21
α. Η πρώτη δημηγορία του Μαντιθέου και ο σκοπός της.
β. Το κίνητρο της ενασχόλησης του Μαντιθέου με τα κοινά.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΟΔΙΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Η Ρόδος, το πιο μεγάλο νησί της Δωδεκανήσου, κατοικήθηκε τουλάχιστον από το τέλος της νεολιθικής περιόδου. Εγκαταστάθηκαν εκεί αργότερα Κρήτες άποικοι (Μινωίτες) και ύστερα Μυκηναίοι Αχαιοί. Ο Όμηρος μνημονεύει τον βασιλέα των Ροδίων Τληπόλεμο, γιο του Ηρακλή. Ο Τληπόλεμος έλαβε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με εννέα πλοία, πράγμα που ίσως σημαίνει μια πολύ πρώιμη, πριν από τη Δωρική κάθοδο, εγκατάσταση Δωριέων στο νησί. Μετά τον Τληπόλεμο δημιουργούνται τρεις Δωρικές πόλεις-κράτη, η Λίνδος, η Ιαλυσός και η Κάμιρος οι οποίες μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό ίδρυσαν τη «Δωρική Εξάπολη» με θρησκευτικό κέντρο το ιερό του Απόλλωνος στο Τριόπιο ακρωτήριο της Κνίδου. Τον 6ο αιώνα δεσπόζει στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της Ρόδου η προσωπικότητα του «τυράννου» της Λίνδου Κλεόβουλου. Ο Κλεόβουλος περιλαμβάνεται στον κατάλογο των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδος.
Έμποροι και ναυτικοί κυρίως οι Ρόδιοι, προσχώρησαν μετά τα Μηδικά, καίτοι Δωριείς, στην Α' Αθηναϊκή συμμαχία (478/77 π.Χ.) στην οποία παρέμειναν μέχρι το 412 π.Χ., οπότε αποστάτησαν παρά την αντίδραση των δημοκρατικών. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησε μια άλλη μεγάλη Ροδιακή προσωπικότητα πανελλήνιου κύρους, ο γιος του Ολυμπιονίκη Διαγόρα Δωριεύς ο οποίος επίσης είχε αναδειχθεί πολλές φορές Ολυμπιονίκης, Πυθιονίκης, Νεμεονίκης και Ισθμιονίκης! Ο Δωριεύς, σπουδαίος στρατιωτικός και πολιτικός, όσο και αθλητής, πέτυχε τη συνένωση («συνοικισμό») των τριών πόλεων-κρατών σε μία μεγάλη πόλη, με μία βουλή. Τη νέα πόλη έκτισαν εκεί όπου ευρίσκεται σήμερα η πόλη της Ρόδου. Η πολιτική αστάθεια κατά τα τελευταία έτη του Πελοποννησιακού πολέμου και μετά απ' αυτόν (404 π.Χ. κ.εξ.) ήταν φυσικό να επηρεάσει και τη Ρόδο στην οποία οι δύο πολιτικές παρατάξεις, οι φιλαθήναιοι δημοκρατικοί και οι λακωνίζοντες ολιγαρχικοί, ήσαν σχεδόν ισόπαλες. Έτσι η Ρόδος άλλαξε πολλές φορές «στρατόπεδο». Το 378/77 π.Χ. προσχωρεί στη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Η πιεστική όμως εις βάρος των συμμάχων συμπεριφορά των Αθηναίων εδημιούργησε δυσαρέσκειες και τάσεις αποστασίας τις οποίες ενίσχυε ο δυνάστης της Καρίας Μαύσωλος του οποίου έδρα ήταν η Αλικαρνασσός. Απώτερο βέβαια σκοπό είχε την απομόνωση και την προσάρτηση των πλησίον της αρχής του Ελληνικών νησιών. Το 357 π.Χ. οι Ρόδιοι, Κώοι και Χίοι συμμάχησαν με το Βυζάντιο, που ήδη ακολουθούσε εχθρική προς τους Αθηναίους πολιτική, και αρνήθηκαν την καταβολή των συμμαχικών εισφορών («συντάξεων»). Στην εχθρική αυτή κίνηση εναντίον των Αθηναίων πρωτοστάτησαν στη Ρόδο οι ολιγαρχικοί, αλλά και αρκετοί δυσαρεστημένοι δημοκρατικοί πολίτες. Ακολούθησε ο ατυχής για τους Αθηναίους «Συμμαχικός πόλεμος» εναντίον των πρώην συμμάχων τους κατά τη διάρκεια του οποίου (357-55 π.Χ.) ο Μαύσωλος πέτυχε την εγκατάσταση στη Ρόδο Καρικών φρουρών. Ο Συμμαχικός πόλεμος έληξε με περσικό τελεσίγραφο με το οποίο ο Μ. Βασιλεύς απαίτησε από τους Αθηναίους να μην επεμβαίνουν στα εσωτερικά άλλων πόλεων σύμφωνα με τον σχετικό όρο της Ανταλκιδείου ειρήνης (387 π.Χ.). Οι Ρόδιοι ολιγαρχικοί ενισχυμένοι από τον Μαύσωλο κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα και διατήρησαν τις Καρικές φρουρές. Η αποστασία επόμενως από την Αθηναϊκή συμμαχία οδήγησε τη Ρόδο σε Καρική επικυριαρχία. Μετά τον θάνατο του Μαυσώλου (353/2 π.Χ.) οι Ρόδιοι δημοκρατικοί ίσως κατέλαβαν πάλι για λίγο την εξουσία, έδιωξαν τις Καρικές φρουρές και προσπάθησαν να καταλάβουν την Αλικαρνασσό, πρωτεύουσα της Καρικής δυναστείας. Όμως η σύζυγος και διάδοχος του Μαυσώλου Αρτεμισία (353-351 π.Χ.) φαίνεται πως απέκρουσε την επίθεση και με στρατήγημα κατέλαβε πάλι τη Ρόδο. Πάντως το 351 π.Χ. δημοκρατικοί Ρόδιοι φυγάδες απευθύνθηκαν στους Αθηναίους και ζήτησαν τη βοήθεια τους. Ο Δημοσθένης αναλαμβάνει την υποστήριξη του αιτήματος αυτού και εκφωνεί στην Εκκλησία του Δήμου τον λόγο «πρ τς οδίων λευθερίας». Έχει να αντιπαρατεθεί προς τη φιλειρηνική, στις γενικές της γραμμές, πολιτική του Ευβούλου, το κόμμα του οποίου επικρατεί στην Αθήνα μετά τον Συμμαχικό πόλεμο. Βασική πολιτική της Αθηναϊκής πολιτείας την εποχή αυτή είναι η αποφυγή πολεμικών περιπετειών, όταν δεν διακυβεύονται ζωτικά Αθηναϊκά συμφέροντα. Έχει ακόμη ο Δημοσθένης να αντιμετωπίσει την οργή των Αθηναίων εναντίον των Ροδίων των οποίων η αποστασία παρέσυρε την Αθηναϊκή πολιτεία στον ατυχή Συμμαχικό πόλεμο και τη χαιρεκακία επίσης των συμπολιτών του για τα δεινά που εξ αιτίας της αποστασίας εκείνης οι Ρόδιοι υφίστανται. Οι Αθηναίοι δεν βοήθησαν εν τέλει τη Ρόδο που παρέμεινε υπό Καρική κατοχή μέχρι την κατάλυση του Περσικού κράτους από τον Μ. Αλέξανδρο. Αξίζει όμως ν' ακούσουμε τα επιχειρήματα του μεγάλου ρήτορα με τα οποία προσπαθεί να πείσει τους συμπολίτες του ότι δεν πρέπει να μνησικακούν, αλλά να στέρξουν σε πολεμικές περιπέτειες, για να ελευθερώσουν τους αγνώμονες τέως συμμάχους των.

Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ (§§1-2)
Στα μεγάλα ζητήματα πρέπει ν' ακούγεται όλων η γνώμη, αλλά και να εκτελούνται οι αποφάσεις.
Η ευκαιρία (της βοήθειας που ζητούν οι Ρόδιοι) είναι θεόσταλτη και πρέπει ν' αξιοποιηθεί για ν' αποκατασταθεί η φήμη της πόλεως.
ΠΡΟΘΕΣΙΣ (§§3-4)
Ο Συμμαχικός πόλεμος οργανώθηκε από τους Χίους, Βυζαντίους και Ροδίους με υποκίνηση του Μαυσώλου. Αν η πόλη βοηθήσει τους Ροδίους, θ' αποδειχθούν οι Χίοι και Βυζάντιοι αφερέγγυοι σύμμαχοι, ο Μαύσωλος σκευωρός και οι Αθηναίοι σωτήρες των Ροδίων και εγγυητές της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
ΠΙΣΤΙΣ (§§5-34)
§§5-13. Υπάρχει φανερή αντίφαση στις προτάσεις των αντιπάλων ρητόρων. Φόβος δυναμικής αντιδράσεως του Μ. Βασιλέως δεν φαίνεται να υπάρχει, όπως απέδειξε η επιχείρηση του Τιμόθεου στη Σάμο. Ούτε την Αρτεμισία συμφέρει να αντιδράσει σοβαρά σε μια Αθηναϊκή επιχείρηση η οποία επιπλέον θα δείξει τις προθέσεις του Μ. Βασιλέως έναντι όλων των Ελλήνων.
§§14-16. Αν και οι Ρόδιοι έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστοι και δικαίως έχουν χάσει την ελευθερία τους, η βοήθεια σ' αυτούς προτείνεται με γνώμονα το συμφέρον των Αθηνών. Οι Αθηναίοι εξ άλλου δεν πρέπει να μνησικακούν ενθυμούμενοι και δικά τους παρόμοια ολισθήματα.
§§17-20. Τους Αθηναίους συμφέρει η αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Ρόδο. Αντιθέτως η εξάπλωση των ολιγαρχικών πολιτευμάτων αποτελεί κίνδυνο και για τη δημοκρατία στην Αθήνα.
§§21-24. Ακόμη είναι δίκαιο οι Αθηναίοι να συνδράμουν τον λαό της Ρόδου, όπως θα ήθελαν σε ανάλογη περίπτωση να το πράξουν άλλοι για χάρη τους. Παράδειγμα οι Αργείοι που δεν λογάριασαν κίνδυνο υπαρκτό για να βοηθήσουν τους Αθηναίους φυγάδες την εποχή των Τριάκοντα, ενώ ο κίνδυνος από τον Μ. Βασιλέα δεν είναι σπουδαίος.
§§25-29. Οι αντίπαλοι ρήτορες θέτουν το ζήτημα της νομιμότητας μιας επεμβάσεως στη Ρόδο. Η τήρηση όμως των συνθηκών απαιτεί αμοιβαιότητα. Όταν οι άλλοι παρασπονδούν, είναι δειλία οι Αθηναίοι να τηρούν συμφωνίες που στο κάτω κάτω εκφράζουν το «δίκαιο» του κάθε φορά ισχυροτέρου.
§§30-34. Η απόφαση ανήκει στους Αθηναίους και μπορεί να πραγματοποιηθεί, αν θεωρηθούν απ' όλους προστάτες της ελευθερίας. Δύσκολη όμως είναι η εκτέλεση των αποφάσεων, διότι αφήνονται ανεξέλεγκτοι στο εσωτερικό της πόλεως οι εχθροί της δημοκρατίας που δωροδοκούμενοι την υπονομεύουν. Αυτό είναι ευθύνη που βαρύνει και τους δημοκρατικούς πολίτες, αλλά και ένα γενικότερο πρόβλημα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (§35)


ΙΣΟΚΡΑΤΗ ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

Το 378, εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας, οι Αθηναίοι, αφού συμμάχησαν με τους Θηβαίους, πρότειναν τη συγκρότηση μιας αμυντικής συμμαχίας, για ν' αντιμετωπισθεί η επεκτατική πολιτική της Σπάρτης και οι συνεχείς επεμβάσεις της στα εσωτερικά των άλλων πόλεων-κρατών. Τα συμφέροντα των μελών εξυπηρετούνταν από ένα συμβούλιο, το συνέδριον, με έδρα την Αθήνα. Την τελική όμως απόφαση λάμβανε η Εκκλησία του δήμου της Αθήνας, όπου υποβάλλονταν οι προτάσεις του συνεδρίου. Ας σημειωθεί ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να επηρεάζουν ακόμη και τις αποφάσεις του συμμαχικού συμβουλίου καθοδηγώντας την ψήφο των ασθενέστερων μελών. Στο καταστατικό της Β' Αθηναϊκής συμμαχίας, με πρόταση του ρήτορα από τις Αφίδνες Καλλίστρατου, καθιερώθηκε ένας νέος όρος, «συντάξεις», για τη δήλωση των οικονομικών συνδρομών που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι για την κοινή άμυνα. Οι Αθηναίοι λοιπόν είχαν τη δυνατότητα να προσανατολίζουν την πολιτική της συμμαχίας και να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις που δέσμευαν τους συμμάχους ή είχαν επιπτώσεις σε βάρος τους. Πολύ σύντομα άρχισαν να ενεργούν εναντίον του πνεύματος των συμφωνιών με τους συμμάχους και να διαπράττουν τα ίδια θανάσιμα σφάλματα, όπως και κατά την Α' Αθηναϊκή συμμαχία. Τα πρώτα χρόνια σημειώθηκε κάποια πρόοδος χάρη στην ικανότητα δυο αξιόλογων στρατηγών της Αθήνας, του Χαβρία και του Τιμόθεου, οι οποίοι ενίσχυσαν τη συμμαχία με την προσάρτηση και άλλων πόλεων, ιδίως από την περιοχή της Μακεδονίας. Πολύ γρήγορα όμως άρχισε να αποδυναμώνεται η συμμαχία, όταν έπαυσε να είναι έντονος ο κοινός φόβος από την επιθετικότητα της Σπάρτης. Εξάλλου οι Αθηναίοι άρχισαν και πάλι να επεμβαίνουν στα εσωτερικά των συμμαχικών πόλεων, να εγκαθιστούν κληρουχίες και να ασκούν ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική καταπίεση. Έτσι λοιπόν τα αντιαθηναϊκά αισθήματα ήσαν έντονα στους συμμάχους, οι οποίοι, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, ήθελαν να απαλλαγούν από την Αθηναϊκή συμμαχία που δεν τους απέφερε κανένα κέρδος, ενώ τους βάρυνε υπέρμετρα και αδικαιολόγητα. Το 358 π.Χ., με την υποστήριξη του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου, ο οποίος επιθυμούσε να επεκτείνει τον έλεγχό του και στα νησιά του Αιγαίου, η Ρόδος, η Χίος και η Κως απεστάτησαν από τη συμμαχία. Ένα χρόνο αργότερα το γεγονός αυτό της αποστασίας οδήγησε σε πόλεμο, τον γνωστό με την ονομασία «Συμμαχικός πόλεμος». Στην έκρηξη του πολέμου συνέτεινε και η άστοχη ενέργεια του στρατηγού Χάρη, ο οποίος αντί να βαδίσει κατά της Αμφιπόλεως, όπως ήταν οι εντολές της πόλης, στράφηκε κατά των νησιών νομίζοντας πως έτσι θα ωφελούσε περισσότερο την Αθήνα. Τα σχέδιά του όμως απέτυχαν, γιατί οι νησιώτες αντιστάθηκαν με σθένος. Διαφάνηκε μάλιστα ο κίνδυνος να μετατοπισθούν οι εχθροπραξίες στην Αττική. II κατάσταση εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για την Αθήνα. Τότε αναλαμβάνει να γράψει ο Ισοκράτης τον Περί Ειρήνης (ή Συμμαχικόν κατά τον Αριστοτέλη) λόγο, με σκοπό να πείσει τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη. Η ακριβής χρονολογία συγγραφής του λόγου δεν είναι βέβαιη· πιστεύεται ότι ο λόγος συντάχθηκε και αμέσως κυκλοφόρησε ως πολιτικό φυλλάδιο το 356 π.Χ.

ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ §§1-15
1-2 Τα θέματα που θα συζητηθούν στην εκκλησία του δήμου είναι πολύ σημαντικά
3-15 Η αλήθεια δύσκολα ακούγεται από τους Αθηναίους -Έλλειψη «παρρησίας»- Αποφασιστικότητα του ρήτορα να πει την αλήθεια
ΠΡΟΘΕΣΗ
16 Η πρόταση ειρήνης
ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ (ΠΙΣΤΕΙΣ) §§17-144
17-27 Τα πλεονεκτήματα από την ειρήνη που εγγυάται την αυτονομία των ελληνικών πόλεων
28-40 Η δυσκολία να πεισθεί το κοινό πως η αρετή είναι επωφελής για τα κράτη
41-48 Η εξωτερική πολιτική των Αθηναίων είναι παράλογη κι επικίνδυνη
49-62 Η πολιτική στο εσωτερικό είναι κι αυτή εσφαλμένη
63-70 Υπάρχει ανάγκη μιας μεταρρύθμισης κυρίως ηθικής. Καταγγελία κάθε ιμπεριαλιστικής πολιτικής και αποκάλυψη της αδικίας. Αδύνατη και ανώφελη η κατάκτηση της ηγεμονίας
71-74 Δικαιολόγηση της σκληρής κριτικής
75-94 Τα σφάλματα των Αθηναίων στην εξωτερική πολιτική δικαιώνουν τις απόψεις του ρήτορα
95-115 Αυστηρή κριτική και της πολιτικής των Σπαρτιατών κατά την εποχή της ηγεμονίας τους
116-120 Η σωφροσύνη εξυπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα των ατόμων και των πόλεων
121-132 Στην Αθήνα η άσκηση της πολιτικής έχει ανατεθεί στους δημαγωγούς, που έχουν προσωπικό συμφέρον να προκαλούν αναταραχή και να βλάπτουν τη δημοκρατία
133-136 Σε ποιες αρχές πρέπει να στηριχθεί η προτεινόμενη μεταρρύθμιση
137-144 Ποια αγαθά θα απολαύσει η Αθήνα, αν επιβάλει τη δικαιοσύνη στον ελληνικό κόσμο
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

145 Προτροπή στους νεότερους ρήτορες να συνεχίσουν την προσπάθειά του προς επικράτηση της δικαιοσύνης και της αρετής στην Ελλάδα

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου