ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς
του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος
Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε
ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού καί
εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις
λειτουργίες, τα ξωκκλήσια καί την ήσυχη ζωή του νησιώτικου
περίγυρου. Όλα αυτά
του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το
τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός
στην Ι. Μονή του
Ευαγγελισμού. Φοίτησε ( με πολλές διακοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο
Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα
φτωχός άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις καί
προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του
Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως
δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό
σχήμα" επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις
προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια
και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν
πήρε το δίπλωμα του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής
στο νησί και να βοηθήσει τίς τέσσερεις αδελφές του. Οι τρεις
από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις
δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε
καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα
αναγκάστηκε επιστρέψει στην Αθήνα. Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε
να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει
σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές
του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα
ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε
με τον αλησμόνητο και προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε
την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα "Ακρόπολη". Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η
αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες
και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε
για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει
το μισθό του, θα πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε
είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα μοιράσει
στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ' ανοιχτό
χέρι, χωρίς
υπολογισμό, χωρίς
σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει, όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να
μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο
είχε ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα
δεν του γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Έμεινε για
πάντα άτσαλος, αδέξιος, άψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να περιποιηθεί τον εαυτό του, η ανεμελιά
του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και
νωθρότητα, με μια
πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια αξιολύπητοι αθλιότητα. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν
κουρελής, δεν
νοιάζεται για τίποτα. Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι
λιτότατος και ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει
χρήματα στην τσέπη του,"Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι
πλούσιος.." γράφει
κάπου. Ενδεικτικό
της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος
Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης
ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο
διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: "Πολλές
είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό." Η
βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό
που σιγά-σιγά του
έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του
κατάστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο. Μα και
γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε
εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος
στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο
Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και
προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε
και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του
έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό
έσωτερικό του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας
τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα
διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς
θρύλους του πανέμορφου νησιού του. Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής με την
παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση
τον έκαναν να ομοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλει στον Ι. Ναό Αγίου
Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός
του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα Νικόλας Πλανάς Η ζωή
του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και
η ασυλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με
την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος
Νιρβάνας, Δημήτριος
Κακλαμάνος, Αριστομένης
Προβελέγγιος κ.α, διοργάνωσαν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα λογοτεχνικά
είκοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου
να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει
για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο
Νιρβάνας (γιατρός ο
ίδιος) προσπάθησε
ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για
το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της
δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...", όπως ο ίδιος έγραψε. Στο νησί
του, εξακολούθησε
να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει
κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του
ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα
στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία, αποζητώντας τη λύτρωση της θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύοντας
τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του
διηγήματατα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα. Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από
επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των
απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος
έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην
Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.α.) και τα
φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα
στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο
αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο
Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Απαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε
η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκίαθο, ενώ στίς
εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία
άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι
διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και
άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του. Διηγήματα του
Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά καί πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν
πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη
βιβλιογραφία του ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική
του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η
βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά
κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική
μελέτη του έργου του.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του
συγγραφέα και ύμνητή του ρόδινου νησιού του", θρασσομανάν
οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η
θαλασσινή του διαμόρφωση, με τ'αμέτρητα λιμανάκια, τους
κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με
διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού
χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, όπως οι
περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο
ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη
θάλασσα. Αυτές οι
αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη
ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια
ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα
με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς
και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες
χήρες, όμορφες
ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες. Και όταν
δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή
των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον
περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη
ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου
των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί
τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι. Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται
μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : "Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ,
δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν
μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια
ελληνικά ήθη". Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, πλάτυνε με
τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός
εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στον τόπο μας. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου
διαχύνει στο έργο του μια πλούσια σπατάλη ταλέντου, πού τον
κσθιερώνει ως πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Ένα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα
τις εμπνεύσεις του, ένας ποιητικός οίστρος τις διαποτίζει, μια μαγεία
του λόγου τις μετουσιώνει. Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί
καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεων τους
με τη ζωή, γίνονται
χαρακτήρες και άνθρωποι. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια
γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του
πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας
περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη
δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία. Σκορπάει
στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που τον συγκλόνισε
από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί
στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε
αναφέρονται στο ηλιοπλημμυρισμένο Αιγαίο είτε στη φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την
πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό ημίφως του μυστικισμού του
και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης. Εκτός από
τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που
εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης
που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική
αξία, δεν θεώρησε
ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο
χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της
βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι
πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο
μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να
αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν
εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η γλώσσα στις ιστορίες του Παπαδιαμάντη είναι μια
ιδιαίτερη καθαρεύουσα, ένα μωσαϊκό γλωσσικών εκφράσεων και τύπων, «δείκτης της
πολυσήμαντης τούτης παρουσίας του είναι η γλώσσα του: ένα μωσαϊκό
από λόγιες εκφράσεις, αρχαϊσμούς, τύπους από συναξάρια, ανακατεμένα όλα με βαρβαρισμούς και
με λέξεις της χυδαϊζουσας και υφασμένα πάνω στο τυπικό της καθαρεύουσας. Η προσφορά
του, εκτός απ' την αξία τη
λογοτεχνική, έχει γενικότερη σημασία. Είναι το
παρόν ενός έθνους, που έχει αρχίσει να ξαναζεί, και φέρνει απάνω
της όλα τα σημάδια της ιστορικής του περιπέτειας. Γι' αυτό, μένει πάνω απ' όλα ελληνικός, αμετάφραστος, αποκλειστικά
δικός μας». Ο Λίνος
Πολίτης γράφει για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης: «Στη γλώσσα
ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη
δημοτική, όπως
πολλοί άλλοι της γενιάς του. Η καθαρεύουσα του όμως είναι εντελώς προσωπική και
ιδιότυπη* ακόμα και
ανόμοια. Όσα συνήθως
λέγονται, πως η
γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη από τη γλώσσα της Εκκλησίας, είναι
ανεύθυνα και ατεκμηρίωτα. Θα έλεγα πως υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις αναβαθμοί: ατούς διάλογους
του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την
ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς
υπάρχει μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, άλλα με
πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής, και αυτό αποτελεί ίσως το πιο προσωπικό του ύφος και
τέλος μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα, η παραδομένη από την παλαιότερη
γενιά γλώσσα της πεζογραφίας, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές
καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις».
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
α) Η ηθογραφία: Ο Παπαδιαμάντης στρέφει την προσοχή
του στο αγροτικό και το νησιωτικό στοιχείο της Ελλάδας, προσεγγίζει
τον απλό άνθρωπο και προσαρμόζει τη γλώσσα του έτσι, ώστε να
γίνεται αντιληπτός, έστω κι αν μιλά σε καθαρεύουσα. Μπαίνει
στην ουσία της επαρχίας και την παρουσιάζει όπως ακριβώς είναι: αυθεντική, χωρίς
προσπάθειες εξωραϊσμού. Έντονο είναι το λαογραφικό στοιχείο, που πηγάζει
από την αγάπη του Παπαδιαμάντη για την ύπαιθρο και τούς ανθρώπους της, την αγάπη
του για τη θάλασσα και τους θησαυρούς της. Γενικότερα, η ηθογραφία του Παπαδιαμάντη είναι ιδιότυπη, πρωτότυπη
και αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Όπως παρατηρεί ο Κώστας Στεργιόπουλος, «η ηθογραφία, ωστόσο, ανοίγεται
προς πολλές κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με
στοιχεία κοινωνικά, άλλοτε ψυχογραφικά, δημιουργώντας ένα θαυμαστό κράμα, όπου οι
λυρικές και οι ποιητικές προεκτάσεις εναλλάσσονται με τους ρεαλιστικούς τόνους».
β) Η θρησκευτικότητα: Οι αρχές της οικογένειας του
και γενικότερα η χριστιανική του συνείδηση διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο
έβλεπε τα πράγματα. Η πρώτη καλλιτεχνική του έκφραση ήταν η αγιογραφία. Ο ίδιος σε
ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα γράφει* «Μικρός εζωγράφιζα Αγίους». Παρότι
πέρασε ανεπιτυχώς από το μοναστικό σχήμα στο Άγιο Όρος, έμεινε
εντούτοις πάντοτε ένας κοσμοκαλόγερος, αποφεύγοντας ό,τι απομακρύνεται από τις χριστιανικές ηθικές αξίες. Διάβαζε
διαρκώς εκκλησιαστικά βιβλία, βυζαντινή μουσική και υμνολόγια. Ο Τέλος
Άγρας λέει: «Τι κείμενα
αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν
ξέρει αυτός ο άνθρωπος». Αυτή η παιδεία του πέρασε και στο έργο του, καθώς μέσα
στα κείμενα του πάντοτε υπάρχουν θρησκευτικές καταβολές, περισσότερο
ή λιγότερο άμεσες. Αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, έκαναν τους
μελετητές να τον χαρακτηρίζουν «τέλειο τύπο του Βυζαντινού ανθρώπου», «κοσμοκαλόγερο
των ελληνικών γραμμάτων», «Βυζαντινό αγιογράφο». Σε ολόκληρο το έργο του αναζητά την
ηθική τελειότητα, χωρίς όμως να αδιαφορεί για τις ομορφιές της ζωής
και τις χαρές της. Βλέπει παντού να υπάρχει ο Θεός: στην
τελειότητα γύρω και κυρίως στις καρδιές των ανθρώπων. Η αμαρτία
είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση* δεν την επικρίνει, δεν την απορρίπτει. Ξέρει πως σε
όλες τις ανθρώπινες πράξεις υπάρχουν δύο δίδυμες, αντίπαλες δυνάμεις, του καλού
και του κακού, που άλλοτε στρέφουν τους ανθρώπους στον ορθό κι
άλλοτε στο λανθασμένο δρόμο. «... βάση του χριστιανισμού του αποτελούν η βίωση της
αμαρτίας και η πάλη με το κακό και τους πειρασμούς της ζωής. Γιατί ο
χριστιανός αυτός είναι ένας χριστιανός "πειραζόμενος"... Ο ηθικός του κόσμος δοκιμάζεται... από τα πάθη
του, από τις
εισβολές του πονηρού. Γι' αυτό και ο χριστιανισμός του παραμένει, απ' την αρχή ως
το τέλος, "εμπράγματος"· δε χάνεται στη σφαίρα της θεωρίας και των αφηρημένων
αναζητήσεων. Περνάει μέσα απ' τη δοκιμασία».
γ) Ο ρεαλισμός: Τα γεγονότα, οι ήρωες, οι
καταστάσεις, ο τόπος και συχνά ο χρόνος έχουν σχεδόν πάντοτε ένα
έντονο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο υποκειμενισμός από τα
στοιχεία των διηγημάτων του ούτε ότι η χρονικότητα στο κείμενο του είναι
ξεκάθαρη. «Η κατάργηση
της χρονικότητας: Τα χρονικά επίπεδα διαπλέκονται και συμφύρονται, με
αποτέλεσμα να μη γίνεται συχνά σαφές ούτε τι ανήκει στο παρελθόν, τι στο
παρόν και τι στο μέλλον» ούτε και βάσει ποιων λογικών σχέσεων μνημονεύονται
συγχρόνως στο κείμενο γεγονότα και πράξεις που διαφέρουν τόσο μεταξύ τους ως
προς το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Η διάσταση του χρόνου ως γραμμικής διαδοχής
καταργείται και τη θέση της παίρνει ένα "αιώνιο παρόν", στο οποίο ακινητοποιείται σε αχρονικές μορφές το όλο
κίνηση και δυναμισμό γίγνεσθαι».
δ) Η ψυχογραφία: Ο Παπαδιαμάντης δεν φωτογραφίζει
τους χαρακτήρες των έργων του, προσπαθεί να μπει στην ψυχή τους, «δεν
ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίες, χώρους», σύμφωνα με
τον Ν. Τωμαδάκη. Γενικότερα, ο Παπαδιαμάντης
λειτουργεί σε δύο επίπεδα καταγραφής:
- το
ρεαλιστικό, οπότε
γίνεται άριστος ηθογράφος
- το ποιητικό, οπότε
γίνεται ψυχογράφος και αναζητά την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής.
ε) Η ποιητικότητα: Ο Παπαδιαμάντης αρνείται να
συμβιβαστεί με τα δεδομένα της κοινής εμπειρίας. Κι ενώ στην αρχή έλκεται από την αναπαραστατική
γραφή, στη
συνέχεια αφήνει το έργο του να κατακλυστεί από λυρική ορμή. «Η
ποιητικότητα του Παπαδιαμάντη συνίσταται σ' αυτόν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θεάται τον
κόσμο, τρόπο που
κάνει ώστε στο έργο του "τα πάντα να συμβαίνουν σαν να επρόκειτο η πραγματικότητα
να αναδυθεί ως νέα κατηγορία"». Φύσημα του λόγου του, οι παρηχήσεις και η μουσική κίνηση
της φράσης, οι νοσταλγικές
αναδρομές καταλήγουν να δίνουν σε πολλά διηγήματα του, και όταν
ακόμα υπάρχουν ρεαλιστικά στοιχεία, χαρακτήρα ποιητικό».
στ)Χριστιανική παράδοση. : η στενή
σχέση του Παπαδιαμάντη με την Εκκλησία ( γιος ιερέα, πήγε στο Άγιο Όρος να γίνει καλόγερος , ψάλτης) περνάει στα
διηγήματά του , που είναι γεμάτα εκκλησιαστικά χωρία, θρησκευτικά
θέματα. Η γλώσσα
του είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή υμνογραφία, ενώ όλο το έργο του αποπνέει τη
βαθιά και αγνή θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων.
ζ) Γλώσσα: η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι η καθαρεύουσα, το όργανο
της τότε ελληνικής πεζογραφίας. Τη χρησιμοποιεί για την ακριβολογία της και για το
πλούσιο λεξιλόγιό της. Όμως, ο συγγραφέας δεν απομακρύνεται τελείως από τη γλώσσα
του λαού του. Οι διάλογοι των απλών ανθρώπων αποτυπώνονται στη δημοτική
και μάλιστα στην τοπική διάλεκτο. Ενώ και στην αφήγηση περνούν λέξεις δανεισμένες από
τη δημοτική.
η) Σκιάθος. Το υλικό των διηγημάτων του το παίρνει από τη ζωή
του στο αγαπημένο του νησί. Τα παραμύθια, τις ιστορίες που άκουσε από τους μεγαλύτερους, τα δικά του
βιώματα, αυτά
νοσταλγεί και αυτά μεταπλάθει σε αφηγηματικό υλικό.
ι) Φυσιολατρεία. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες φυσικού κάλλους, οι λυρικές
περιγραφές φυσικών τοπίων, η αίσθηση της ελευθερίας και της ευδαιμονίας που
χαρίζει η ελληνική φύση.
κ) Νοσταλγία για το παρελθόν- αρνητική στάση απέναντι
στην εξέλιξη. Αθεράπευτα ρομαντικός, επηρεασμένος και από τα εκκλησιαστικά διαβάσματά του, τίθεται
αντίθετος σε κάθε ξενόφερτο στοιχείο που φοβάται ότι θα αλλάξει το χαρακτήρα
της ζωής μας. Η ζωή στην πόλη τον πνίγει και επιθυμεί την
επιστροφή του στο νησί.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Το κείμενο ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του
Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας δανείζεται το πρόσωπο ενός δικηγόρου
για να εκφράσει τα δικά του βιώματα , τη δική του νοσταλγία για τον τόπο του, τη δική του
δυστυχία απ’ τον αστικό τρόπο ζωής που έχει αποδεχθεί. Πίσω λοιπόν
από την ιστορία του δικηγόρου διακρίνουμε τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, ο οποίος
έζησε μέχρι τη νεότητά του στη Σκιάθο, γνώρισε εκεί τη θρησκεία, δεν
κατάφερε να γίνει μοναχός, έφυγε για να σπουδάσει στην Αθήνα , έμεινε εκεί
για βιοποριστικούς λόγους νοσταλγώντας την επιστροφή του στη γενέτειρά του. Δεν πρέπει όμως
να ταυτίζουμε τα δύο πρόσωπα. Το διήγημα είναι μια μυθιστορία. Ο
Παπαδιαμάντης δεν σπούδασε νομική, δεν εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα ,αλλά
μετέφραζε διηγήματα για εφημερίδες και περιοδικά, και ούτε βέβαια μπορούμε να είμαστε
σίγουροι για την ύπαρξη στη ζωή του τού μοναχού Σισώη ή για το επεισόδιο με τη
Μοσχούλα. Εξάλλου ο ίδιος
ο συγγραφέας προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την ταύτιση με τον αφηγητή: «δια
την αντιγραφήν» Αλ. Παπαδιαμάντης. Το Όνειρο στο κύμα στηρίζεται πάνω σε μια
σειρά αντιθέσεις. Βασικότερη είναι αυτή της αντίθεσης του «τότε» με το
«τώρα». Το «τότε» συνδέεται με την εφηβεία , την
ελευθερία , την ευτυχία, την
ανεμελιά , την
κυριαρχία, την
αγραμματοσύνη, τη φύση , το όνειρο, ενώ το «τώρα» με την ωριμότητα, τη δυστυχία, την
καταπίεση, την εργασία, τον
περιορισμό, τα γράμματα, το αστικό
περιβάλλον, την
πραγματικότητα. Ο βοσκός και ο δικηγόρος. Πέρα από
αυτή τη βασική αντίθεση , αντιμέτωποι έρχονται και άλλα πρόσωπα με τον ήρωα, ο Σισώης, ο Μόσχος, αλλά και η
Μοσχούλα.
ΟΙ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Το «Όνειρο…» θεωρείται ένα από τα αυτοβιογραφικά διηγήματα του
Παπαδιαμάντη και μάλιστα της εφηβικής ηλικίας. Σημαντικό ρόλο στο να επιλεγεί το Όνειρο
στο Κύμα ανάμεσα σε αυτά που θεωρούνται αυτοβιογραφικά κείμενα του
Παπαδιαμάντη έπαιξε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα η ισχυρά αυτοδιηγητική. Έχει
άλλωστε γραφεί ότι το διήγημα τοποθετείται ανάμεσα στα πλαστά απομνημονεύματα
και στις πλαστές εξομολογήσεις ή ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί σελίδες
από ένα προσωπικό ημερολόγιο. Ο ίδιος ο συγγραφέας προκειμένου να εκφράσει τα βιώματα
και τις εμπειρίες του διαλέγει δύο διαδοχικά προσωπεία: αυτό του έφηβου ήρωα
που ζει τα γεγονότα και του ενήλικου που τα θυμάται και τα σχολιάζει.
(1) Ο αφηγητής είναι ένας ομοδιηγητικός αφηγητής. Επειδή
μάλιστα πρωταγωνιστεί, είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία που αφηγείται
–και όχι ένα
δευτερεύον πρόσωπο, ένας περαστικός- έχει προταθεί ο όρος αυτοδιηγητικός αφηγητής. Το διήγημα
παρουσιάζεται ως ήδη γραμμένο κείμενο (να προσεχθεί το Δια την αντιγραφήν του τέλους) και ανήκει σε αυτό το ευρύτερο είδος αφηγημάτων που
η αφηγηματολογία
ονομάζει πλασματικά απομνημονεύματα, ημερολόγια και επιστολικά μυθιστορήματα. Το Όνειρο
στο κύμα μπορεί να καταταχθεί στις αναμνήσεις που μοιάζουν με πλασματικά
απομνημονεύματα και περιορίζονται σε ορισμένες στιγμές της προσωπικής ιστορίας
του αφηγητή. Το περιστατικό στο οποίο εστιάζεται η αφήγηση είναι
περισσότερο μία εσωτερική περιπέτεια, παρά ένα αντικειμενικό εξωτερικό
γεγονός. Από αυτή την άποψη το διήγημα αποκτά ένα εξομολογητικό τόνο. Ήδη από την
αρχή του διηγήματος γίνεται σαφές ότι ο Παπαδιαμάντης επιλέγει δύο χρονικές
στιγμές απομακρυσμένες μεταξύ τους:
→ η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα
→ η δεύτερη στην ωριμότητά του.
(2). Ο αφηγητής – πρωταγωνιστής
κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της ζωής του αναδρομικά. Το εγώ
του έχει δύο υποστάσεις:
→ το εγώ της ιστορίας→ο εαυτός που βιώνει, ο ήρωας – νεαρός
βοσκός
→ το εγώ της αφήγησης→ο εαυτός που αφηγείται, ο ενήλικος –δικηγόρος
Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το αφηγείται
είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Έτσι η φωνή μπορεί να είναι μία, αλλά μπορεί
να υπάρχει διαφορά προοπτικής ανάμεσα στα δύο εγώ .
(3). Ο χρόνος
της ιστορίας είναι ασαφής. Τοποθετείται στα 187… κάπου
δηλαδή στο 19ο αιώνα και από αυτή την άποψη είναι σύγχρονος του
συγγραφέα. Από εκεί
και πέρα οι χρονικές πληροφορίες είναι μηδαμινές ο χρόνος ορίζεται από τη
φυσική του διάσταση (εποχές, μέρα-νύχτα, ήλιος - φεγγάρι) και τις αγροτικές δραστηριότητες
(σπορά – θερισμός).
Ο χρόνος της αφήγησης είναι αναδρομικός, ο ενήλικος
αφηγητής εκκινεί από το παρόν του για να επιστρέψει μερικά χρόνια πίσω, στο θέρος
του 187… Η χρονική απόσταση μεταξύ του ενήλικου ήρωα που
αφηγείται και του ήρωα που βιώνει την ιστορία εξηγεί και τη διαφορά στην
προοπτική, τη διαφορά
της φωνής.
(4). Η πλοκή
ανελίσσεται κυρίως με την αφήγηση του πρωταγωνιστή, είναι
επομένως ένας δραματοποιημένος αφηγητής, μίμηση. Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι σκέψεις
του ήρωα. Σ’ αυτές ο
ενήλικος αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του έφηβου εαυτού του. Υπάρχει
και μία σύντομη σκηνή, ο διάλογος του ήρωα με την κοπέλα, η κραυγή
του που προσπαθεί να της δώσει θάρρος.
Η
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Οι περιγραφές του Παπαδιαμάντη, πλούσιες, είναι
γεμάτες από λεπτομέρειες που ξαφνιάζουν τον αναγνώστη για τη δύναμη που έχει η
μνήμη του. Καμία
περιγραφή δε μοιάζει με την άλλη, καθεμία έχει το δικό της χρώμα κι εδώ ο συγγραφέας
γίνεται ποιητής. Εκτός από τα τοπία περιγράφει ανθρώπους, τρόπους, ήθη και
έθιμα με πολλή ζωντάνια. Στη δύναμη και την ποιητική των περιγραφών του
υπάρχει και η σφραγίδα του ρομαντισμού, καθώς αυτή η τάση εισήγαγε την περιγραφή στη
λογοτεχνία. Η
Παπαδιαμαντική περιγραφή δεν περιορίζεται στη μετάδοση ρεαλιστικών μόνο
πληροφοριών, δεν εξυπηρετεί απλώς τη σκηνογραφία, αλλά συχνά
βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Στο Όνειρο
στο κύμα δεσπόζουν οι περιγραφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κορυφαία στιγμή
που η Μοσχούλα κινδυνεύει από πνιγμό και η διήγηση διακόπτεται και περιγράφεται
η εμφάνιση και η θέση της βάρκας, η απόσταση του αφηγητή από την κόρη που κινδυνεύει, ο θαλάσσιος
βυθός, η δίνη που
σχηματίζει στη θάλασσα η απελπισμένη προσπάθεια της Μοσχούλας να αναδυθεί, να
επιπλεύσει. Συντελείται, λοιπόν, η
επιβράδυνση, ο συγγραφέας «παίζει» με την αγωνία του αναγνώστη. Η σκηνή
της διάσωσης επιμηκύνεται, η δράση αναστέλλεται. Παρά την ένταση της στιγμής το
τοπίο του ενδεχόμενου πνιγμού περιγράφεται λυρικά: «είδα το
εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω,
πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον
του θανάτου ή της ζωής…». Γενικότερα, λοιπόν, με τις περιγραφές, στις οποίες ο Παπαδιαμάντης είναι ιδιαίτερα
λεπτολόγος, επιτυγχάνεται
η επιβράδυνση της δράσης.
ΤΟ
ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Στην όψιμη πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη υπάρχει
ένας αριθμός διηγημάτων που θεωρούνται ότι εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία
για τον ίδιο τον πεζογράφο. Καλό είναι εδώ να διευκρινιστεί ότι λέγοντας αυτοβιογραφικά
στοιχεία δεν εννοούμε ατόφια συμβάντα της ζωής του συγγραφέα αλλά αλήθειες, βιώματα, εμπειρίες, βιωμένες καταστάσεις
και ψυχικές ανάγκες. Όπως λέει ο Γ. Ιωάννου «Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται όπως όλοι οι
γνήσιοι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται». ». Ο Π. Μουλλάς σημειώνει : «Σε τι
ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια». Ο
συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας στο τέλος του διηγήματος με το όνομά του
αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Το ποσοστό των πραγματικών και των
επινοημένων εμπειριών στο Όνειρο δεν μπορούμε να το διακρίνουμε με ακρίβεια. Ωστόσο
μπορούμε με σχετική ασφάλεια να θεωρήσουμε πραγματικές εμπειρίες διάφορα
περιστατικά ή διεργασίες που αντιμετωπίζει ο ήρωας στο διήγημα. Πρώτο στοιχείο
είναι η ζωή στη Σκιάθο, η αμεριμνησία και η αθωότητα της νεότητας και η νοσταλγική
αναβίωση / ανάπλαση
από τον ώριμο άνθρωπο όσων οριστικά τελείωσαν. Η φύση, η θάλασσα, τα
τοπωνύμια, οι
δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού ανήκουν το δίχως άλλο σε βιώματα του
ίδιου του συγγραφέα. Από τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής στη Σκιάθο
σφυρηλατείται η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη ανάλογη με τη θρησκευτικότητα
του ήρωα στο «Όνειρο…». Επόμενο αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι η δυστυχισμένη
ωριμότητα με την άρνηση να συμφιλιωθεί ο ενήλικος και μορφωμένος άνθρωπος με
την αστική ζωή, άρνηση τόσο γνωστή του ίδιου του Παπαδιαμάντη ώστε
να του προσδώσει και τον προσδιορισμό «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων. Παράλληλα, η επαγγελματική
αποτυχία (άσχετα αν
στο διήγημα ο αποτυχημένος είναι δικηγόρος ενώ ο συγγραφέας ήταν φιλόλογος, οι
ατελέσφορες σπουδές, η οικονομική δυσπραγία και η εξάρτηση από τους εργοδότες
είναι αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Εκείνο, όμως, που κυρίως απηχεί τη ζωή του Παπαδιαμάντη είναι η
αποτυχία και η άρνηση του αστικού, του σύγχρονου τρόπου ζωής και η μάταιη (η ρομαντική
και ουτοπική) αναζήτηση ενός άλλου διαφορετικού σκηνικού, την επιστροφή και την
κατά φύση ζωή σε μία οριστικά χαμένη για τον ίδιο αθωότητα. Επιστροφή που
πρόσκαιρα και οδυνηρά επιτυγχάνει με τη λογοτεχνική γραφή.
Ο
ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Ο τίτλος του διηγήματος παραπέμπει σε κάτι άπιαστο ή
ανέφικτο. Έχει
μάλιστα αμφίσημη ερμηνεία:
Α) όνειρο =αυτό που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα
Β) όνειρο =να ζει κάποιος κάτι το ονειρώδες
ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ
ΕΙΔΟΣ-ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ
Η Αρκαδία στην αρχαία τέχνη εθεωρείτο ως φανταστικό
βασίλειο του έρωτα και της ομορφιάς, ως το ενσαρκωμένο όνειρο ανέκφραστης ευτυχίας, περιβεβλημένο
όμως με το φωτοστέφανο μιας γλυκιάς και μελαγχολικής εγκαρτέρησης. Η
μυθολογική αντίληψη δημιούργησε τον Πάνα, με σύμβολό του τον αυλό, εθνικό θεό
της προϊστορικής Αρκαδίας με τη σπουδαιότερη δικαιοδοσία πάνω στην ποιμενική
και τη γεωργική ζωή. Η Αρκαδία ,λοιπόν, ριζώθηκε στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της Δύσης
του 16ου αιώνα
σαν ένας τόπος ιδανικός, ειρηνικός κι ευτυχισμένος, τόπος
νοσταλγίας κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση δοκιμάζεται από ένα οδυνηρό παρόν. Η Αρκαδία εκφράζει
την αναγωγή σ ένα χρόνο απαλλαγμένο από κοινωνικούς περιορισμούς, αποτελεί την
εξιδανικευμένη διάσταση μιας διαφορετικής πραγματικότητας, στην οποία
το άτομο κυριαρχεί ως προσωπική ύπαρξη και η ζωή του τείνει να εναρμονιστεί με
τον ρυθμό της φυσικής-κοσμικής μεταβολής. Η Αρκαδία εκφράζει την επιστροφή
στη φύση, σε μια φύση
όμως που δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση από την αστική ανάπτυξη. Αντιπροσωπεύει
τη διάθεση απομάκρυνσης του ατόμου από την πόλη και υποδηλώνει έμμεσα την
απόρριψη της κοινωνικής οργάνωσης που στερεί την ατομική ελευθερία της
πρωτόγονης ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση. Το λογοτεχνικό ρεύμα που επικεντρώνεται στο αρκαδικό
τοπίο ευτυχίας ονομάζεται αρκαδισμός. Ως βάση του έχει την αρχαία βουκολική ποίηση,
η οποία αντλεί τα θέματά της από τους έρωτες των βοσκών. Στο Όνειρο στο κύμα
εντοπίζονται τα εξής βουκολικά στοιχεία:
1. οι περιγραφές της φύσης-η φυσιολατρεία
2. οι θαλάσσιες θεότητες, οι σατυρίσκοι του βουνού
3. οι αναφορές στις συνήθειες του βοσκού
4. ο ερωτισμός
ΤΑ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α.
ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1.Η γνώση
διάκρισης μοναχού-διακόνου, των εκκλησιαστικών κανόνων για τα κωλύματα της
ιεροσύνης, των
συνηθειών των καλογέρων
2.Η αναφορά
στον πατέρα Σισώη
3.Η αναφορά
στο Δευτερονόμιο
4.Η αναφορά
σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (κοινόβιον Ευαγγελισμού), ιερατικές σχολές, στη
Ριζάρειο
5.Η αναφορά
στο Άσμα Ασμάτων, στο κατά Λουκά ευαγγέλιο
6.Το
εκκλησιαστικό λεξιλόγιο και οι παροιμίες της Γραφής
7.Η έναρξη
των εργασιών με προσευχή.
Β.
ΤΑ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1. Θεότητες
της θάλασσας
2.Μοσχούλα=σειρήνα
3.Βοσκός=σατυρίσκος
4.Προχριστιανικός
κόσμος αρκαδικού τοπίου
Η
ΟΜΩΝΥΜΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ(ΜΟΣΧΟΥΛΑΣ) ΚΑΙ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Η ομωνυμία (δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία
φωνητική πραγματικότητα) κοριτσιού και κατσίκας περιπλέκει τη σχετικά απλή
υπόθεση του διηγήματος. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα (δηλ. ο ήρωας «βαφτίζει» την κατσίκα
με το όνομα της κοπέλας) και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική
ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, οδηγεί σε μια – κατά κάποιο
τρόπο- συνωνυμία: η Μοσχούλα-κόρη
και η Μοσχούλα- κατσίκα συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και η μια υποκαθιστά
την άλλη. Επειδή γι’ αυτόν η Μοσχούλα- κόρη αποτελεί «άπιαστο» όνειρο, την υποκαθιστά
με την κατσίκα που γίνεται όμως δέκτης της αγάπης, της στοργής και της φροντίδας του. Η απώλεια
της κατσίκας, στην αρχή του διηγήματος, γίνεται
αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων: πίσω από τα λόγια της Μοσχούλας
κρύβεται η πρόκληση και η γυναικεία πονηριά, ενώ τα λόγια του βοσκού δηλώνουν
μια καλυμμένη ερωτική επιθυμία, επιθυμία που δεν εξωτερικεύεται – τουλάχιστον
στην αρχή – λόγω του
εγωισμού αλλά και της εφηβικής αμηχανίας και αιδημοσύνης του νέου. Η
υποκατάσταση όμως είναι ανέφικτη, αφού, μάλλον, οι διαφορές είναι περισσότερες
από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί σε αντικατάσταση
που γίνεται όλο και πιο επίπονη μιας και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της
επιλογής.
Η
ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ
Η σχέση που αναπτύσσει ο αφηγητής με τη φύση είναι
ρομαντικής υφής, η φύση δηλαδή δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού,
αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου, συμβόλου ελευθερίας και ευτυχίας, αγνότητας
και καλοσύνης. Ο αφηγητής όταν ήταν ακόμη «φυσικός» άνθρωπος, προτού
αλλοιωθεί από τις συμβάσεις της οργανωμένης κοινωνίας, ένιωθε, χωρίς να μπορεί
να εξηγήσει (τότε τουλάχιστον) το γιατί, ευτυχισμένος
και πλήρης («χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής»). Θα λέγαμε
πως ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να ταυτιστεί, να ενωθεί με το φυσικό κόσμο («εφαινόμην
κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι
οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι
κ’ οι αγριελαίαι» «ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου
ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού»). Η
ταύτιση, η «ερωτική» ένωση με τη
φύση δηλώνεται εμφαντικά με την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το
κατάμερον…ήτον ιδικόν μου…η ακτή μου…όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου, ο βράχος ο
δικός μου… , τα βουνά μου»). Στα παραπάνω παραδείγματα η κτητική αντωνυμία
δε δηλώνει κτήση, αλλά περιγράφει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου,
επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ήρωα με τη φύση, όχι μέσω νομικών
διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος. Η συναισθηματική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και
της φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνυποδηλώνει
την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της
ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου-ήρωα ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του
ανθρώπου. Με λίγα λόγια
βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον (ουτοπικό / ρομαντικό)
που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο (αγροφύλακες) και ύστερα
με την ιδιοκτησία (κτήμα του κυρ Μόσχου). Ο νόμος της πόλης αποτιμάται
ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η
προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου, η περίπτωση
του κυρ Μόσχου συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη
μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και
ποιμενική ησυχία, ενώ η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη,
«χωριστόν… βασίλειον».
ΤΟ
ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣΧΟΙΝΙΟΥ
Η ευκαιριακή και στιγμιαία επαφή του βοσκού με το
αγαπημένο σώμα της Μοσχούλας , που για χρόνια μετά ταλαιπωρεί τη μνήμη του, έχει για το
νεαρό βοσκό και το τίμημά της. Η αγαπημένη του κατσίκα, όσο αυτός
βρισκόταν στη θάλασσα, πνίγηκε με το σκοινί που ήταν δεμένη. Το σκοινί
αυτό σαν μίτος της Αριάδνης μοιάζει να διαπερνά όλη την ιστορία, δηλαδή το σκοινί
ως περιορισμός, ως καταναγκασμός και ως όριο ελευθερίας επανέρχεται τουλάχιστον
τρεις φορές στο ίδιο διήγημα. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον εαυτό του με τη μίζερη
ζωή που διάγει ως υπάλληλος στην Αθήνα, σαν σκυλί δεμένο με κοντό σκοινί στην αυλή του
αφέντη του που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τη μικρή ακτίνα που διαγράφει το σκοινί.
ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Η χρήση της γλώσσας διαμορφώνει και το ύφος του
διηγήματος, που
χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα, την ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη
φυσικότητα, τη ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την αληθοφάνεια
και την πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούμορ
και την ειρωνεία. Αφηγηματική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά και
ποιητική ατμόσφαιρα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ύφους στο συγκεκριμένο διήγημα. Η γλώσσα
του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράμα καθαρεύουσας-εκκλησιαστικής
(στα κείμενά
του υπάρχουν ακόμη και αυτούσια εκκλησιαστικά ρητά) δημοτικής
και ιδιωματισμών (της Σκιάθου). Οι διάφορες γλωσσικές μορφές πάντως δε
χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, αλλά παρουσιάζουν αναβαθμούς: α) στις περιγραφές
και τις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αμιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη λογοτεχνική
παράδοση και εκκλησιαστική). β) στην αφήγηση χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα με πρόσμειξη
στοιχείων της δημοτικής (προσωπικό ύφος). γ) στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωτογραφικά η
ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα μαζί με ιδιωματισμούς (αίσθημα προφορικού λόγου, φυσικότητα
διαλόγων). Αξιοσημείωτα
είναι ακόμα:
1. ο γλωσσικός
πλούτος των διηγημάτων με αθησαύριστες ή επινοημένες λέξεις
2. η περίεργη
τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό
3. το αίσθημα
της ακριβολογίας (κυρίως με τη χρήση της καθαρεύουσας)
4. η επίδραση
των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής γλώσσας.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Τα γεγονότα της αφήγησης καλύπτουν μια περίοδο πάνω
από δώδεκα χρόνια. Το καλοκαίρι ο ήρωας ήταν 18 χρονών και τώρα που μας εξιστορεί
τα γεγονότα είναι πάνω από 30 χρονών « εξήλθα τριακοντούτης» άρα λοιπόν η αφήγηση διακρίνεται
γενικά από επιτάχυνση. Χρησιμοποιείται τόσο η παύση. Από τη μια
μέρα περνάμε σε μια άλλη χωρίς να αναφέρονται τα ενδιάμεσα γεγονότα. Αλλά και η
περίληψη. Τα γεγονότα
μεταξύ του 18ου έτους και
του 30ου
εξιστορούνται περιληπτικά. Πέρα από τη γενική επιτάχυνση υπάρχουν στο διήγημα
σκηνές επιβράδυνσης. Αυτές είναι οι περιγραφές( του γιαλού- του άντρου) και οι
ψυχογραφικές αναλύσεις του ήρωα πριν από κάθε ενέργειά του.
ΟΙ
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
1η ενότητα: Ήμην πτωχός……………του προϊσταμένου
μου
2η ενότητα: Η τελευταία
χρονιά…….των
καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου
3η ενότητα: Μίαν ημέραν………γεμάτο
πετμέζι
4η ενότητα: Μιαν
εσπέραν…….γυμνή, κ’
ελούετο.
5η ενότητα: Την
ανεγνώρισα πάραυτα…….τα επίγεια
6η ενότητα: Δεν δύναμαι…..ταλαίπωρον
ζώον
7η ενότητα: Δεν ηξεύρω ……..το ίδιον
όνειρόν του
8η Ενότητα: Η
Μοσχούλα έζησε…….εις τα όρη
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Α.
Από ηθικοθρησκευτική σκοπιά:
Η έκπτωση του ανθρώπου από μια αρχικά ευδαιμονική
κατάσταση
Η αντίθεση φύσης - πολιτισμού
Η αντίθεση υψηλής στάσης (αγνός
έρωτας) με
αισθησιακό στοιχείο (πειρασμός)
Η αντίθεση ευτυχισμένης εφηβείας - φθοράς
ωριμότητας
Β.
Από ψυχαναλυτική άποψη:
Η καταστολή της επιθυμίας
Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την
πραγματικότητα.
ΑΝΑΛΥΣΗ
ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Πρώτη
ενότητα
Στην πρώτη ενότητα γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστή , ο οποίος
συστήνεται μόνος του και απ’ την αρχή αυτοπαρουσιάζεται με δύο διαφορετικά
πρόσωπα. Απ’ τη μια ο
βοσκός, φτωχός , έφηβος, αγράμματος , ωραίος , γυμνασμένος
, ζει μέσα στη
φύση και προπάντων είναι ευτυχής. Η ευτυχία του είναι απόρροια όλων των προηγούμενων. Συνδέεται
μάλιστα και με ένα γεγονός του καλοκαιριού- προσήμανση
για το όνειρο στο κύμα , το βασικό επεισόδιο του διηγήματος. Απ’ την άλλη ο
δικηγόρος. Ζει στην
Αθήνα , εργάζεται
ως βοηθός δικηγόρου χωρίς μεγάλη επαγγελματική και οικονομική επιτυχία, είναι
περιορισμένος , σχεδόν δεμένος, χωρίς περιθώρια πρωτοβουλιών , μίζερος και
δυστυχής. Πώς έχασε
την ευτυχία; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος. Έμαθε
γράμματα. Αυτά τον έκαναν να παρατήσει την απλή φυσική ζωή , να
αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον και να καταλήξει όμως στη μιζέρια καθώς δε
μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Έχει απαξιώσει
στη συνείδηση του τις σπουδές πιστεύοντας ότι τον οδηγούν στη θλιβερή πραγματικότητα. Έτσι ποθεί
να υπερβεί το ασφυκτικό παρόν και βρίσκει καταφύγιο στις παιδικές αναμνήσεις και
στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Σισώης: Το τότε με το τώρα συνδέονται με τη ιστορία
του Σισώη, του
ανθρώπου που του έμαθε γράμματα. Η ιστορία του Σισώη (μια εγκιβωτισμένη αφήγηση) ξενίζει και
με το περιεχόμενό της και με την έκταση που παίρνει και με τη θέση της στην
αρχή του διηγήματος. Η ιστορία όμως αυτή έχει λειτουργική θέση στο
κείμενο. Αποτελεί
μια παράλληλη πορεία που έρχεται σε σύγκριση με αυτή του ήρωα. Ο Σισώης
ήταν μοναχός, εξαιτίας ενός έρωτα παράτησε τη μοναστική ζωή, έγινε
δάσκαλος(ξέπεσε), αργότερα
όμως επέστρεψε στο δρόμο του , μετάνιωσε και γύρισε σε αυτό που του ταίριαζε. Ο ήρωάς μας
ήταν ευτυχής ζώντας στη φύση, το ερωτικό επεισόδιο που θα γνωρίσουμε τον έκανε να ξεπέσει
στην αστική ζωή, αλλά αυτός δε μπόρεσε να γυρίσει πίσω , να λυτρωθεί
όπως ο Σισώης. Έτσι η ιστορία του μοναχού τονίζει περισσότερο τη δυστυχία του
ήρωα καθώς η δική του πορεία έμεινε ανολοκλήρωτη. Απ, την άλλη
μεριά η εκμάθηση των γραμμάτων από έναν μοναχό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή
του , αφού
διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης και δράσης του, επηρέασε κατά πολύ την ηθική συμπεριφορά του. Ο Σισώης
αποτελεί οδηγό και πρότυπο στη ζωή του αφηγητή γι’ αυτό και δικαιωματικά παίρνει
τέτοια θέση στην αρχή της ιστορίας του. Χωρίς να το ηξεύρω: διάσταση μεταξύ βοσκού και
δικηγόρου. Η διαφορά
τους είναι η ώριμη γνώση. Ο βοσκός ζει ασυνείδητα μεν , ευτυχισμένα
δε. Ο δικηγόρος
μεγάλος πια μπορεί να καταλάβει την ευτυχία που βίωνε, καθώς έχει
να τη συγκρίνει με το θλιβερό του παρόν
Η φύση: Η φύση δεν είναι μόνο το ειδυλλιακό
περιβάλλον , αλλά απ’ την αρχή κιόλας παίζει λειτουργικό ρόλο καθώς είναι
η αιτία της ομορφιάς, της δύναμης και της ευτυχίας του ήρωα.
Καποδίστριας : οι ιστορικές αναφορές έχουν στόχο να
κάνουν πιο πειστική την ιστορία. Ρεαλιστικό στοιχείο- γνωστή η εκπαιδευτική πολιτική του
Καποδίστρια.
Εκκλησιαστικά στοιχεία : δείγματα
της εμπειρίας του Παπαδιαμάντη από την ορθόδοξη χριστιανική ζωή( μοναχός – διάκονος-κοινόβιο
Ευαγγελισμού, Ριζάρειος)
Σκύλος- σχοινί: η παρομοίωση αυτή δεν είναι απλό
εκφραστικό μέσο. Είναι μια προσήμανση για τη συνέχεια. Το σχοινί
θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Το σχοίνιασμα το δικό του θα συσχετιστεί με το
σχοίνιασμα της Μοσχούλας – κατσίκας οριακό σημείο της ευτυχίας του-προσήμανση. Ο αναγνώστης
προειδοποιείται ότι θα ακολουθήσει μια εξομολογητική αφήγηση που θα μας παρουσιάσει
την τελευταία στιγμή ευτυχίας του πρωταγωνιστή.
Δεύτερη
ενότητα
Παρελθόν- προετοιμασία του βασικού επεισοδίου- γνωριμία
των άλλων προσώπων: Ο αφηγητής ξεκινά από μια γενική εικόνα της ζωής του
γα να καταλήξει στη γνωριμία με τη Μοσχούλα. Βασικό στοιχείο της ζωής του είναι η επαφή με τη
φύση «φυσικός
άνθρωπος». Ήταν μέρος
της φύσης «είχα μεγάλη
συγγένεια με τους δύο». Η φύση του έδινε τα πάντα. Την αίσθηση
της ελευθερίας, της κυριαρχίας και της απόλυτης εξουσίας «ήτον δικόν
μου- ήσαν δικά
μου – οι λόγγοι , οι φάραγγες
, αι κοιλάδες
, ο αιγιαλός
και τα βουνά» όλα αυτά ήταν δικά του και μπορούσε όποτε ήθελε να τα καρπωθεί. Κύριο
χαρακτηριστικό της φυσικής ζωής η έλλειψη της ανθρώπινης ιδιοκτησίας.
Στο χωράφι του γεωργού , στα σταφύλια της χήρας είχε και αυτός τα ίδια δικαιώματα. Ο μόνος
χώρος που δεν είναι δικός του είναι μια περιφραγμένη ιδιοκτησία. Έτσι
φτάνουμε αβίαστα(πάλι με ένα αντιθετικό σχήμα) να γνωρίσουμε τον κύριο Μόσχο . Ο
κυρ Μόσχος σε αντίθεση με το βοσκό είναι πλούσιος , κατέχει μεγάλη έκταση γης αλλά αυτοπαγιδεύεται στον
περίκλειστο χώρο του στενεύοντας έτσι τα όρια της ελευθερίας του. Η αλαζονεία
του πλούτου του στερεί την πλήρη ελευθερία που αισθάνεται ο βοσκός. Ο κυρ
Μόσχος συνδέεται επίσης και με την ανηψιά του , τη Μοσχούλα, εκεί που
θέλει να καταλήξει ο
αφηγητής. Η ομωνυνία μάλιστα των δύο μπορεί να δικαιολογείται από τη συνήθεια
της εποχής, αλλά για
τον Παπαδιαμάντη παίζει διαφορετικός ρόλο. Συνδέει στενά αυτούς του δύο και κάνει ακόμα πιο απόμακρη τη
Μοσχούλα για το βοσκό αφού ανήκει σε έναν άλλο κόσμο και δικαιολογεί έτσι από τη μια την
κρυφή επιθυμία να τη γνωρίσει (η έλξη του απαγορευμένου) αλλά και την αρχική ντροπή του να
έρθει σε επαφή μαζί της. Πρώτη περιγραφή της Μοσχούλας: Η Μοσχούλα έχει γίνει
αντικείμενο της προσοχής και του θαυμασμού του βοσκού. Την έχει
εξιδανικεύσει και έτσι δικαιολογείται και η έλξη του γι’ αυτήν και η
λυρική γεμάτη σχήματα λόγου περιγραφή της. Είναι θερμόαιμος(μεταφορά) τα μάτια της
σαν περιστέρια, σαν τη νύμφη του Άσματος , σα πτηνό
του γιαλού ( παρομοιώσεις), ο λαιμός της απείρως λευκότερος (υπερβολή) ωχρά , ρόδινη, χρυσαυγίζουσα
(τριμερές ασύνδετο
σχήμα, αντίθεση). Όλα αυτά τα
σχήματα κάνουν έκδηλα τα ερωτικά αισθήματα του βοσκού, ο οποίος επειδή η Μοσχούλα μοιάζει απλησίαστο αγαθό
προβάλλει τα συναισθήματα του στην αγαπημένη του κατσίκα που της
δίνει το όνομα της κοπέλας. Δεύτερη ομωνυμία που θα προοικονομήσει την πρώτη
επαφή και θα συνδέσει στο μυαλό του ήρωα τις δυο αγαπημένες του που θα γίνουν οι
πρωταγωνίστριες του βασικού επεισοδίου του διηγήματος.
Κοινωνικά ζητήματα: Δυο αναφορές της ενότητας
αναδεικνύουν τους κοινωνικούς προβληματισμούς του Παπαδιαμάντη. Στην πρώτη περίπτωση
ο συγγραφέας στηλιτεύει τους ανθρώπους της εξουσίας τους απλούς υπαλλήλους της
που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για να καρπώνονται τους κόπους των πολιτών.
Στη δεύτερη περίπτωση ο κυρ Μόσχος γίνεται ο εκπρόσωπος της τάξης των πλουσίων
με το απέραντο κτήμα του, τον πύργο του, προσπαθεί να κρατήσει μακριά του τους φτωχούς
ανθρώπους του χωριού με τον περίβολό του αλλά για τον Παπαδιαμάντη ο περίβολος
αυτός γίνεται σύμβολο της απομόνωσής του και του περιορισμού και της
ανελευθερίας του.
Τρίτη
ενότητα
Πρώτο επεισόδιο γνωριμίας: η ομωνυμία
είναι αυτή που θα φέρει τους δύο νέους σε επαφή. Ήδη ο αφηγητής έχει προοικονομήσει τη
γνωριμία τους αφού τα μέρη που ο βοσκός φέρνει τα κοπάδια του τα έχει τοποθετήσει
κοντά στο παράθυρο της Μοσχούλας. Ενώ όμως δίνεται η δυνατότητα στο βοσκό να έρθει σε
επικοινωνία μαζί της , αυτός σπεύδει να την κόψει και μάλιστα να
αποκλείσει και κάθε πιθανή συνέχεια. Δικαιολογείται ίσως από την αγωνία του να βρει την
κατσίκα του αλλά και από την ντροπή που θα ένιωθε κάθε έφηβος μπροστά στην έκφραση και
την αποκάλυψη των αισθημάτων του.
Δεύτερο επεισόδιο: Το θάρρος αυτή τη φορά το παίρνει η
Μοσχούλα. Έχοντας από
έμμεσες πηγές την
εικόνα του βοσκού με τη φλογέρα βρίσκει την ευκαιρία να ανοιχτεί στο νέο. Η πρωτοβουλία
της αυτή αλλά και η προσφορά των δώρων δείχνουν πώς και η νέα ενδιαφερόταν
για το βοσκό ή τουλάχιστον έψαχνε σύντροφο στη μοναξιά της. Έτσι ο
βοσκός θα
ξεπεράσει και αυτός τη ντροπή του και η σχέση θα προχωρήσει ένα ακόμα βήμα.
«μιάν ημέραν» ένδειξη επιτάχυνσης και μάλιστα «παύσης» : ο αφηγητής
διαλέγει μόνο τα γεγονότα που τον εξυπηρετούν , διευκολύνουν
στο πέρασμά του στο βασικό επεισόδιο της ιστορίας
-απώλεια Μοσχούλας: πρώτος κίνδυνος για τη Μοσχούλα
-ευκαιρία
συνάντησης με την κοπέλα
-προσήμανση
του τραγικού τέλους της κατσίκας
-ένδειξη της
σημασίας που έχει για το βοσκό , κάτι που θα παίξει ρόλο αργότερα όταν θα βρεθεί στο
δίλημμα σωτηρίας ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα
Τέταρτη
ενότητα
Τρεις περιγραφές : γιαλός – ηλιοβασίλεμα
– σπήλαιο. Οι
περιγραφές αυτές έχουν ως στόχο αφ ενός να επιβραδύνουν την πλοκή , να καθυστερήσουν
το βασικό επεισόδιο εντείνοντας την αγωνία του αναγνώστη και αφ ετέρου να
δημιουργήσουν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα , το περιβάλλον το κατάλληλο για να εξελιχθεί
έτσι το ερωτικό – ονειρικό γεγονός, που θα ακολουθήσει. Επίσης η
περιγραφή του άντρου προοικονομεί την εμφάνιση της Μοσχούλας καθώς
ο αφηγητής αναφέρεται στο μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του κυρ- Μόσχου. Τέλος οι
περιγραφές αποσκοπούν και στην αισθητική απόλαυση των αναγνωστών αφού είναι
δείγματα της συγγραφικής τέχνης του Παπαδιαμάντη γεμάτες από λυρισμό και εκφραστικά
στολίδια του λόγου.
Πρώτη περιγραφή : γιαλός
Μεταφορές : αγκαλίτσες, ελιγμοί, δαίδαλοι του νερού
Προσωποποιήσεις: νερό μορμυρίζον , χορεύον
Παρομοιώσεις : ομοιάζον με βρέφος
Αυτός ο όμορφος γιαλός είναι ο πρώτος πειρασμός στον
οποίο υποκύπτει ο βοσκός «λιμπίστηκα», «ελαχτάρησα», ο οποίος
από τώρα έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της προστασίας του κοπαδιού αλλά
εξέρχεται νικητής καταδεικνύοντας την αδυναμία του βοσκού να του αντισταθεί.
Δεύτερη περιγραφή : ηλιοβασίλεμα
Μεταφορές: βασιλέψει
Παρομοιώσεις: λαμπρά πορφύρα
Η περιγραφή αυτή διαμορφώνει την ερωτική ειδυλλιακή
ατμόσφαιρα που θα παγιδέψει το νεαρό βοσκό
Τρίτη περιγραφή : το άντρο
Παρομοιώσεις : νύμφες
Μεταφορά : έζωνε
Πολλοί τοπικοί προσδιορισμοί : δείγμα
ρεαλισμού. Προσπάθεια
του Παπαδιαμάντη να δείξει την ακριβή θέση του βοσκού , έτσι ώστε
στη συνέχεια να δικαιολογήσει τις κινήσεις και τους δισταγμούς του.
Μπάνιο: στην αφήγηση του μπάνιου βλέπουμε για άλλη μια φορά
τη σύγκρουση της σωματικής απόλαυσης (γλύκα , μαγεία , έν με το κύμα) με το χρέος .Αυτή τη φορά η αίσθηση του χρέους και η αγάπη για
την κατσίκα του θα υπερτερήσουν.
Σχοινί : προσήμανση του σχοινιάσματος αλλά και προοικονομία
Πλατάγιασμα: πρώτος ήχος που αλλάζει την πλοκή του μύθου. Η ήχοι
παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας ( δραματική λειτουργία)
Σατυρίσκος του βουνού: ο ήρωας συναισθάνεται τη ενοχή του
και την ομολογεί. Καταλαβαίνει ότι εύκολα θα κατηγορηθεί για κρυφές
ερωτικές επιθυμίες. Εξάλλου ο ίδιος λέει ότι παρακολουθούσε τη Μοσχούλα και ήξερε τις
συνήθειές της. Η έκφραση «σατυρίσκος» είναι μια προσπάθεια απενοχοποίησης αφού επιχειρεί
να μικρύνει το έγκλημά του(υποκοριστικό) και να διώξει κάθε υποψία εσκεμμένης ενέργειας. Βέβαια αυτά
δεν τον αποτρέπουν
από το να ανέβει στο βράχο και να δει γυμνή τη Μοσχούλα.
Πέμπτη ενότητα:
Τα διλήμματα του βοσκού: το βοσκόπουλο βλέπει μέσα
σε ένα ονειρικό τοπίο την αναδυόμενη Μοσχούλα(παρομοίωση: ως ποταμός από
μαργαρίτες), τραβά την προσοχή
του και σχηματοποιεί τον πειρασμό που πρέπει να αποφύγει.
Πρώτη σκέψη : να φύγει .
Απορρίπτεται : η Μοσχούλα εξαιτίας της θέσης του θα τον έβλεπε και
θα τον κατηγορούσε για αθέμιτους ανήθικους σκοπούς
Δεύτερη σκέψη : να φωνάξει
Απορρίπτεται : δεν ήξερε να συμπεριφερθεί κόσμια ( αγροίκος)
Τρίτη σκέψη : να μείνει
Απορρίπτεται: ο Σισώης τον είχε συμβουλέψει να αποφεύγει τον
γυναικείο πειρασμό.
Εμφανίζεται πάλι ο Σισώης ο οποίος έχει διαμορφώσει
τους ηθικούς κανόνες της ζωής του βοσκού και δικαιολογεί την απόρριψη της πιο
απλής λύσης
Τέταρτη σκέψη : να πέσει στη θάλασσα
Απορρίπτεται : μεγάλος κόπος ο γύρος του βράχου ενώ η ασφάλεια του
κοπαδιού θα ετίθετο σε κίνδυνο
Ο βοσκός βρίσκεται ανάμεσα σε τρία προβλήματα, να
διαφυλάξει την υπόληψή του, να αποφύγει τον πειρασμό και να φροντίσει το κοπάδι
του. Θα μπορούσε να φύγει, αλλά έτσι θα διακινδύνευε το ήθος και το κοπάδι του.
Θα μπορούσε να μείνει, να μην εκτεθεί και να γλιτώσει το κοπάδι του αλλά έτσι δε
θα απέφευγε τον πειρασμό. Αποφασίζει τελικά να περιμένει μέχρι να τελειώσει η
Μοσχούλα. Εξάλλου
έχει δικαιολογήσει τον εαυτό του , αφού συνειδητά δεν έκανε κανένα ηθικό παράπτωμα «ήμην εν
συνειδήσει αθώος» . Όμως, ο πειρασμός – η περιέργεια δεν τον αφήνει. Θα εκτεθεί
στον πειρασμό. Ήτον απόλαυσιν…… η ναυς των ονείρων» : το όνειρο. Ο
βοσκός έκθαμβος ζει εκείνη τη στιγμή το όνειρό του. Η περιγραφή
γίνεται από πάνω προς τα κάτω. Από τα μαλλιά φτάνει στους κόλπους της. Πέρα από
την όραση ο βοσκός επιστρατεύει και τη διαίσθηση. Μαντεύει μέρη του σώματος της
κοπέλας που βρίσκονται μέσα στο νερό. Ο θαυμασμός του για την κοπέλα καταλήγει σε έκσταση , σε μαγεία
και μαγεμένος πια αφήνεται στην πλάνη του πειρασμού του. Η περιγραφή
δε θα μπορούσε να μην ακολουθήσει την έκσταση του ήρωα. Είναι και
αυτή γεμάτη στολίδια ,πληθωρική, χειμαρρώδης. Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό μέσο
που έχει στη λογοτεχνική φαρέτρα του:
πλήθος επιθέτων : χρυσίζουσα , αμαυρά , τορνευτούς , λευκάς
Τριμερή σχήματα: απόλαυσις, όνειρο, θαύμα / πνοή ίνδαλμα, όνειρο / νηρηίς, νύμφη, σειρήν
Κλιμάκωση: πνοή ίνδαλμα , όνειρο
Μεταφορές : βραχίονας τορνευτούς / χρυσίζουσαν κόμην / κόλποι
γλαφυροί/ ναυς των ονείρων
Παρομοίωση: ως γάλα / ως ναυς μαγική
Χιαστί: αμαυράν κόμην, Τράχηλον εύγραμμον, Λευκάς
ωμοπλάτας
Βραχίονας τορνευτούς
Οξύμωρο : αμαυράν κι όμως χρυσίζουσαν
«Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα….πλέον τα επίγεια» η
επίδραση του ονείρου στο βοσκό είναι καταλυτική. Μένει έκθαμβος. Βρίσκεται
σε έκσταση. Απογειώνεται
από την πραγματικότητα. Ξεχνάει τους δισταγμούς του , τα
διλήμματά του, τη δύσκολη θέση του. Μόνο απολαμβάνει. Έτσι
δικαιολογεί και στον εαυτό του το ότι δεν άρπαξε την ευκαιρία τώρα που η
Μοσχούλα κοιτούσε προς την άλλη πλευρά να φύγει και να μην τον αντιληφθεί.
Έκτη
ενότητα
Επιστροφή στην πραγματικότητα
«δεν δύναμαι να είπω»: ο δικηγόρος ξεχωρίζει τις σκέψεις
του από αυτές του βοσκού νιώθοντας ντροπή για τους πονηρούς λογισμούς του. Προσπαθεί
να απενοχοποιηθεί λέγοντας πως δε σκέφτηκε τον κίνδυνο της Μοσχούλας αλλά και
μόνο η αναφορά αποδεικνύει τις ένοχες σκέψεις του. Απ’ την άλλη μεριά οι σκέψεις αυτές του
βοσκού που προσπαθεί να αποποιηθεί αποτελούν και προσήμανση του γεγονότος που
θα ζήσουμε σε λίγο με τον απειλούμενο πνιγμό της Μοσχούλας.
«Ήρχισεν αίφνης να βελάζει»: ο δεύτερος ήχος που
παίζει δραματικό ρόλο στο διήγημα. Το βέλασμα της κατσίκας επαναφέρει το βοσκό από το
όνειρο στην πραγματικότητα. Είναι ο εξωτερικός παράγοντας που κινεί την πλοκή
του μύθου καθώς θα αναγκάσει το βοσκό πάνω στην αμηχανία του και στην επιθυμία
του να σώσει το αγαπημένο του ζώο να βγει από την κρυψώνα του και να γίνει
φανερός στη Μοσχούλα-κόρη.
Η ομωνυμία κόρης - κατσίκας που έδωσε την ευκαιρία
στην αρχή να συναντηθούν για πρώτη φορά οι δύο νέοι τώρα παίζει έναν ακόμα
δραματικό ρόλο. Γίνονται οι δύο πόλοι (κόρη και κατσίκα) στο δίλημμα
του νεαρού βοσκού. Να σώσει την κατσίκα του ή να σώσει τη σχέση του με
τη κόρη που θα βρεθεί σε κίνδυνο αν ανακαλυφθεί; Και αργότερα να σώσει τη Μοσχούλα ή
την κόρη που θα κινδυνεύσει;
«δεν
εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ιδή»: ο βοσκός μέσα στην αμηχανία του και κυριευμένος
από τον φόβο του σχοινιάσματος της κατσίκας του (προσήμανση) σηκώνεται από
την κρυψώνα του για να γίνει έτσι αντιληπτός από την κόρη.
‘Εβδομα
ενότητα:
«άφηκε μισοπνιγμένην κραυγή φόβου»: νέος ήχος που
φέρνει τον βοσκό σε νέο δίλημμα.
«να τρέξω» ή να «ριφθώ»;
«μια βάρκα εφάνη»: από το δίλημμά του γλιτώνει πάλι
από έναν εξωτερικό παράγοντα.
Αυτή τη φορά είναι μια βάρκα. Ένα ξένο
στοιχείο μέχρι αυτή τη στιγμή στην πλοκή γι’ αυτό και ο Παπαδιαμάντης νιώθει την
ανάγκη να το δικαιολογήσει « συγκυρίαν όχι παράδοξον». Η βάρκα
αυτή αντί να δώσει θάρρος στη Μοσχούλα της επιτείνει το φόβο. Δεν πρέπει
να μας παραξενεύει μια τέτοια αντίδραση. Η νεαρή κοπέλα νομίζει ότι έκανε μπάνιο μόνη της. Ξαφνικά
ανακαλύπτει την παρουσία ενός ξένου που την παρακολουθεί και την επόμενη στιγμή
βλέπει κάποιους άλλους με μια βάρκα να την πλησιάζουν. Είναι
φυσιολογικό να τρομάξει αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια
περιορισμένη κοπέλα χωρίς πολλές συναναστροφές. Η δεύτερη κραυγή της σπρώχνει το
βοσκό να πέσει στη θάλασσα για να σώσει την κοπέλα των ονείρων του.
Η περιγραφή της διάσωσης από τον ίδιο τον ήρωα έχει
όλα τα χαρακτηριστικά μιας κινηματογραφικής – επικής προσπάθειας. Η
προσπάθεια του χαρακτηρίζεται από ταχύτατες κινήσεις (πάραυτα –με τρία
στιβαρά πηδήματα εντός ολίγων λεπτών- εγκαίρως) και από υπερβολική δύναμη (αι δυνάμεις
μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως). Η αγωνία του βοσκού για το αν θα προλάβει ζωντανή τη
Μοσχούλα είναι έκδηλη (ως μνήμα υγρόν- εγγύτερον του θανάτου- δεν παρείχε σημεία ζωής– ήθελε τη
ζωή της – ω ας έζη). Η
ανακούφισή του επίσης και αυτή ολοφάνερη. (δόξα τω θεώ – ποτέ δε θα εζήτουν αμοιβή). Μα πάνω απ’ όλα αυτό
που του μένει από την προσπάθεια τουείναι η ευτυχία που ένιωσε από την επαφή
του σώματός του με αυτό της Μοσχούλας. Το αγκάλιασμα αυτό δεν ήταν μια απλή σαρκική επαφή. Ήταν η μόνη
ευτυχισμένη στιγμή της ανώφελούς ζωής του. Ήταν η μεταφορά του ονείρου στην πραγματικότητα. Ο βοσκός κατάφερε
να ζήσει το όνειρό του.
«Επί πόσον…….το ίδιον όνειρόν του»: ο δικηγόρος πια
κάνει την αποτίμηση αυτής της στιγμής του παρελθόντος. Χρόνια μετά
και έχοντας ως σύγκριση τις άλλες σαρκικές επαφές που έζησε , οι οποίες
δεν είχαν κανένα συναισθηματικό δέσιμο, δεν ήταν αληθινές, θεωρεί την επαφή με τη Μοσχούλα ως
την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του. Για άλλη μια φορά οι άσχημες εμπειρίες του παρόντος
στρέφουν τον ήρωα στο παρελθόν , το οποίο το εξιδανικεύει και το ντύνει με το πέπλο
του ονείρου και του άπιαστου.
Όγδοη
ενότητα:
Ο επίλογος δεν έχει αφηγηματικό χαρακτήρα αλλά ο
ήρωας επιστρέφοντας στο παρόν κάνει έναν απολογισμό της ζωής του , αναζητά και
καταδεικνύει τις αιτίες της δυστυχίας του και βέβαια κλείνει όλα τα θέματα που
έχουν μείνει ανοιχτά στην ιστορία του. «η Μοσχούλα έζησε»: η κοπέλα πληροφορούμαστε ότι
επέζησε. Η έκπληξή
μας όμως βρίσκεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται από τον ήρωα. Η Μοσχούλα
δεν είναι πια η ονειρώδης ύπαρξη, η μοναδική στη ζωή του αλλά μια ασήμαντη
γυναίκα , κοινή σαν όλες της άλλες κουβαλώντας μάλιστα και το προπατορικό
αμάρτημα που κουβαλούν όλες οι θυγατέρες της Εύας. Η αντίθεση αυτή καταδεικνύει
ξεκάθαρα και την αντίθεση του τότε με το τώρα στη ζωή του δικηγόρου. Το
παρελθόν του , η ζωή στη φύση , η ευτυχία και η αθωότητα ήταν το περιβάλλον στο
οποίο η Μοσχούλα μπορούσε να πάρει ονειρικές διαστάσεις. Το παρόν, η πόλη, η
μιζέρια του δεν χωρούν όνειρα, αλλά καθετί το περιβάλλουν με τη δυστυχία τους .
Έτσι και η Μοσχούλα του παρόντος είναι και αυτή ένα
θλιβερό δείγμα της ωριμότητας , του συμβιβασμού που
επιβάλλει, του αποπνικτικού κοσμικού περιβάλλοντος το οποίο αποστρέφεται ο
αφηγητής. «μετρίως ελυπήθην»: αν η κοπέλα σώθηκε , η κατσίκα δεν τα κατάφερε αλλά, όπως ήδη είχε
προσημανθεί, σχοινιάσθηκε. Το παράξενο είναι ότι ο βοσκός και για αυτήν την πολυαγαπημένη
του κατσίκα δε νιώθει καμία λύπη. Βέβαια τα λόγια του αφήνουν να εννοηθεί κάποια
συμπόνια για το χαμό του ζώου αλλά ο θάνατός του αντισταθμίζεται αφού η
παραμέληση της κατσίκας του έδωσε την ευκαιρία να απολαύσει το άπιαστο όνειρό
του. Απ’ την άλλη
μεριά το ενδιαφέρον τώρα του δικηγόρου μας επικεντρώνεται στην παρούσα κατάστασή
του , όπου τα
προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι μεγαλύτερα και πιο θλιβερά από το
θάνατο της κατσίκας του. «Κι εγώ»: ο τρίτος πόλος, ο τρίτος
ήρωας του διηγήματος. Μαθαίνουμε και τη δική του κατάληξη που βέβαια μας
είναι γνωστή από τον πρόλογο. Εδώ όμως ο αφηγητής προχωρά σε μια πιο αναλυτική
περιγραφή των αιτιών που τον οδήγησαν στη σημερινή του μιζέρια:
1) πρώτα απ’ όλα έμαθε
γράμματα και έγινε δικηγόρος. Ο ίδιος ο ήρωας αντιμετωπίζει ειρωνικά τη μόρφωσή
του. Πήγε σε δύο
ιερατικές σχολές και έγινε «όπως ήτον επόμενον» δικηγόρος!. Η κοσμική
του μόρφωση όμως δε του εξασφάλισε τη σωτηρία της ψυχής του. Τα λίγα
γράμματα αναγνωρίζει τώρα πια ότι θα του ήταν αρκετά.
2) Η έξοδός
του από το μοναστήρι , η κοσμική ζωή γεμάτη πειρασμούς , το
επάγγελμά του τον απομάκρυναν και αυτά από τη λύτρωση , την
αγνότητα , τον
αυθορμητισμό της φυσικής ζωής και τον οδήγησαν στον ασφυκτικό κόσμο της πόλης.
3) Το όνειρο. Ο αφηγητής αναρωτιέται μήπως το όνειρο έπαιξε
σημαντικό ρόλο στην απόφασή του να μην ακολουθήσει τη μοναστική ζωή. Μήπως οι
τύψεις του επειδή παρασύρθηκε από τον πειρασμό , η αδυναμία αντίστασης μπροστά στην
απόλαυση της σάρκας, ήταν αυτά που τον έκαναν να απαρνηθεί τη ζωή του
ιερέα και μάλιστα του μοναχού. Οι ενοχές του λοιπόν τον έπεισαν ότι δεν ήταν άξιος
για το ιερατικό αξίωμα και τον στρέφουν μακριά από τη θρησκευτική ζωή. Όμως, τώρα πια , ο δικηγόρος
αναγνωρίζει ότι η αδυναμία μπροστά στον πειρασμό θα έπρεπε να τον είχαν
οδηγήσει στην απόφαση να ακολουθήσει το μοναχισμό. Εκεί θα έβρισκε τη συγχώρεση , με την
άσκηση και την προσευχή θα έφτανε στη μετάνοια και βέβαια θα κρατιόταν μακριά
από το γυναικείο πειρασμό. Αλίμονο , όμως, τώρα ( φευ) δεν υπάρχει τέτοια διέξοδος. Από τις
παραπάνω σκέψεις καταλαβαίνουμε ότι ο αφηγητής έχει συνδέσει την ευτυχία με τη
σωτηρία της ψυχής μέσω της θρησκείας και της αφιέρωσης του ανθρώπου στο θεό. Η ευτυχία
γι’ αυτόν έχει μόνο πνευματικό περιεχόμενο αλλά είναι και τόσο μακρινή σχεδόν άφταστη
καθώς δε βρίσκεται στην καθημερινή ζωή μας αλλά έχει μόνο υπερβατικό χαρακτήρα.
Σχοινί : το σχοινί στο διήγημα παίρνει διαστάσεις συμβόλου. Συμβολίζει
την αποπνικτική ζωή του αφηγητή, τον περιορισμό του από τη δουλειά του, τη
στενοχωρία της πόλης αλλά και το δέσιμό του με αυτή την πραγματικότητα από τη
οποία δε μπορεί να ξεφύγει. Το σχοίνιασμα αυτό του φέρνει στο νου το σχοίνιασμα
της κατσίκας του και το δέσιμο του σκύλου της παραβολής στης αυλή του αφέντη
του και αναλογίζεται μήπως όλα αυτά δεν ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσαν γι’ αυτόν ένα
σχοίνισμα κληρονομιάς. Καταδεικνύουν δηλαδή το δικό του μερίδιο στη ζωή, στο οποίο
είναι εγκλωβισμένος, δεμένος, ανίκανος να ξαναβρεί την ευτυχία του.
«Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη»: ( σχήμα
κύκλου: το διήγημα
τελειώνει με τον ίδιο τρόπο που άρχισε).
Η ευχή έρχεται μετά από όλα τα προηγούμενα ως φυσική
κατάληξη. Πέρα από τη
νοσταλγία που εκφράζει για την προηγούμενη ζωή του , την πίκρα και
την απογοήτευσή του που τον έχει γεμίσει το παρόν, δείχνει ξεκάθαρα και τη συναίσθηση
της αδυναμίας του να γνωρίσει πάλι την ευτυχία. Ο ήρωας ξέρει ότι δε θα μπορέσει
πάλι να γυρίσει πίσω, η ευχή του θα μείνει ανεκπλήρωτη.
«Δια την αντιγραφήν”: ο Παπαδιαμάντης βεβαιώνει ότι
μετέφερε τα γεγονότα αυτούσια, ως απλός αντιγραφέας , και βάζει απλώς την υπογραφή του. Γνωρίζοντας
το βίο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος
έχει αρκετά κοινά στοιχεία με αυτό του δικηγόρου του διηγήματος καταλαβαίνουμε
την προσπάθεια του συγγραφέα να αποστασιοποιηθεί από τον ήρωα του. Δεν θέλει
να ταυτιστεί μαζί του , δε θέλει τα γεγονότα που εξιστορεί να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά. Και απ’ την άλλη
θέλει να προστατεύσει τον ήρωα του, να τον αντιμετωπίσουμε ως ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ως
προσωπείο του. Βέβαια η προσπάθεια του δε μπορούμε να τη θεωρήσουμε
επιτυχημένη. Γίνεται κατανοητό ότι πίσω από το δικηγόρο κρύβεται ο
Παπαδιαμάντης. Ο δικηγόρος είναι το προσωπείο το οποίο
χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα, τις δικές
του σκέψεις , να
παρουσιάσει τους βασικούς άξονες της δικής του ζωής.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου