ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924 – Πύργος
Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς. Τελείωσε
το δημοτικό και το γυμνάσιο στην γενέτειρά του. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε
τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Για βιοποριστικές ανάγκες, εργάστηκε
για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας. Άρχισε να
γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό
Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός
φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε μια πειραματική γραφή
κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης
φίλος με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, καθώς και
με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Η πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το
κατώγι κυκλοφόρησε το 1971. Είχαν ωστόσο προηγηθεί πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων
του σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πύργου και της Αθήνας, καθώς και σε έναν τόμο Για το
Σεφέρη, που
κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1962. Ακολούθησαν οι συλλογές: Το σακί (1980), Τα
αντικλείδια (1988), Τριάντα τρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος
(1997), Ποιήματα 1943–1997 (2001), Πού είναι
τα πουλιά (2004) και Να μην τους ξεχάσω (2008, κυκλοφόρησε
λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή). Επίσης το 2008, κυκλοφόρησαν σε έναν μικρό τόμο με τίτλο Γράμματα
από την Αμερική οι επιστολές που έστειλε από τις ΗΠΑ σε φίλο του
ψυχίατρο το 1985. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες
γλώσσες και μπήκαν και σε σχολικά βιβλία. Ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις
ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέρα από
την ποίηση, ασχολήθηκε
ερασιτεχνικά και με την ζωγραφική. Με την φροντίδα μερικών φίλων του, πίνακές του
εκτέθηκαν στην ΙΘ΄ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής το 1977. Τα ποιήματα
του, όλα σε
ελεύθερο στίχο, έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το
έχω ζήσει», είχε πει ο
ίδιος. Στα πρώτα
του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα
τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του
ανθρώπου: τον έρωτα
και τον θάνατο.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
Ο ποιητής εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, «στη γενιά
που αποδεκάτισαν στον πόλεμο, στην κατοχή και στον εμφύλιο». Συμβατικά
όρια της μεταπολεμικής ποίησης είναι από το 1944(απελευθέρωση) έως το 1967(πραξικόπημα
και στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου) Οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
γεννήθηκαν μεταξύ 1919 και 1928 και είναι ενεργοί ιστορικοί συντελεστές, συμμετέχουν
στην ιστορική δράση μιας ταραγμένης εποχής και έχουν διαμορφωμένη ιδεολογική
συνείδηση και πίστη στο όραμα της κοινωνικής αναμόρφωσης, πίστη η
οποία θα κλονιστεί δραματικά με την ήττα του αριστερού κινήματος. Οι ποιητές
της γενιάς του Γιώργη Παυλόπουλου αντλούν από ένα οδυνηρό βιωματικό υπόστρωμα, συγκροτημένο
από κοινές μνήμες της μετακατοχικής εμφυλιακής περιόδου, που υπήρξε
καθοριστική για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του
Παυλόπουλου συνιστά προϊόν κατεργασίας του προσωπικού βιώματος με εντονότατες
ιστορικοκοινωνικές διαστάσεις και ηθικές-υπαρξιακές προεκτάσεις, με γνώμονα την ιδιαίτερη ευαισθησία
του ποιητή σχετικά με τον ρόλο και τους μηχανισμούς της ποιητικής τέχνης. O Γιώργης
Παυλόπουλος ανήκει στους εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που γράφουν
αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση. Χαρακτηρίζεται για την αγωνιστική του διάθεση, την
καταγραφή γεγονότων του πολέμου και του εμφυλίου, τον ενθουσιασμό για έναν καλύτερο
κόσμο.
ΑΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Οι τίτλοι των ποιημάτων του είναι ουσιαστικά
συγκεκριμένα συνοδευόμενα από το οριστικό άρθρο. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, με ιστορίες
παράξενες, χτισμένες
με εικαστική τεχνική και κινηματογραφική οπτική και γλώσσα πυκνή και εκφραστική
μέσα στη λιτότητά της. Κυριαρχεί το ρήμα. Η απέριττη γλώσσα του συχνά
ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι. Επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο, χωρίς
ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο. Ο ποιητικός του κόσμος είναι ονειρικός, αλλά
συντίθεται από πραγματικά υλικά. Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα, διαποτίζεται
από αισθησιασμό.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΣΤΙΣ 27-11-2008
Έφυγε στα 84 του χρόνια ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος, στενός
φίλος του Σεφέρη και του Σινόπουλου. Η άμεση, λιτή, επικοινωνιακή γλώσσα του κατέκτησε περίοπτη θέση στα
ελληνικά γράμματα, χωρίς ποτέ
να απομακρυνθεί από την αγαπημένη του πόλη. «Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης» θεωρούσε
ο Γ. Παυλόπουλος την ποίηση. Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου βγαίνει
κατευθείαν από τον ζόφο του μεταπολέμου. Έγραψε ποιήματα, τα οποία
συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της
Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι
μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το
αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Μας είχε πει ο ίδιος: «Περιμέναμε μια
δικαίωση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το
βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω
από πουθενά φως».
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ
Το ποίημα ανήκει στην τρίτη συλλογή του ποιητή «Τα
αντικλείδια», 1988,εκδόσεις «στιγμή». Πρόκειται για μια συλλογή με ποιήματα ποιητικής, στα οποία ο
Παυλόπουλος δίνει τα κλειδιά για την πόρτα του εργαστηρίου και της
τεχνικής του, εκφράζοντας συγχρόνως έναν ευρύτερο
θεωρητικό προβληματισμό για τη φύση, την αξία και τις δυνατότητες της ποιητικής τέχνης. Στα
ποιήματα αυτά η δοκιμασία του ποιητή και η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης αποτελούν
το κατεξοχήν θέμα-παράλληλα με τη μελαγχολική και φοβική ατμόσφαιρα
που πηγάζει από
το οδυνηρό υπόστρωμα της μνήμης. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής χαρακτηρίζονται
επίσης από αυτοαναφορικότητα και ως σταθερό μοτίβο απαντά η απελπισμένη
και σισύφεια προσπάθεια του ποιητή να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης.
ΔΟΜΗ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Η ιστορία του ποιήματος διαρθρώνεται γύρω από τον άξονα του μύθου του
Σίσυφου και τον άξονα του πραγματικού-φανταστικού (κυριολεξία-μεταφορά)
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΤΙΧΟΙ 1-13: Η ουσία της
ποίησης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΤΙΧΟΙ 14-17: Τα ποιήματα
ως αντικλείδια.
ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΣΤΙΧΟΣ 18: Επιμύθιο
Ο
ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως και γενικότερα
στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται
για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος
οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε προποιητική εμπειρία που είναι κοινή
για όλους (όλοι
γνωρίζουν τα αντικλείδια). Η προσέγγιση
του ποιήματος δεν είναι εύκολη, όπως δεν είναι εύκολη η προσέγγιση κανενός
ποιήματος ποιητικής. Βασικό στοιχείο που βοηθά τον αναγνώστη είναι ο τίτλος. Τα
«αντικλείδια» είναι τα ποιήματα που συνθέτει ο ποιητής στην προσπάθειά του να
πλησιάσει και να προσδιορίσει την ποιητική τέχνη.
ΠΡΩΤΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ
Στον πρώτο στίχο η λέξη «Ποίηση» γράφεται με
το αρχικό γράμμα κεφαλαίο, για να υποδηλωθεί η αξία και σημασία της ποιητικής
τέχνης. Ο ποιητής
επιχειρεί τον ποιητικό ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει στη μαγική και
αρχέγονη λειτουργία της. Η ποίηση παρομοιάζεται με «μια πόρτα
ανοιχτή» και μάλιστα
παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου( «πόρτα ανοιχτή»-αντί «ανοιχτή
πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο σ ένα χώρο που δεν γνωρίζουμε, δημιουργείται
μια μυστηριώδης κατάσταση με αυτόν τον συμβολισμό του αγνώστου. Με τον
δεύτερο στίχο αρχίζει να προσδιορίζεται κάπως το περιεχόμενο της Ποίησης, να αίρεται
το μυστήριο και να δημιουργείται μια άγνοια. Η Ποίηση δεν απευθύνεται σε όλους. Πολλοί
προσπαθούν να την προσεγγίσουν, αλλά δεν την καταλαβαίνουν. Αυτοί είναι
οι αμύητοι, που δεν
έχουν ιδέα από Ποίηση. Είναι το μεγάλο πλήθος, οι ανυποψίαστοι, όσοι δεν
συγκινούνται με την ποίηση και δεν τους δονεί η αρμονία της. Η
πνευματική ματιά λείπει από πολλούς ανθρώπους Ωστόσο, μερικοί
κάτι βλέπουν αμυδρά ή καλύτερα κάτι διαισθάνονται. Αισθάνονται μια απροσδιόριστη έλξη
και ασυναίσθητα κινούνται προς την πόρτα με σκοπό να μπουν μέσα. Είναι
εκείνοι που διαθέτουν ενόραση και φαντασία, όσοι έχουν διαμορφώσει ένα ευαίσθητο κριτήριο για να
μπορέσουν να συλλάβουν τον «μέσα» κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να διαισθάνονται ότι πίσω
από την ανοιχτή πόρτα υπάρχει ένας υπέροχος κόσμος γνώσης, αρμονίας
και ομορφιάς. Αυτοί που προσπαθούν να μπουν και να περάσουν μέσα
στην πόρτα της Ποίησης απογοητεύονται, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή η πόρτα κλείνει και
κανένας δεν τους ανοίγει.. Αρχίζουν τότε να ψάχνουν να βρουν το κλειδί, αλλά και
πάλι κανείς δεν γνωρίζει ποιος το έχει. Επειδή όμως αυτό που νόμισαν ότι είδαν ,όταν η
πόρτα ήταν ανοιχτή, εξακολουθεί να τους γοητεύει, επιμένουν. Πολλές
φορές η επιμονή τους κρατάει όσο και η ζωή τους, που μάταια σπαταλούν, προσπαθώντας
να βρουν ένα τρόπο ν ανοίξουν την πόρτα. Οι άνθρωποι που παρακινούνται να μπουν στην πόρτα
της ποίησης, θέλοντας να μπουν με οποιοδήποτε τρόπο, αποφασίζουν
να φτιάξουν αντικλείδια. Να σημειωθεί ότι, ενώ το κλειδί που χάθηκε είναι ένα, τα
αντικλείδια είναι πολλά.. Τα αντικλείδια συμβολίζουν τα ποιήματα που φτιάχνουν
όσοι είναι σχετικοί με την Ποίηση στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο κλειδί, να φτάσουν
δηλαδή από το ημιτελές ποίημα στο ολοκληρωμένο ποίημα. Σύμφωνα με το
ποίημα του Παυλόπουλου, τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τα
ποιήματα
είναι απλώς κάποια αντικλείδια. Στο σημείο
αυτό ο ποιητής φεύγει από το ρεαλιστικό και περνά στον μύθο. Στο γνωστό παραμύθι «Ο
Αλή -Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Στο ποίημα
η μαγική λέξη είναι «τα αντικλείδια». Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν
οι ποιητές ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε
ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα (ανοίγει) τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το
δεύτερο( άνοιξε) τίθεται σε αόριστο, γιατί ο
αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο ποιητής
γνωρίζει καλά όλες τις εμπειρίες όλων των ποιητών. Όσο εμβαθύνει κανείς στο
μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.
ΤΟ
ΒΑΘΟΣ
Αυτό το βάθος είναι ένα
βάθος απροσπέλαστο που θυμίζει την Πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές
δοκιμάζονται για να μπορούν να βλέπουν, να διακρίνουν, να
αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους. Είναι οι
δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι αυτό πρέπει να
δοκιμαστούν ως προς την πίστη τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του
ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας, παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον
οποίο ο κοιμώμενος ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που
ετοιμάζεται να μπει, η πόρτα κλείνει και τον αφήνει απέξω. Μπορεί ακόμα η ποιητική εκδοχή της ανοιχτής πόρτας
που ξαφνικά κλείνει, να παραπέμπει στον μύθο του Σίσυφου, του μυθικού
βασιλιά της Κορίνθου, που καταδικάστηκε στον Άδη να μεταφέρει
αιωνίως ένα μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Κατά την εκδοχή αυτή, ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, στερημένο
από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται να
απολαύσει.
Ο
ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ
Ένας από τους πιο ιδιόμορφους μύθους της ελληνικής
μυθολογίας είναι αυτός του Σίσυφου, γιου του Αίολου. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που έγινε
κατόπιν γνωστή ως Κόρινθος. Η περιπέτεια του Σίσυφου άρχισε όταν ο Δίας αποπλάνησε
την Αίγινα, κόρη του ποταμού-θεού Ασωπού. Όταν ο
πατέρας του κοριτσιού πήγε στην Κόρινθο αναζητώντας την κόρη του, συμφώνησε
με τον Σίσυφο, που γνώριζε πολύ καλά τι είχε συμβεί, ότι, αν του
έδινε πληροφορίες, εκείνος θα έκανε να αναβλύσει στην ακρόπολη της
Κορίνθου μια αστείρευτη πηγή. Έτσι, ο Σίσυφος είπε όλα όσα γνώριζε στον Ασωπό κι εκείνος
καταδίωξε άγρια τον πατέρα των θεών για να πάρει εκδίκηση. Όταν τελικά
ο Δίας κατάφερε να γλιτώσει από την οργή του, πρόσταξε τον Άδη να πάρει στα Τάρταρα
τον Σίσυφο και να του επιβάλει αιώνια τιμωρία. Όμως ο Σίσυφος με πονηριά κατόρθωσε
να αλυσοδέσει τον ίδιο τον Άδη και να τον φυλακίσει. Για όσο
διάστημα ο Άδης βρισκόταν φυλακισμένος, κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει. Η
κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο περίεργη, που ακόμη
και φρικτά σακατεμένοι άνθρωποι και ζώα περιφέρονταν παντού σαν να μη συνέβαινε
τίποτα. Τότε, ο Άρης, ο θεός του
πολέμου, αποφάσισε
να δώσει ένα τέρμα σε αυτή την κατάσταση. Πήγε στο παλάτι του Σίσυφου κι αφού απελευθέρωσε τον
Άδη, του
παρέδωσε τον Κορίνθιο βασιλιά. Ο Σίσυφος όμως δεν είχε πει ακόμη τον τελευταίο του
λόγο. Προτού
κατεβεί στα Τάρταρα, είχε δώσει εντολή στη σύζυγο του Μερόπη να μη
θάψει το σώμα του. Έτσι, μόλις έφτασε στον Κάτω Κόσμο, αξίωσε πως, αφού ήταν
άταφος, δεν έπρεπε
να βρίσκεται εκεί. Με αυτό τον τρόπο εξαπάτησε την Περσεφόνη, τη
γυναίκα του Άδη, που του έδωσε άδεια να επιστρέψει στη γη για τρεις
ημέρες, ώστε να
κανονίσει να ταφεί το σώμα του. Βέβαια, ο Σίσυφος δε σκόπευε να τηρήσει τη συμφωνία. Γι αυτό ο
Ερμής ανέλαβε να τον φέρει πίσω ξανά. Για να τον τιμωρήσουν, οι Κριτές των Νεκρών του ανέθεσαν
να ανεβάζει σπρώχνοντας στην κορυφή ενός λόφου έναν τεράστιο βράχο. Κάθε φορά
που πλησίαζε στην κορυφή, ο βράχος κυλούσε πίσω. Έτσι, ο Κορίνθιος βασιλιάς ακόμη σπρώχνει
εκείνον τον ογκόλιθο και θα εξακολουθεί να το κάνει ακατάπαυστα στην αιωνιότητα.
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ
Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των ποιητών όλων
των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους όραμα. Είναι «μια
ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη «ίσως» στην αρχή
του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας .Όσο η πόρτα
δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο
γράφουν, τόσο η ιδέα
της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα
δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.
ΤΡΙΤΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ
«Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή». Το ποίημα τελειώνει με τον ίδιο στίχο, όπως
αρχίζει (σχήμα
κύκλου). Μοναδική
διαφορά το μόριο «μα» στην αρχή του τελευταίου στίχου, που υποδηλώνει
ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια πόρτα κλειστή, κατάλαβε
λάθος. Η πόρτα της
ποίησης είναι πάντοτε ανοιχτή, γιατί η ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική
διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους ήρωες της έκφρασης δεν θα παραβιάσει
την πόρτα ( άλλωστε μια
ανοιχτή πόρτα ποτέ δεν παραβιάζεται, θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο) ,γιατί τότε
η ποίηση θα πάψει να υπάρχει. Τελικά, ολόκληρη η αφήγηση, στην οποία ο ποιητής κινείται
μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αφορά την επαναλαμβανόμενη διαδικασία απόπειρας να
παραβιαστεί η πόρτα της Ποίησης, η οποία είναι πάντοτε ανοιχτή.
ΓΛΩΣΣΑ-ΥΦΟΣ
Η γλώσσα του ποιήματος είναι καθαρή, χωρίς δυσκολίες
στην κατανόηση και αυτό οφείλεται στην επιλογή λέξεων που αναφέρονται σε πολύ
συγκεκριμένα πράγματα. Το ύφος για ένα τέτοιο θέμα θα μπορούσε να είναι ύφος αυθεντίας.
Όμως είναι μακριά από κάτι τέτοιο. Είναι περισσότερο διδακτικό με εξομολογητική
διάθεση, σαν να μιλάει για να ακούσει ο ίδιος τα λόγια του. Χαρακτηριστικό
επίσης του ύφους του είναι η σαφήνεια και η απλότητα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου