Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της
YΠΟΘΕΣΗ
Η Κωνσταντίνα είναι το μόνο παιδί που έχουν
αποκτήσει οι γονείς της, όχι όμως και το μόνο εγγόνι που έχει αποκτήσει η
γιαγιά της, η οποία όπως φαίνεται δεν της έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Ιδιαίτερη
αδυναμία είχε μόνο στην ξαδέλφη της που δεν βρίσκεται στη ζωή πια. Όλα
ξεκίνησαν από την πρώτη μέρα που ήρθε η Κωνσταντίνα στη ζωή. Οι πιθανότητες να
ζήσει ήταν ελάχιστες. Κι όμως το μικρό αυτό λειψανάκι πήγαινε πια δημοτικό στην
Ελλάδα, έχοντας και τους δυο της γονείς εκπαιδευτικούς. Όταν όμως οι γονείς της
βρίσκουν καλύτερη δουλειά στην Γερμανία – την οποία λόγω Κατοχής μισεί η γιαγιά
της – μετακομίζουν εκεί. Η Κωνσταντίνα γράφεται σε ένα μεγάλο, καινούριο
σχολείο στο οποίο θα γνωρίσει την κολλητή της αλλά και ένα άλλο άνθρωπο που θα
της σταθεί αργότερα: τον Χερ Χάινερ, ο οποίος είναι διευθυντής του νέου της
σχολείου. Εντοπίζει στην Κωνσταντίνα πολλά καλά χαρακτηριστικά, πράγμα που την
κάνει να τον συμπαθήσει αμέσως. Μετά από πολύ καιρό οι γονείς της χωρίζουν. Ο
πατέρας της είναι αποφασισμένος να ξαναφτιάξει τη ζωή του με τη μαμά της
Μπριγκίτε, συμμαθήτριας της Κωνσταντίνας, ενώ η μαμά της με τον κύριο Γιάννη.
Σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση αποφασίζουν όλοι μαζί να στείλουν την Κωνσταντίνα
για λίγο καιρό , ίσως και πολύ, στην Ελλάδα να μείνει με την γιαγιά της. Εκεί η
Κωνσταντίνα φοιτά στο Γυμνάσιο της περιοχής, στην πρώτη τάξη και γνωρίζει νέα
παιδιά. (Δεν ξεχνά όμως και την κολλητή της φίλη στην οποία στέλνει συχνά
γράμματα). Στο σχολείο της γνωρίζει τον Λουμίνη, που βρίσκεται σε
παρόμοια κατάσταση με εκείνη. Ο Λουμίνης, όμως είναι χρήστης ναρκωτικών και σιγά
–σιγά μπλέκει και την ίδια στο περίεργο αυτό «παιχνίδι». Αρκετό καιρό αργότερα
η Κωνσταντίνα για να μπορεί να παίρνει το πολυπόθητο αυτό χαπάκι, κλέβει μερικά
από τα σπάνια γραμματόσημα της γιαγιάς της. Τα δίνει στον Λουμίνη και εκείνος
με τη σειρά του στη Λαίδη Ντι, έμπορο ναρκωτικών η οποία τους δίνει τον
«θησαυρό» τους. Μετά από κάποιο καιρό η Κωνσταντίνα συναντά τον Λουμίνη μ’ ένα
κουτί στα χέρια του. Της αποκαλύπτει μια κουκουβάγια που, καθώς λέει, του έσωσε
τη ζωή πετώντας χτυπημένη δίπλα του πριν κάνει ένεση. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι
της διάσωσής της. Κατά τη διάρκειά του η Κωνσταντίνα λέει στο Λουμίνη το σχέδιο
για να γυρίσουν «εκεί πραγματικά που θέλουν». Του δίνει γραμματόσημα κρυφά από
τη γιαγιά της και τις τρεις Ασπασίες για να τα πουλήσει στη Λαίδη Ντι. Το
σχέδιο ξεκινά, όμως ο Λουμίνης δεν εμφανίζεται. Η Κωνσταντίνα λοιπόν
επισκέπτεται μόνη της την Λαίδη Ντι, η οποία για την ηρεμήσει της κάνει μια
ένεση. Όταν ο Λουμίνης βρίσκει το κορίτσι λιπόθυμο, το αφήνει κάτω από το σπίτι
της γιαγιάς της. Εκείνη τότε καταλαβαίνει τι συμβαίνει. ( Οι φίλες της γιαγιάς,
οι τρεις Ασπασίες, συνεχώς την ρωτάνε το ίδιο που ρώταγε κι εκείνη την εγγονή
της για τον χωρισμό των γονιών της: - Μα καλά, δεν κατάλαβες τίποτα; - Όχι,
τίποτα. ) Όλοι αντιμετωπίζουν το γεγονός πολύ ψύχραιμα. Μάλιστα το άρρωστο
κορίτσι επισκέπτεται και ο αγαπημένος της δάσκαλος, ο κύριος Μπένος μαζί με τη
γλυκιά γυναίκα του, την οποία αμέσως συμπαθεί η Κωνσταντίνα. Η γυναίκα του
κυρίου Μπένου είχε περάσει κι εκείνη ένα παρόμοιο πρόβλημα και καταλαβαίνει
απόλυτα το νεαρό κορίτσι. Τέλος αυτό που θα παρακινήσει την Κωνσταντίνα να
δεχθεί εξωτερική βοήθεια είναι μία επίσκεψη της Λαίδη Ντι η οποία εμφανίζεται
για πρώτη φορά σαν ένα απλό καθημερινό κορίτσι. Την ενημερώνει για τον θάνατο
του φίλου της Λουμίνη και της δίνει το αγαπημένο του φυλαχτό.
ΘΕΜΑΤΑ
- Η Κωνσταντίνα βρισκόμενη
τώρα σε απελπισία και απόγνωση, αναπολεί τις παλαιότερες στιγμές, που έζησε στη
Γερμανία.
- Ένα σχολείο με μαθητές
διαφόρων εθνικοτήτων: ένα διαπολιτισμικό σχολείο
- Οι δυσκολίες του
γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος.
- Ο Ελληνικός
Εμφύλιος Πόλεμος (οι Έλληνες χωρισμένοι σε πολιτικές παρατάξεις πολεμούν μεταξύ
τους για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας)
Κωνσταντίνα
Στην αρχή του κειμένου η Κωνσταντίνα βρίσκεται σε
απελπισία και απόγνωση εξαιτίας κάποιου προβλήματος που αντιμετωπίζει. Αναπολεί
(=θυμάται) με νοσταλγία τις ευτυχισμένες μέρες στη Γερμανία και τις εμπειρίες
της στο γερμανικό σχολείο. Για τους γονείς της μιλά με τρυφερότητα, εκτίμηση και
αγάπη. Θυμάται με νοσταλγία τις βόλτες με τον μπαμπά της. Νιώθει θαυμασμό και
υπερηφάνεια για τη (δασκάλα) μητέρα της. Νιώθει πικρία και μιλά με κάποια δόση
ειρωνείας και με επικριτική διάθεση για τη γιαγιά της, τη Φαρμούρ.
Πρώτη μέρα στο σχολείο: Νιώθει μεγάλη αγωνία,
άγχος, ταραχή στην ιδέα και μόνο πως θα συναντήσει τον διευθυντή του σχολείου. Βλέποντας
το ζεστό και όμορφο περιβάλλον του σχολείου με τις γλάστρες στα περβάζια και
τους πίνακες στους τοίχους αρχίζει να ηρεμεί. Στη συνέχεια, πριν μπει στο
γραφείο του διευθυντή κυριεύεται και πάλι από μεγάλο άγχος, αμηχανία και φόβο. Η
εγκάρδια συμπεριφορά του τη βοηθά να χαλαρώσει.
Στην τάξη: Μέσα στην τάξη νιώθει άνετα γιατί υπάρχουν και
άλλοι μαθητές από διαφορετικές εθνικότητες. Η κοκκινομάλλα Σίγκριντ και ο
Διαγόρας το αγόρι από την Αφρική που είναι πρώτος μαθητής στην τάξη. Δεν
αισθάνεται να γίνονται διακρίσεις εις βάρος της επειδή είναι ξένη (Ελληνίδα σε
γερμανικό σχολείο) ούτε νιώθει διαφορετική και αποξενωμένη από τους άλλους
μαθητές. Προσαρμόζεται στην τάξη και περνάει ευχάριστα με τους συμμαθητές της.
Η μητέρα
Είναι πολύ ευσυνείδητη στο επάγγελμά της (είναι
δασκάλα ελληνικών στο γερμανικό σχολείο) με αποτέλεσμα να έχει κερδίσει την
αγάπη και τον σεβασμό των μαθητών αλλά και του διευθυντή στο γερμανικό σχολείο.
(Ο διευθυντής την ονομάζει: «το ντιαμάντι του σχολείου».) Η γιαγιά της
Κωνσταντίνας, η Φαρμούρ, κράτησε αρχικά αρνητική στάση απέναντί της (πριν τον
γάμο της με τον μπαμπά της Κωνσταντίνας) για πολιτικούς λόγους, αλλά δεν
κατάφερε να τους χωρίσει και έτσι παντρεύτηκαν. Οι δύο οικογένειες των γονιών
της Κωνσταντίνας είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και ανήκαν σε
διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις.
Ο πατέρας
Η Κωνσταντίνα θυμάται με νοσταλγία και τρυφερότητα
και νοσταλγία τους περιπάτους με τον μπαμπά της και τις ατελείωτες κουβέντες
που είχε μαζί του για όλα τα θέματα που την απασχολούσαν.
Η Φαρμούρ (η γιαγιά της Κωνσταντίνας)
Παρουσιάζεται αντιπαθητική με ακλόνητες και
απόλυτες πολιτικές πεποιθήσεις. Κρατάει στάση αρνητική και επικριτική απέναντι
στη μελλοντική της νύφη. Δεν καταφέρνει να χωρίσει τους δύο νέους που τελικά
παντρεύτηκαν. Ο σύζυγος της γιαγιάς (ο παππούς της Κωνσταντίνας) διώχθηκε κατά
τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Μάλιστα ο άλλος παππούς της Κωνσταντίνας (ο
πατελρας της μητέρας της), που ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, έτυχε να τον
συνοδεύσει στην εξορία. Παρά το γεγονός ότι η γνωριμία και ο γάμος των δύο νέων
έγινε μετά τον θάνατο των δύο παππούδων, η Φαρμούρ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα
άσχημα βιώματα που κουβαλούσε από εκείνα τα χρόνια, με αποτέλεσμα να νιώθει
αντιπάθεια για τη μελλοντική νύφη της.
Ο χερ Χάινερ (ο Διευθυντής του σχολείου)
Προσιτός, ευγενικός, εγκάρδιος. Αγαπάει τα παιδιά,
δεν είναι ρατσιστής απέναντι στους ξένους. Εκτιμά και επιβραβεύει το έργο των
συναδέλφων του. Εκτιμά και θαυμάζει ιδιαίτερα τη μητέρα της Κωνσταντίνας.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Αφήγηση
Το κείμενο είναι μια πρωτοπρόσωπη
αφήγηση (αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο), όπου η αφηγήτρια είναι και η κεντρική
ηρωίδα του κειμένου (Κωνσταντίνα). Η Κωνσταντίνα θυμάται με νοστλγία το
παρελθόν της στη Γερμανία. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει ζωντάνια και
παραστατικότητα. Αποτελεί μια αυθεντική εμπειρία (εμπειρία από πρώτο
χέρι) εφόσον περιγράφει γεγονότα που έχει ζήσει η ίδια.
Αναδρομική αφήγηση: Η αφήγηση των γεγονότων
του παρελθόντος
Σχήματα λόγου
Μεταφορές: «βουλιάζω στη στεριά», «βλέμμα καρφωμένο πάνω
μου», «το ντιαμάντι της τάξης» Προσωποποιήσεις: «Το γερμανικό
σχολείο δεν αστειεύεται», «Η καρδιά μου έπαψε να παίζει ταμπούρλο»
Παρομοιώσεις: «σαν κινηματογραφική ταινία», «έμοιαζε με
λειψανάκι», «μαλλιά κόκκινα σα φλόγες»
Εικόνες: το σπίτι μας, βόλτα στους πεζόδρομους με τον
μπαμπά, η τάξη
Γλώσσα - Ύφος
Η γλώσσα του αποσπάσματος είναι η
δημοτική. Ο λόγος είναι μακροπερίοδος. Έχουμε περισσότερο αφηγηματική παρουσίαση
των γεγονότων (διήγηση γεγονότων), παρά ψυχολογική απεικόνιση των χαρακτήρων
(παρουσίαση της ψυχολογίας (= πώς νιώθουν) των χαρακτήρων)
Το ύφος είναι απλό (όχι
περίτεχνο). Ειναι νοσταλγικό (η Κωνσταντίνα αναπολεί το
παρελθόν της στη Γερμανία), αυτοβιογραφικό (αναφέρεται στα
γεγονότα της ζωής της) και ρεαλιστικό (αποδίδει τα γεγονότα
όπως έγιναν).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου