}

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Αριστοτέλους Πολιτικά - Ανάλυση Ενοτήτων

ΕΝΟΤΗΤΑ 11η (A 1, 1) Η πόλη είναι η τελειότερη μορφή κοινωνίας

Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ' ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Μετάφραση
Βλέποντας ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας (= κοινωνικής συμβίωσης) και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (ό,τι κάνουν οι άνθρωποι το κάνουν για να πετύχουν κάτι που το θεωρούν καλό), εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό –και, φυσικά, αυτή που είναι ανώτερη απ’ όλες τις άλλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά. Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη ή κοινωνία πολιτική.

Σχόλια
Θέμα: ο ορισμός της πόλης (της πόλης–κράτους με την αρχαία έννοια) ως της τελειότερης μορφής κοινωνικής συνύπαρξης, που στοχεύει στο υπέρτατο αγαθό.

-Στην ενότητα αυτή, όπως και στις ενότητες 12, 13, 14, ο Αριστοτέλης ακολουθεί τη γενετική μέθοδο (βλ.σχόλια ενότητα 15) 
-Ορισμός της πόλης (εννοούμε πάντοτε την αρχαία έννοια της πόλης-κράτους, όχι τη σημερινή έννοια της πόλης): είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, η ανώτερη από όλες τις άλλες, που τις περικλείει και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
-Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζεται ως εμπειρικός φιλόσοφος-σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που είναι θεωρητικός φιλόσοφος- καθώς προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα παρατηρώντας την πραγματικότητα γύρω του. Αυτό γίνεται φανερό κι από τη χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν»=βλέπουμε, παρατηρούμε, στην αρχή της ενότητας. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για τη συναγωγή συμπερασμάτων.
-Η σκέψη του φιλοσόφου χαρακτηρίζεται ως τελεολογική(τέλος=σκοπός). Η λέξη τέλος δηλώνει  τον σκοπό, δηλαδή τον προορισμό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί. Δηλώνει τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης, το τέλος της εξέλιξης που δεν οδηγεί στη φθορά. Για τον σταγειρίτη φιλόσοφο κάθε πράγμα έχει έναν συγκεκριμένο προορισμό από τη φύση και η φύση δεν κάνει τίποτα μάταια. Η τελεολογική του σκέψη διαφαίνεται σε όλο το κείμενο και συγκεκριμένα  στις εξής φράσεις: «πᾶσαν κοινωνίαν  ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν», «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», «μάλιστα δὲ (στοχάζεται) καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων». 
-Συλλογιστική πορεία: (παραγωγική συλλογιστική μέθοδος, σχόλιο «πᾶσαν πόλιν» σελ. σχ.βιβλίου 182) Π1: Κάθε κοινωνία αποβλέπει σε κάποιο αγαθό (και ανάλογα με τον χαρακτήρα της αγαθό) (« πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν») Π2: Η πόλις είναι μια κοινωνία και μάλιστα η τελειότερη. (« ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας…ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική») Συμπέρασμα: Η πόλις αποβλέπει στο αγαθό και μάλιστα στο τελειότερο αγαθό (την ευδαιμονία, αυτάρκεια)(«μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων-στοχάζεται»)
- το τελειότερο αγαθό -η ευδαιμονία, αυτάρκεια. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών. Ήδη στην εισαγωγή των Ηθικών Νικομαχείων είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στο πλαίσιο της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των Πολιτικών του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συναρτάται με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή Πολιτικών , σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
-Ο όρος «κοινωνία» προέρχεται από τη λέξη «κοινωνός» και είναι ομόρριζος με το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους. Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας –η καθεμιά ξεχωριστά– στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»). Αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Οι επιμέρους αυτές κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας, εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή («ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, ή στο συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά σ’ ένα ανώτερο αγαθό («κυριωτάτου πάντων»), δηλαδή στην ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, που αφορά «ἅπαντα τὸν βίον». Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια είχε χαρακτηρίσει το υπέρτατο αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».


ΕΝΟΤΗΤΑ 12η (Α 2, 5-6) Ο άνθρωπος είναι ζῷον πολιτικὸν

Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικὸν ζῷον)· ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο· είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»· αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι —την ίδια στιγμή— και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.

Σχόλια
Θέμα: α) η πόλις ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που είναι εκ φύσεως β) ο άνθρωπος από τη φύση του είναι ζώον πολιτικόν (απόρροια από το πρώτο θέμα) 
Δομή: Ι.Η πόλις υπάρχει εκ φύσεως α. προέλευση της πόλεως β. σκοπός της πόλεως γ. γνωρίσματα της πόλεως δ. η πόλις υπάρχει εκ φύσεως, τα επιχειρήματα υπέρ της θέσης αυτής
ΙΙ. Ο Άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, επιχειρήματα υπέρ της θέσης αυτής

-Χρησιμοποιεί κι εδώ τη γενετική μέθοδο. 
-Παραγωγικός συλλογισμός Αριστοτέλη: Α. Π1: οι πρώτες κοινωνίες είναι φύσει, Π2: η πόλις είναι η τελείωση των πρώτων κοινωνιών. Συμπέρασμα: η πόλις είναι φύσει (φυσική ύπαρξη) Β. Π1: η φύση είναι αυτό που γίνεται με την ολοκλήρωση, Π2: Η πόλις είναι η ολοκλήρωση. Συμπέρασμα: η πόλις είναι φύσει (φυσική ύπαρξη) Γ. Π1: κάθε ον στοχεύει στο άριστο φύσει, Π2: το άριστο είναι προορισμός της πόλις    Συμπέρασμ : η πόλις είναι φύσει (φυσική ύπαρξη)
-Αντίθεση με τον Πρωταγόρα, που δίδασκε ότι η πόλη είναι μια σύμβαση που δημιουργήθηκε από ανάγκη. Ο Αριστοτέλης αντικρούει τις απόψεις των σοφιστών. Στον Πρωταγόρα η πόλη δημιουργήθηκε για την ανάγκη του «ζῆν» των ανθρώπων, στον Αριστοτέλη για το « εῦ ζῆν». 
-Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση είναι η πόλη: Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τα διαδοχικά στάδια κοινωνικής συμβίωσης για να καταλήξει στην πόλη-κράτος, που αποτελεί την ύψιστη μορφή ανθρώπινης κοινότητας και είναι μία από τις κοινωνικές οντότητες (ομάδες-συνύπαρξης) των ανθρώπων.
-Ξεκινά από το άτομο που μόνο του δεν μπορεί να υπάρξει και δημιουργεί την οικογένεια (οίκος). Αυτή είναι η πρώτη κοινωνική μονάδα που σχηματίζεται από φυσική αναγκαιότητα και είναι αποτέλεσμα δύο ενστίκτων: του ενστίκτου της αναπαραγωγής που οδηγεί στο φυσικό "συνδυασμό άρρενος-θήλεος και του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Ολοκληρώνεται με τη γέννηση παιδιών (σ' αυτό οδηγεί το πρώτο ένστικτο) και την απόκτηση δούλων (σ' αυτήν οδηγεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που συνδέει τον άρχοντα με τον αρχόμενο ). Σκοπός της οικογένειας είναι η διαιώνιση του είδους και η ικανοποίηση βιοτικών αναγκών στις οποίες περιλαμβάνεται και η προστασία των μελών της. 
-Η δεύτερη μορφή κοινωνίας είναι η κώμη (χωριό) που σχηματίζεται από "πλείονας οικίας" είναι δηλαδή μια φυσική ανάπτυξη της οικογένειας. Σκοπός της είναι η ικανοποίηση αναγκών που υπερβαίνουν τις καθημερινές, δηλαδή ανάγκες που σχετίζονται με την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, όπως η ανάγκη για τη λατρεία του θείου ή για την απονομή της δικαιοσύνης. Η οικογένεια δεν μπορεί να έχει ούτε τυπικό λατρείας, ούτε μηχανισμό απόδοσης της δικαιοσύνης. Η κώμη επιτρέπει μεγαλύτερο καταμερισμό εργασίας και έτσι καλύπτει περισσότερες ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει πληρέστερη προστασία από όποιους κινδύνους. 
-Η τρίτη κοινωνική οντότητα είναι η πόλις που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων κωμών. 
-Μια κοινωνική οντότητα τέλεια: Η λέξη τέλος δηλώνει  τον σκοπό, δηλαδή τον προορισμό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί. Δηλώνει τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης, το τέλος της εξέλιξης που δεν οδηγεί στη φθορά. Το επίθετο τέλεια χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ο εξελικτικός κύκλος των κοινωνικών μορφωμάτων που παρακολουθούμε: οικία - κώμη - πόλις . Δηλώνεται δηλαδή η ολοκληρωμένη κοινωνία, η οποία αποτελεί και το τέλος της εξέλιξης. Καθώς παρακολουθούμε τη μακρά εξελικτική πορεία της πόλης, διαπιστώνουμε ότι αυτή αποτελεί χρονικά υστερογενές δημιούργημα. Προηγήθηκαν δηλαδή οι άλλες μορφές και κατόπιν ήλθε ως ολοκλήρωση η πόλις . Εντούτοις οντολογικά και αξιολογικά η πόλη έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων. 
-Μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια: Ο Αριστοτέλης στα " Ηθικά Νικομάχεια" προσδιόρισε τη λέξη "αυτάρκεια", λέγοντας ότι τη χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι κάτι και μόνο του είναι τέλειο αγαθό, κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς χωρίς να χρειάζεται κάτι ακόμα. Σύμφωνα με το φιλόσοφο αυτάρκης είναι η πόλη που από μόνη της αποτελεί το τέλειο αγαθό, ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτήν ο πολίτης, αφού η ίδια μπορεί να του χαρίσει το ύψιστο αγαθό, που είναι το ευ ζην, η ευδαιμονία. Μπορεί να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τη φύση του, να ολοκληρωθεί. Μια πόλη είναι αυτάρκης αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθεί στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες και αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής της δικαιοσύνης, επομένως αν είναι ανεξάρτητη ή αν δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές και ηθικές - πνευματικές - κοινωνικές ανάγκες της. Για να είναι η πόλη αυτάρκης είναι ανάγκη να συνυπάρχουν αρμονικά τρεις παράγοντες: το μέγεθος-έκταση της πόλεως, ο πληθυσμός της και οι ανάλογοι προς τον πληθυσμό της πόροι. Αποτελεί λοιπόν η αυτάρκεια ύψιστο αγαθό καθώς νοείται ως απόλυτη πληρότητα.
-συγκροτήθηκε για να εξασφαλίζει τη ζωή, την καλή ζωή: Η πόλη-κράτος γεννήθηκε, όπως και η κώμη, για τη διασφάλιση της ζωής, δηλαδή της επιβίωσης. Επιδιώκει όμως και πετυχαίνει το ευ ζην, δηλαδή την ευδαιμονία (καλή ζωή). Με άλλα λόγια η πόλη-κράτος προσφέρει τις δυνατότητες για την ανάπτυξη κάθε ηθικής και πνευματικής δραστηριότητας των πολιτών. Ιδιαίτερα το ευ ζην, η καλή ζωή, συνδέεται με την ενάρετη ζωή. Γι' αυτό και η φροντίδα της ιδανικής πολιτείας πρέπει να είναι η αρετή των πολιτών και η παιδεία τους, που στοχεύει στην αρετή (Πολιτικά,1280b5). Έτσι, μέσω της πόλης, επιτυγχάνεται η ιδανική σύζευξη που επιδίωκε ο Αριστοτέλης, της ηθικής με την πολιτική, αφού και οι δύο έχουν ένα κοινό σκοπό, να αναπτύξουν τις ανώτερες τάσεις του ανθρώπου και να τον καταστήσουν ικανό για την κατάκτηση της αρετής.   
-Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως...οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων...η εξελικτική του πορεία: Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη με έναν υποθετικό συλλογισμό φτάνει ως τις ρίζες της ανθρώπινης φύσης, για να αποδείξει ότι και η γένεση της πόλης-κράτους αποτελεί μία φυσική διεργασία. Δηλώνει λοιπόν ότι, αν οι πρώτες μορφές κοινωνίας είναι φυσικές το ίδιο ισχύει και για την πόλη-κράτος. Η πόλη κράτος είναι ο σκοπός και η ολοκλήρωση εκείνων των πρώτων κοινωνιών. Επομένως, εάν δεχθούμε ως σωστό τον πρώτο συλλογισμό, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε και τον δεύτερο. 
-Η φύση κάθε πράγματος είναι η συγκεκριμένη μορφή που έχει το πράγμα, όταν ολοκληρωθεί η δημιουργία του. Άρα ο Αριστοτέλης την έννοια φυσική ύπαρξη δεν την αναζητά στην προέλευσή της αλλά στην ολοκλήρωση, δηλαδή στην περάτωση της δημιουργίας της. Τα παραδείγματα από την εμπειρία που προσκομίζει κάνουν σαφή τον συλλογισμό του.      
-Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως: Στο σημείο αυτο προστίθεται ένα νέο επιχείρημα στη συλλογιστική διαδικασία που αποβλέπει να αποδείξει ότι: - η πόλη υπάρχει εκ φύσεως - ο άνθρωπος είναι ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικόν ζώον) 
-Ειδικότερα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να αποδείξει την πρώτη θέση, ότι δηλαδή η πόλη είναι φυσική ύπαρξη. Κάθε φυσικό ον, υποστηρίζει, έχει έναν ανώτερο, υψηλό σκοπό. Ο σκοπός αυτός είναι το υπέρτατο αγαθό, το άριστο. Η αυτάρκεια είναι τελικός σκοπός και κάτι το άριστο, άρα κάτι το φυσικό. Επομένως, η πόλη που υφίσταται για την αυτάρκεια είναι φυσική ύπαρξη.
-Οι έννοιες τις οποίες συσχετίζει εδώ ο Αριστοτέλης είναι: πόλη - φύση - τελικός σκοπός - αυτάρκεια - έξοχο (άριστο).
-Με τον τρόπο αυτό ο Αριστοτέλης αποκρούει την άποψη των σοφιστών Λυκόφρονα και Θρασυμάχου ότι ο νόμος και το κράτος αποτελούν προϊόντα συμβατικών ρυθμίσεων, δηλαδή ανθρώπινες παρεμβάσεις στην ελευθερία του κάθε πολίτη, προκειμένου να τον διασφαλίσουν από κάθε είδους προσβολή ή απειλή.
-Επιπλέον δεν φαίνεται να συμφωνεί με το Πρωταγόρα, κατά τον οποίο η γένεση της πολιτικής κοινότητας είναι αποτέλεσμα της ανάγκης να προστατευθεί ο άνθρωπος από τα θηρία ή άλλους κινδύνους.       
-Αντίθετη είναι και η άποψη του Ρουσό σύμφωνα με τον οποίο η πολιτική κοινωνία, το κράτος, δημιουργήθηκε ύστερα από συμφωνία αρχόντων και αρχομένων, ύστερα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο, όχι από τη φύση, αλλά νόμω και θέσει.    
-ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικόν ζώον): Σύμφωνα με τη μέθοδό του να ξεκινά από το γενικό για να φτάσει στο ειδικό, ο Αριστοτέλης, αφού τόνισε ότι η πόλη είναι φυσική ύπαρξη, ισχυρίζεται τώρα ότι ο άνθρωπος, που τη δημιούργησε, είναι από τη φύση του πολιτικόν ζώον. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση την ιδιότητα να ζει μέσα σε μία κοινωνία ανθρώπων, που είναι οργανωμένη με πολίτευμα, νόμους, θεσμούς. Αρχικά χαρακτηρίζεται ζώον και εξισώνεται έτσι με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Με βάση τα βασικά βιολογικά δεδομένα, τα ζώα διακρίνονται, ανάλογα με τον τρόπο διαβίωσής τους, σε αγελαία και μονήρη. Από τα αγελαία άλλα ζουν ως πολιτικά ζώα και άλλα διασκορπισμένα. Πολιτικά είναι τα ζώα που έχουν μια κοινή δραστηριότητα και σ' αυτά ανήκουν ο άνθρωπος, η μέλισσα, η σφήκα, το μυρμήγκι και ο γερανός. Τη διαπίστωση του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος παρουσιάζει εκ γενετής αγελαία χαρακτηριστικά, όπως και τα υπόλοιπα ζώα, έρχονται σήμερα να την επιβεβαιώσουν η επιστήμη της συμπεριφοράς (ηθολογία) και η εθνολογία. Ο άνθρωπος, λοιπόν, ως αγελαίο ζώο έχει από τη φύση του την ιδιότητα να ζει μέσα σε μια κοινωνία ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης τονίζει με έμφαση την κοινωνική ορμή του ανθρώπου προς διαβίωση σε μια πολιτική κοινότητα.
-Αρκετοί μελετητές κατέκριναν την τοποθέτηση αυτή του Αριστοτέλη. Ο Ross λέει ότι "θα ήταν προτιμότερο να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό, που έχει ανάγκη τους συνανθρώπους του όχι μόνο ως απλούς συμπολίτες αλλά για σειρά δραστηριότητες". Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πολιτική αυτή κοινότητα δεν έχουν θέση οι δούλοι κατά τον Αριστοτέλη, γιατί δεν έχουν πολιτειακή οργάνωση, αποτελούν απλώς έμψυχον κτήμα του πολίτη.  
-ο δίχως πόλη άνθρωπος...παθιάζεται με τον πόλεμο: Από τα προηγούμενα συνεπάγεται ότι όποιος αδυνατεί να ζήσει μέσα σε μια πολιτική κοινότητα ή όποιος δεν χρειάζεται μια τέτοια κοινότητα, επειδή είναι αυτάρκης, είναι ή ένα ον που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση (δηλαδή ένας θεός) ή ένας εκφυλισμένος άνθρωπος. Άπολις πιθανότητα είναι ο άνθρωπος που δεν ανήκει σε καμία κοινωνία, ούτε σε οικογένεια ούτε σε κώμη ούτε σε πόλη-κράτος. Ο δίχως πόλη εκ φύσεως είναι όποιος από φυσική διάθεση ή βούληση αποστρέφεται ή εγκαταλείπει την πολιτειακά οργανωμένη κοινωνία και όχι από κάποια τυχαία συγκυρία. Τέτοια περίπτωση είναι εκείνη του εξόριστου, του φυλακισμένου ή όποιου του καταστράφηκε η πόλη και ζει μακριά από τους συμπολίτες του. Όποιος λοιπόν είναι εκ φύσεως δίχως πόλη ή είναι ατελής και κατώτερος άνθρωπος ή είναι μία ύπαρξη ανώτερη από άνθρωπο. Όπως λέει πιο κάτω ο Αριστοτέλης (1253a27-30) αυτός που αδυνατεί να ζήσει στην πολιτειακά οργανωμένη κοινωνία ή αυτός που δεν τη χρειάζεται, γιατί είναι αυτάρκης, είναι ή θεός ή άγριο θηρίο. 
-Η φράση ‘άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό’ είναι από την Ιλιάδα. Αυτά τα λόγια τα είπε ο Νέστορας στον Διομήδη, για να χαρακτηριστεί καθέναν που επιθυμεί τον εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται για έναν άνθρωπο στο πρόσωπο του οποίου βλέπει κανείς τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης. Το βαθύτερο νόημα των λόγων του Αριστοτέλη είναι ότι όποιοι βγαίνουν έξω από την πολιτειακά οργανωμένη κοινωνία, στην οποία εκ φύσεως ανήκουν, γίνονται επικίνδυνοι για τους άλλους ανθρώπους. Ένας τέτοιος άνθρωπος, δηλαδή ένας απολιτικός άνθρωπος, αποκαλείται από τον Αριστοτέλη και πολέμου επιθυμητής. Όπως προκύπτει μάλιστα από τα συμφραζόμενα, έναν τέτοιον άνθρωπο τον συγκρίνει ο Αριστοτέλης με τις βιολογικές τερατογενέσεις που μπορεί να υπάρχουν στη φύση 
-Με όλη αυτή την επιχειρηματολογία του για τον απολιτικό άνθρωπο ο Αριστοτέλης αποκρούει "την άποψη των κυνικών φιλοσόφων ότι ο σοφός άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται  να είναι πολίτης μιας χώρας, αλλά μόνο του κόσμου - μια άποψη η οποία τροφοδοτήθηκε από την απογοήτευση που κυριάρχησε στην Ελλάδα μετά την ήττα της Χαιρώνειας". 
-Τόσο ο Πρωταγόρας μέσω του μύθου όσο και ο Αριστοτέλης στην προσπάθειά του να καταγράψει και να ερμηνεύσει τα πολιτεύματα, αναπτύσσουν τις απόψεις τους για τη συγκρότηση πόλεων, με τρόπο, όμως, διαφορετικό ο καθένας. Αρχικά, ο σοφιστής θεωρεί ότι οι άνθρωποι τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας τους ζούσαν σποραδικά και ότι οι πόλεις συγκροτηθήκαν μεταγενέστερα με το πέρασμα του χρόνου και εξαιτίας της ανάγκης που παρουσιάστηκε να προστατευτούν από τα άγρια θηρία. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ‘ότι ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν καί κοινωνικόν ζῶον’, δηλαδή από την πρώτη στιγμή της γέννησής του ένιωσε την ανάγκη να ενταχθεί σε πόλεις. Επομένως, η πόλη ως ιδέα προϋπήρχε στη φύση σε σχέση με τον άνθρωπο. 
-Συμφωνεί με τον Πλάτωνα: ο άνθρωπος από μόνος του δεν είναι αυτάρκης, γι’αυτό οι άνθρωποι συνιστούν πόλεις.
-Ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, είναι ον από τη φύση του πλασμένο να ζει μέσα σε μια κοινωνία οργανωμένη με πολίτευμα και νόμους.


ΕΝΟΤΗΤΑ 13η (Α 2, 10-13) Ο ανθρώπινος λόγος η πιο μεγάλη απόδειξη ότι ο άνθρωπος  είναι από τη φύση του ζῷον πολιτικὸν

Είναι, νομίζω, φανερό γιατί ο άνθρωπος είναι πολιτικὸν ζῷον περισσότερο απ' ό,τι οι μέλισσες ή τα άλλα αγελαία ζώα: Όπως έχουμε ήδη πει πολλές φορές, η φύση δεν κάνει τίποτε δίχως λόγο και χωρίς αιτία. Ας προσέξουμε ύστερ' απ' αυτό ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που είναι εφοδιασμένο με την ικανότητα του λόγου. Η απλή φωνή δεν εκφράζει, ως γνωστόν, παρά μόνο τη λύπη και την ευχαρίστηση· γι' αυτό και υπάρχει σε όλα τα ζώα· η φύση τους έδωσε, πράγματι, όλη κι όλη αυτή την ικανότητα, να αντιλαμβάνονται το δυσάρεστο και το ευχάριστο και αυτά να τα κάνουν φανερά το ένα στο άλλο· του λόγου όμως ο προορισμός είναι να κάνει φανερό τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό και, άρα, τι είναι δίκαιο και τι άδικο· αυτό είναι, πράγματι, που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα: μονάχα αυτός αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και όλα τα άλλα παρόμοια πράγματα —και, φυσικά, η συμμετοχή σε όλα αυτά είναι που κάνει την οικογένεια και την πόλη. Ώρα όμως να προσθέσουμε και κάτι άλλο στον λόγο μας: Στην τάξη της φύσης η πόλη προηγείται από την οικογένεια κι απ' τον καθένα μας ως άτομο· ο λόγος είναι ότι το όλον αναγκαστικά προηγείται του μέρους· πραγματικά, αν πάψει να υπάρχει το σώμα ως σύνολο, δεν θα υπάρχει πια ούτε πόδι ούτε χέρι παρά μόνο ως (ίδια) λέξη, όπως, ας πούμε, αν μιλούμε για πέτρινο χέρι (θα είναι, πράγματι, κάτι σαν αυτό, αν μια φορά πεθάνει): όλα τα πράγματα είναι αυτό που λέμε ότι είναι, αν τα κρίνουμε με κριτήριο τη λειτουργία και τις ιδιότητές τους· από τη στιγμή, επομένως, που θα πάψουν να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα πρέπει πια να λέμε ότι είναι ό,τι ήταν πριν, αλλ' ότι απλώς εξακολουθούν να λέγονται ακόμη με την ίδια λέξη. Είναι φανερό λοιπόν α) ότι η πόλη ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, β) ότι προηγείται από το κάθε επιμέρους άτομο. Γιατί αν είναι αλήθεια ότι ο καθένας μας χωριστά δεν είναι αυτάρκης, γίνεται λογικά φανερό ότι το κάθε μεμονωμένο άτομο θα βρεθεί στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρίσκονται, γενικά, τα μέρη προς το όλον· από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ζει μαζί με άλλους σε κοινότητα, ο άνθρωπος που λόγω αυτάρκειας αισθάνεται πως δεν του λείπει τίποτε, αυτός ο άνθρωπος δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μέρος της πόλης —ένας τέτοιος όμως άνθρωπος είναι, τότε, ή ζώο ή θεός.

Σχόλια
Θέμα: α.) ο λόγος ως αποδεικτικό στοιχείο της θέσης ότι ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν β) η πόλη προϋπόθεση για την ύπαρξη των μελών της. 
Δομή: α) 1. η φωνή των ζώων και ο λόγος του ανθρώπου  2. η λειτουργία του λόγου β)  1. το παράδειγμα με το σώμα – επιχειρηματολογία 2. παράθεση δύο παραδειγμάτω  3. πρόσθετο επιχείρημα 

-Χρησιμοποιεί τη γενετική μέθοδο.  
-Αξιολογική κλίμακα: Δίκαιο – άδικο, Ωφέλιμο – βλαβερό, Ευχάριστο – δυσάρεστο
-Συλλογιστική πορεία: Π1: η φύση έδωσε στον άνθρωπο το λόγο, με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται το ωφέλιμο και το βλαβερό, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο. Π2: το ωφέλιμο και το βλαβερό, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο είναι τα στοιχεία των οποίων η συνύπαρξη δημιουργεί την πολιτική κοινωνία. Συμπέρασμα: Αφού η φύση έδωσε στον άνθρωπο το εργαλείο (τον λόγο) για να ζει σε πολιτική κοινωνία, αυτός είναι εκ φύσεως πολιτικό ζώο. Π1: στην τάξη της φύσης το όλον προηγείται του μέρους Π2: η πόλις είναι ένα όλον και τα μέρη της είναι η οικογένεια, η κώμη και το κάθε επιμέρους άτομο. Συμπέρασμα: Η πόλις αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη των μερών της.
-Λόγος: διττή σημασία: α) ο έναθρος λόγος και β) η λογική σκέψη
-Πέρα από την αντίθεση που υπάρχει με τον Πρωταγόρα στον μύθο (ενότητα 4η), όπου ο σοφιστής αφηγούνταν ότι οι άνθρωποι συνέστησαν πολιτείες μόνο μετά την παρέμβαση του Δία, υπάρχει κι ένα κοινό στοιχείο: και στους δύο είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ανθρώπου στη δικαιοσύνη για να μπορέσει να οργανωθεί σε πολιτικές κοινωνίες. (βλ.σχόλιο σελ. 188- η συμμετοχή σε όλα αυτά είναι που κάνει την οικογένεια και την πόλη)


ΕΝΟΤΗΤΑ 14η (Α 2, 15-16) Χωρίς αρετή και δικαιοσύνη ο άνθρωπος είναι το αγριότερο ζώο

Είναι φυσική λοιπόν η τάση του ανθρώπου να συνυπάρχει μαζί με άλλους σε μια τέτοια κοινωνία. Κι εκείνος όμως που πρώτος τη συγκρότησε, υπήρξε ένας από τους πιο μεγάλους ευεργέτες του ανθρώπου. Γιατί όπως ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από όλα τα όντα όταν φτάνει στην τελειότητά του, έτσι όταν σπάζει τη σχέση του με τον νόμο και τη δικαιοσύνη γίνεται το χειρότερο από όλα. Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορο και πιο ολέθριο πράγμα από την αδικία που διαθέτει όπλα. Ο άνθρωπος, από την άλλη, γεννιέται εφοδιασμένος από τη φύση με όπλα για να υπηρετήσει τη φρόνηση και την αρετή, που όμως μπορεί να τα χρησιμοποιήσει εξ ολοκλήρου και για αντίθετους σκοπούς. Γι' αυτό ο δίχως αρετή άνθρωπος είναι από όλα τα όντα το πιο ανόσιο και το πιο άγριο, το χειρότερο από όλα στις ερωτικές απολαύσεις και στις απολαύσεις του φαγητού. Η δικαιοσύνη είναι στοιχείο συστατικό της πόλης· είναι αυτό που συγκρατεί την τάξη στην πολιτική κοινωνία.

Σχόλια
Θέμα: Οι ολέθριες επιπτώσεις που έχει για την κοινωνία η χρήση των φυσικών εφοδίων του ανθρώπου από όσους είναι χωρίς αρετή και άδικοι 
Δομή: Α. Φυσική τάση του ανθρώπου να συνυπάρχει με τους άλλους Β. Η χρήση των εφοδίων του ανθρώπου: 1. Στόχος των εφοδίων η υπηρέτηση της δικαιοσύνης και της αρετής. 2. Ολέθρια αδικία με την κακή χρήση τους. Γ. Η αξία της δικαιοσύνης για την πόλιν   

-Βασικό θέμα της ενότητας αυτής είναι οι καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες, της μη απόκτησης της αρετής της δικαιοσύνης. Χωρίς αυτήν την αρετή, η οποία αποτελεί την κορωνίδα όλων, κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι το αγριότερο από όλα τα ζώα, επειδή είναι το καλύτερα προικισμένο από τη φύση. Διαθέτει το λόγο, δηλαδή τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται έννοιες ανώτερες, όπως αυτή της δικαιοσύνης, και να εκφράζει τις σκέψεις του στους συμπολίτες του σχετικές με αυτές. Το χάρισμα αυτό, λοιπόν, τον διαφοροποιεί και το κάνει να υπερέχει από τα άλλα ζώα, τα οποία διαθέτουν απλώς την ικανότητα να εκφράζουν τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα συναισθήματα. Ωστόσο, θα πρέπει να σταθούμε στο σημείο στο οποίο ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από όλα τα ζώα μόνο όταν φτάσει στην τελείωσή του. Φυσικά, όπως υποστήριξε και στα «Ἠθικὰ Νικομάχεια», το στοιχείο εκείνο που τον οδηγεί στη φυσική του ολοκλήρωση είναι αρετή. Η απόκτησή της του επιτρέπει να ανταποκριθεί στο φυσικό του προορισμό, που δεν είναι άλλος από την συμβίωση με συνανθρώπους του σε πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, που κοσμούνται από την αρετή της δικαιοσύνης και έχουν κατακτήσει το υπέρτατο αγαθό, την ευδαιμονία. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, αποτελεί προϋπόθεση απαραίτητη για την απόδειξη της υπεροχής του ανθρώπου έναντι των άλλων ζώων, για την ολοκλήρωσή του ως φυσικού όντος, που λειτουργεί χρησιμοποιώντας τη λογική σκέψη, και για τη δημιουργία εύρυθμων και εύνομων – βιώσιμων κοινωνιών. Η απουσία της δικαιοσύνης αλλοτριώνει τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα αχρείο ον, χειρότερο από όλα όσα υπάρχουν, αφού το όπλο με το οποίο τον εφοδίασε η φύση, το χρησιμοποιεί με παράλογο και ανήθικο τρόπο, προβαίνοντας σε επιζήμιες και ολέθριες, για τον ίδιο και την κοινωνία, πράξεις. Από όλα αυτά καθίσταται σαφές γιατί ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά», το οποίο έχει ως αντικείμενο την πόλη, την πολιτική οργάνωση, τα πολιτεύματα κ.λπ. κάνει λόγο για την αρετή της δικαιοσύνης. Πίστευε ότι για να μπορέσει να υπάρξει και να λειτουργήσει σωστά μια πόλη – κράτος, θα πρέπει τα μέλη της, τα οποία την συγκροτούν, να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη. Χωρίς αυτήν κάθε συζήτηση για την πολιτεία δεν έχει κανένα νόημα.
-Στις ενότητες 11-14, ο Αριστοτέλης ακολουθεί τη γενετική μέθοδο για να δείξει τον τρόπο δημιουργίας της πόλης-κράτους. Αυτή είναι ‘τέλεια’, δηλαδή βρίσκεται στο ‘τέλος’ (σκοπός) ενός εξελικτικού κύκλου (οἶκος – κώμη – πόλις). 
-Εξ αντιθέτου αιτιολόγηση: μιλά για τα κακά της αδικίας, για να μας δείξει την αξία της δικαιοσύνης.
-Είναι φυσική τάση του ανθρώπου να συνυπάρχει με τους άλλους.
-Ο άνθρωπος γεννιέται εφοδιασμένος από τη φύση με όπλα ( με τον λόγο και τα πάθη), για να υπηρετήσει τη φρόνηση και την αρετή, οι οποίες στηρίζουν την κοινωνία. 
-Τα όπλα αυτά, αν λείπει η φρόνηση και η αρετή, μπορεί ο άνθρωπος να τα χρησιμοποιήσει για κακούς σκοπούς και τότε γίνεται το πιο άγριο και το επικίνδυνο από όλα τα ζώα.
-Συστατικό στοιχείο της πόλης είναι η δικαιοσύνη, που συγκρατεί την τάξη. 
-Ο Αριστοτέλης στη 14η ενότητα των ‘Πολιτικών’ εξηγεί πως ο άνθρωπος διαθέτει φυσικά όπλα, τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσει στα πλαίσια του νόμου και της δικαιοσύνης για να αποβούν ευεργετικά και ωφέλιμα σε όλους. Συνιστά, λοιπόν, κοινή διαπίστωση και θέση όλων πως η δικαιοσύνη είναι το βασικό συστατικό για τη συγκρότηση πόλεων και το στοιχείο εκείνο που συμβάλλει στην εξέλιξη του πολιτισμού


ΕΝΟΤΗΤΑ 15η  (Γ 1, 1-2) Ο πολίτης είναι το συστατικό στοιχείο της πόλης

Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ' οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον· τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. Ἐπεὶ δ' ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ' ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.

Μετάφραση
Όποιος ασχολείται με το θέμα του τρόπου διακυβέρνησης μιας πόλης και ψάχνει να βρει ποια είναι η ουσία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κάθε επιμέρους τρόπου διακυβέρνησης, το πρώτο σχεδόν που πρέπει να εξετάσει είναι να δει τι είναι άραγε μια πόλη. Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές γνώμες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Άλλοι λένε πως την τάδε συγκεκριμένη πράξη την έκανε η πόλη, άλλοι λένε ότι, όχι, δεν την έκανε η πόλη, αλλά ή τάδε συγκεκριμένη ολιγαρχική «κυβέρνηση» ή ο τάδε συγκεκριμένος τύραννος. Έπειτα βλέπουμε ότι η όλη η δραστηριότητα του πολιτικού ή του νομοθέτη έχει να κάνει με την πόλη. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων (μοιάζει δηλαδή με όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη), είναι φανερό ότι πριν από οτιδήποτε άλλο πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης, αφού η πόλη δεν μπορεί να είναι παρά ένα πλήθος πολιτών. Για το περιεχόμενο, πράγματι, της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες• δεν υπάρχει δηλαδή ομοφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης: αυτός που είναι πολίτης σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι πολίτης σ’ ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.

Σχόλια
Θέμα: Η επισήμανση της ανάγκης για διερεύνηση των εννοιών της πόλης και του πολίτη στο πλαίσιο της διερεύνησης της έννοιας του πολιτεύματος. 
Δομή: Α.Οι λόγοι για την εξέταση της έννοιας πόλις (εννοώντας την πόλη-κράτος)  1. Διχογνωμία ως προς την ουσία της έννοιας κράτος 2. Κατανόηση του τρόπου δράσης του πολιτικού και του νομοθέτη  3. Κατανόηση της οργάνωσης του κράτους σε σχέση με το πολίτευμα  Β. Οι λόγοι για την εξέταση της έννοιας πολίτης  1. Ο πολίτης είναι μέρος του όλου( της πόλις)  2. Ανυπαρξία ομοφωνίας για τον ορισμό της έννοιας πολίτης

-Η πόλη δεν είναι απλώς το άθροισμα των πολιτών, είναι ένα οργανωμένο σύνολο, οδηγεί τους πολίτες.
-Άλλο πολίτης (έχει την εξουσία) κι άλλο υπήκοος (ανήκει στην εξουσία των άλλων)
- Όποιος εξετάζει το πολίτευμα πρέπει να δει τι είναι το κράτος
-Αυτό πρέπει να γίνει για τρεις λόγους: α) Δεν συμφωνούν όλοι για τη φύση του κράτους. Και αυτό γίνεται φανερό όταν ψάχνουν να βρουν ποιος ευθύνεται για μια πολιτική πράξη, το κράτος ή το συγκεκριμένο καθεστώς που υπήρχε την εποχή της πράξης. Φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα », που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος – αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας». β) Η δραστηριότητα του νομοθέτη και του πολιτικού αναφέρεται ολοφάνερα στο κράτος. Είμαστε επομένως υποχρεωμένοι να καταλάβουμε τι είναι το κράτος για να καταλάβουμε αυτή τη δραστηριότητα. γ) Ο τρόπος διακυβέρνησης είναι ένα σύστημα που αναπτύχθηκε για να ρυθμίσει την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ των μερών, (δηλ. των κατοίκων), ενός συνθέτου συστήματος, (δηλ. της πόλης). Πρέπει λοιπόν πρώτα να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, αν είναι να καταλάβουμε το σύστημα διακυβέρνησης. 
-Όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη είναι σχετική με το κράτος 
-Για να εξετάσουμε την έννοια κράτος (το όλον δηλαδή), πρέπει πρώτα να ψάξουμε να βρούμε τι είναι πολίτης, γιατί το κράτος είναι ένα σύνολο από πολίτες. 
-Δε συμφωνούν όλοι για το περιεχόμενο της έννοιας πολίτης
-Ενώ μέχρι την ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τη λεγόμενη «γενετική» μέθοδο, τη μέθοδο διερεύνησης δηλαδή βάση της οποίας είναι το ερώτημα «Πώς γεννήθηκε η πόλις;», εδώ χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο∙ προσπαθεί δηλαδή να βρει τα συστατικά στοιχεία (τον πολίτη εδώ) ενός πράγματος (της πόλις εδώ), με την ελπίδα ότι, αν διακρίνει καθαρά και καταλάβει εκείνα, θα μπορέσει να έχει τον ορισμό και του πράγματος που δεν είναι παρά μια σύνθεση εκείνων. Γι’αυτό γράφει εδώ ότι για να κατανοήσουμε τι σημαίνει πόλις, επειδή η πόλις ανήκει στις σύνθετες έννοιες («ἡ πόλις τῶν συγκειμένων»), πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τι σημαίνει πολίτης(«πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος»), αφού η πόλις είναι τελικά ένα άθροισμα πολιτών («γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν»). Εδώ, δηλαδή, ζητάμε να μάθουμε τί είδους ύπαρξη είναι μια πόλη, ποια είναι η ταυτότητά της, η ενοποιητική αρχή της· τί κάνει την πόλη να είναι ενιαία οντότητα. Επομένως, απαιτείται ορισμός όχι με το «γένος» και την «ειδοποιό διαφορά» της πόλης, αλλά με την «ύλη» και το «είδος» (τη «μορφή»), δηλαδή ο ορισμός που εξηγεί πώς συνέχονται τα συστατικά μέρη σε μια ολότητα ενιαία (όπου ύλη, δηλαδή τα συστατικά στοιχεία, είναι οι πολίτες, μορφή ή είδος είναι η δομική σχέση που τους ενοποιεί, ενώ η σύνθεση είναι η ενιαία πόλη).


ΕΝΟΤΗΤΑ 16η (Γ 1, 3-4/6/ 12) Ο πολίτης ορίζεται από τη συμμετοχή στην πολιτική και δικαστική εξουσία

Ὁ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ' οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)·... πολίτης δ' ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς. ... Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.

Μετάφραση
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης μόνο και μόνο γιατί είναι εγκαταστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (μήπως και οι μέτοικοι και οι δούλοι δε μοιράζονται με τους πολίτες ένα κοινό τόπο;)• ούτε πάλι είναι πολίτες αυτοί που από όλα τα πολιτικά δικαιώματα έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στα δικαστήρια και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (το δικαίωμα αυτό το έχουν και κάποιοι άλλοι, χάρη σε ειδικές συμφωνίες). [...] Με το πιο αυστηρό νόημα της λέξης τίποτα άλλο δεν ορίζει τόσο τον πολίτη όσο η συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα. [...] Από όλα αυτά γίνεται φανερό τι είναι ο πολίτης: αυτόν που έχει τη δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία τον λέμε πια πολίτη της συγκεκριμένης πόλης• πόλη τότε είναι, για να το πούμε με τον πιο γενικό τρόπο, ένας αριθμός τέτοιων ατόμων, τόσος ώστε να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια στη ζωή τους.

Σχόλια
Θέμα: ο ορισμός της έννοιας του πολίτη 
Δομή: Στοιχεία που συνιστούν την έννοια πολίτης Γνωρίσματα που αποδίδονται στην έννοια πολίτης Γνωρίσματα της έννοιας πόλις 

-Την ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα δεν είχαν: οι μέτοικοι και οι δούλοι («ὁ δὲ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν» = κριτήριο για τον πολίτη δεν είναι το ότι ζει σ’ένα συγκεκριμένο τόπο), όυτε οι κάτοικοι με μοναδικό δικαίωμα να συμμετέχουν στις δικαστικές λειτουργίες ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες («οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι»), ούτε τα παιδιά, οι εξόριστοι και οι γέροντες. 
-Αναφέρεται σε δύο χαρακτηριστικά, δύο ιδιότητες, που τελικά δεν μπορούν να είναι ιδιότητες ουσίας ώστε να ορισθεί κάποιος πολίτης. Πρόκειται για την εγκατάσταση σε ένα κοινό τόπο –το διαθέτουν και οι μέτοικοι και οι δούλοι- και το πολιτικό δικαίωμα της συμμετοχής στα δικαστήρια με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένο υ· το δικαίωμα αυτό έχουν αποκτήσει και άλλοι με ειδικές συμφωνίες. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί εδώ το σχήμα άρσης και θέσης, γνωστό κι από τα δημοτικά τραγούδια, πρώτα δηλαδή εξηγεί τι δεν ορίζει τον πολίτη κι έπειτα καταλήγει στον ορισμό. Το σχήμα αυτό είναι μάλιστα τριαδικό, όπως και στα δημοτικά. 
-Τα «σύμβολα» ήταν ειδικές συμφωνίες, κυρίως εμπορικές. Σε άλλο σημείο του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών (1280a 35) ο Αριστοτέλης κάνοντας πάλι αναφορά στα «σύμβολα» φέρνει ως παράδειγμα τους Τυρρηνούς και τους Καρχηδονίους, οι οποίοι ενώνονταν με εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες. Αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία ως πολίτες. Ωστόσο, οι οικονομικές συμφωνίες και εμπορικές συμβάσεις ανάμεσα στις πόλεις προστατεύονταν από νόμους που επέτρεπαν σε κάποιον να παρουσιαστεί ως διάδικος στο δικαστήριο χωρίς να είναι πολίτης της συγκεκριμένης πόλης. 
-Ορισμός του πολίτη: Πολίτης είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία ενός κράτους.(« πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς»). Ο ορισμός αποδίδει την ίδια την ουσία της πόλης, γιατί η πόλη είναι συμβιωτική κοινότητα που διέπεται από σχέσεις εξουσίας μεταξύ των μελών της με το εξής όμως γνώρισμα: η εξουσία ασκείται μεταξύ ίσων. Ο πολίτης, το ίδιο και όλοι οι άλλοι, έχει κάποια μορφή βουλευτικής και δικαστικής εξουσίας στην πόλη. Ανεξάρτητα από το είδος του πολιτεύματος, πολίτης είναι αυτός που αναδέχεται κάποια δικαστική ή βουλευτική εξουσία, αλλά οι συνθήκες για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη μεταβάλλονται ανάλογα με τα πολιτεύματα. Οι πολίτες είναι εξ ορισμού ελεύθεροι, γιατί υπάρχουν και πράττουν για χάρη του εαυτού τους και όχι για χάρη άλλων. Υπάρχουν και πράττουν για χάρη της ευδαιμονίας τους που αποτελεί τον τελικό σκοπό της ύπαρξης της πόλης. Εν ολίγοις, ο «αριστοτελικός» πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική αρχή. Αυτή η συμμετοχή παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο ως το σπουδαιότερο δικαίωμά του, διότι χάρη σε αυτό ο πολίτης διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα, πολιτεύεται. Ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στο σύνολο σχεδόν των λειτουργιών της πόλης - κράτους. Φυσικά, ο φιλόσοφος αναφέρεται στην πόλη της δημοκρατικής Αθήνας, την πόλη της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και σε όσες πόλεις-κράτη είχαν παρόμοια πολιτεύματα, γιατί σε πολιτεύματα ολιγαρχικά ή τυραννικά, όπως αυτά της Σπάρτης και της Κρήτης δεν είχαν όλοι οι πολίτες το δικαίωμα να συμμετέχουν στις λειτουργίες του κράτους. 
- Ορισμός της πόλης: Κράτος(πόλις) είναι το σύνολο από τέτοια άτομα (πολίτες), που είναι αρκετό για να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια στη ζωή τους. (« πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς»).
-Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν». Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής πράξης των πολιτών. Έτσι, ο Αριστοτέλης προοικονομεί τη συνέχεια των αναλύσεών του, όπου θα εκθέσει τις απόψεις του για την ποιότητα του πολίτη και του πολιτικού και για τα γνωρίσματα του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού άρχοντα.
-Σε άλλο σημείο των Πολιτικῶν (1328b 16) ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι: «ἡ … πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν ἀλλὰ πρὸς ζωὴν αὔταρκες,…ἐὰν δέ τι τυγχάνῃ τούτων ἐκλεῖπον, ἀδύνατον ἁπλῶς αὐτάρκη τὴν κοινωνίαν εἶναι ταύτην», και, όπως ήδη έχει αναφέρει στη 12η ενότητα, η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς. 
-Ο κατ’εξοχήν πολίτης ορίζεται μόνο μέσα σε δημοκρατικό πολίτευμα. 
-Η πόλη είναι ένας, όχι τυχαίος αριθμός ατόμων που συμμετέχουν στη δικαστική και πολιτική εξουσία, αλλά τόσος, ώστε να εξασφαλίζει μια αυτάρκεια στη ζωή τους. Αν κάτι λείπει από αυτά, είναι τελείως αδύνατο η κοινωνία αυτή να είναι αυτάρκης. 
-Η συμμετοχή στη δικαστική εξουσία δείχνει προχωρημένο επίπεδο πολιτισμού – ο πολίτης μπορεί να βρίσκει το δίκαιο (το αίσθημα του δικαίου είναι έμφυτο) μέσα από τους νόμους, μπορεί να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη. Η συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες είναι, κατά τον Αριστοτέλη, απολύτως σημαντική για τον ορισμό της έννοιας «πολίτης». Και ο ίδιος ο Πλάτωνας, άλλωστε, τόνιζε στους Νόμους ότι η μη συμμετοχή σε αυτές ισοδυναμούσε με μη συμμετοχή στο σύνολο των λειτουργιών της πόλης («ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως οὐ μέτοχος εἶναι» 768b 2). Μια πόλη με σωστό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που λειτουργεί με ορθούς νόμους, αμεροληψία και ελευθερία, διαφυλάσσει τα δικαιώματα των πολιτών (την ισονομία, την ισηγορία και την παρρησία), συμβάλλει στην αποφυγή κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών, και εξασφαλίζει ηρεμία, γαλήνη, ασφάλεια και κατ’ επέκταση την ευδαιμονία, που είναι και ο ύψιστος σκοπός της πόλης. Όλα αυτά όμως μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις δικαστικές λειτουργίες.


ΕΝΟΤΗΤΑ 17η (Γ 7. 1-3/ 5) Τα ορθά πολιτεύματα και οι παρεκκλίσεις από αυτά

Ύστερα από όσα είπαμε δίνοντας όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις για τα θέματα που μας απασχόλησαν, σειρά στη διερεύνησή μας έχει τώρα το θέμα των πολιτευμάτων, να δούμε πόσα είναι και ποια η φύση του καθενός τους. Και πρώτα, βέβαια, τα ορθά· γιατί οι παρεκκλίσεις και οι διαστρεβλώσεις θα γίνουν φανερές μόλις θα έχουν καθοριστεί τα ορθά πολιτεύματα. Επειδή όταν λέμε "πολίτευμα" εννοούμε "αρχή, το σώμα δηλαδή που ασκεί τη διακυβέρνηση στην πόλη", και η "κυβέρνηση" είναι η ύψιστη αρχή στις πόλεις, αναγκαστικά η ύψιστη αρχή θα είναι ή ένα μόνο άτομο ή λίγα άτομα ή το σύνολο των πολιτών. Όταν λοιπόν ο ένας ή οι λίγοι ή το πλήθος ολόκληρο ασκούν την εξουσία για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί παρά να είναι ορθά· όταν, αντίθετα, η εξουσία ασκείται για την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερου συμφέροντος είτε του ενός είτε των λίγων είτε του πλήθους, τα πολιτεύματα αυτά είναι παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις των ορθών. Γιατί ή το όνομα του πολίτη δεν πρέπει να δίνεται σε ανθρώπους που είναι κατά το πολίτευμα μέλη της πόλης (ενν. μια και δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματά τους), ή (ενν. αν τους δίνεται το όνομα του πολίτη) πρέπει να έχουν το μερτικό τους στα πλεονεκτήματα που ανήκουν στα μέλη της πόλης. Συνηθίζουμε λοιπόν να ονομάζουμε: "βασιλεία" τη μοναρχία που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον και "αριστοκρατία" το πολίτευμα στο οποίο τη διακυβέρνηση ασκούν λίγα (περισσότερα του ενός) άτομα (το όνομα οφείλεται είτε στο ότι κυβερνούν οι άριστοι είτε στο ότι ασκούν την εξουσία αποβλέποντας σε ό,τι είναι άριστο για την πόλη και για τα μέλη της)· όταν, τέλος, κυβερνά ο λαός αποβλέποντας στο κοινό συμφέρον, αυτό το πολίτευμα (στα αρχαία ελληνικά: αυτή η πολιτεία) πήρε το όνομα "πολιτεία", μια λέξη που είναι κοινή για όλα τα πολιτεύματα (στα αρχαία ελληνικά: για όλες τις πολιτείες). ... Παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις των πολιτευμάτων που αναφέραμε είναι: της βασιλείας η "τυραννία", της αριστοκρατίας η "ολιγαρχία", της πολιτείας η "δημοκρατία". Η τυραννία είναι, πράγματι, μια μοναρχία που υπηρετεί το συμφέρον του μονάρχη, η ολιγαρχία υπηρετεί το συμφέρον των πλουσίων και η δημοκρατία το συμφέρον των απόρων, κανένα όμως από τα πολιτεύματα αυτά δεν υπηρετεί το συμφέρον του συνόλου των πολιτών.

Σχόλια
Θέμα: Ο αριθμός των πολιτευμάτων και η φύση του καθενός 
Δομή: α. προβολή του θέματος β. πολίτευμα- «κυβέρνηση» γ. κριτήριο για τη διάκριση των πολιτευμάτων σε ορθά και παρεκκλίσεις τους το συμφέρον όλων των πολιτών δ. τα ορθά πολιτεύματα (βασιλεία, αριστοκρατία, ‘πολιτεία’) ε. παρεκκλίσεις των ορθών πολιτευμάτων (τυραννία, ολιγαρχία, ‘δημοκρατία’)

-Πολιτεία και πολίτευμα είναι το ίδιο (αφού τη μορφή της πολιτείας την προσδιορίζουν το περιεχόμενο, η οργάνωση και η λειτουργία του πολιτεύματος) 
-Πολίτευμα= ο τρόπος με τον οποίο κυβερνιέται μια πόλη, η ύψιστη αρχή στις πόλεις∙ και ο φορέας της ύψιστης αρχής, ο οποίος ασκεί την εξουσία, είναι είτε ένα πρόσωπο, είτε λίγα πρόσωπα, είτε το σύνολο των πολιτών.
ΟΡΘΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ ΠΑΡΕΚΒΑΣΕΙΣ
1. βασιλεία→ κυβερνά ένας → στόχος το κοινό συμφέρον // τυραννίδα→ κυβερνά ένας → στόχος το προσωπικό του → συμφέρον 
2. αριστοκρατία→ κυβερνούν λίγοι → στόχος το κοινό συμφέρον  // ολιγαρχία→ κυβερνούν λίγοι → στόχος το συμφέρον των λίγων(των πλουσίων) 
3. ‘πολιτεία’→ κυβερνά ο λαός → στόχος το κοινό συμφέρον  // ‘δημοκρατία’→ κυβερνάει ο λαός → στόχος το συμφέρον  των απόρων
-Τα κριτήρια που εφαρμόζει ο Αριστοτέλης για τη ταξινόμηση των πολιτευμάτων διακρίνονται σε ποσοτικά, ποιοτικά και ταξικά. Συγκεκριμένα, σε πρώτο στάδιο αναφέρει ότι η εξουσία ασκείται είτε από ένα πρόσωπο είτε από λίγα είτε από πολλά. Επομένως, χωρίς να προβαίνει σε κάποια αξιολογική εκτίμηση, μας λέει ότι ο αριθμός των αρχόντων είναι καθοριστικός για τη μορφή του πολιτεύματος. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ορίζει ως παράγοντα διάκρισης και αξιολογικής ιεράρχησης τον στόχο του κάθε πολιτεύματος. Ο στόχος στο σημείο αυτό ταυτίζεται με το συμφέρον, στη εξυπηρέτηση του οποίου προσβλέπει ο άρχων ή οι άρχοντες. Έτσι, προκύπτουν πολιτεύματα ορθά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συμμετεχόντων στην εξουσία, και πολιτεύματα που αποτελούν παρεκβάσεις των ορθών. Τα ορθά πολιτεύματα εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία), ενώ οι παρεκβάσεις τους το ατομικό ή το συμφέρον των λίγων. Τελευταία, και όχι τόσο ευδιάκριτη, είναι η ταξική διάκριση, που αφορά στις παρεκβάσεις των ορθών πολιτευμάτων: την τυραννία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία. Κρίνοντας από το όνομα των πολιτευμάτων αυτών, συμπεραίνουμε ότι το πρώτο αποσκοπεί στην ικανοποίηση του συμφέροντος του ενός, το δεύτερο των λίγων, ενώ το τρίτο του δήμου, των πολλών. Όμως, επειδή σε κάθε πολιτεία οι πλούσιοι αποτελούν μειοψηφία έναντι των πολλών που υπερτερούν αριθμητικά, η οικονομική κατάσταση, δηλαδή η κοινωνική τάξη στη οποία ανήκουν οι άρχοντες και οι επιδιώξεις τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη διάκριση των πολιτευμάτων. 
-οι «ἄριστοι»: Κατά τον Αριστοτέλη, οι άριστοι ορίζονται με βάση την παιδεία, τη μόρφωση που έχουν, η οποία είναι σύμφωνη με τον νόμο («ὑπὸ τοῦ νόμου κειμένη»). Επομένως, η αριστοκρατία στηρίζεται στην «κατ’ ἀρετὴν» υπεροχή όχι του ενός, όπως στη βασιλεία, αλλά περισσοτέρων. Σύμφωνα με την πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη η αριστοκρατία περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες πολιτών: τους εύπορους, τους άπορους και τους «κατ’ ἀρετὴν διαφέροντες». Όταν υπερέχει το τελευταίο στοιχείο, τότε η αριστοκρατία πλησιάζει στην ιδανική πολιτεία και στόχος της είναι το κοινό καλό (Πολιτικά 1293b και 1307a 9).
-Τον όρο «πολιτεία» τον συναντάμε τον 4ο π.Χ. αιώνα να χρησιμοποιείται κι από άλλους, πέραν του Αριστοτέλη, συγγραφείς, ιδίως ρήτορες. Δηλώνονταν μ’ αυτόν είτε τα μη μοναρχικά πολιτεύματα είτε η θετική εκδοχή της δημοκρατίας. Εκτροπή αυτού του πολιτεύματος ήταν η εκδοχή της «δημοκρατίας» που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος μόνο των απόρων, την οποία κατατάσσει ο φιλόσοφος στα παρεκκλίνοντα πολιτεύματα. Για τον Αριστοτέλη λοιπόν, η «πολιτεία» είναι το τρίτο αξιολογικά ορθό πολίτευμα, ένα πολίτευμα-μεσότητα, το οποίο αποβλέπει στο συμφέρον του συνόλου των πολιτών και όχι μονομερώς στο συμφέρον μιας τάξης. Στο πολίτευμα αυτό κυβερνούν, κατά τον φιλόσοφο, οι πολίτες της μέσης κοινωνικά και οικονομικά τάξης, οι οποίοι υπακούουν εύκολα στη λογική, γι’ αυτό δεν είναι ούτε δεσποτικοί ούτε ιδιοτελείς στην άσκηση της εξουσίας. Ο φιλόσοφος αποδίδει στο πολίτευμα αυτό το όνομα «πολιτεία», ένα όνομα κοινό για όλες τις μορφές πολιτευμάτων. Έτσι, και ιδιαίτερα με τις φράσεις «συνηθίζουμε να ονομάζουμε» και «πήρε το όνομα πολιτεία», το πολίτευμα αυτό εξαίρεται ως το «κατεξοχήν» πολίτευμα (σχήμα «κατεξοχήν»), το πολίτευμα δηλαδή που κατά την κοινή αντίληψη είναι το καλύτερο από τα άλλα. 
-Σύγκριση Αριστοτέλη και Πλάτωνα: Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά διέκρινε τα πολιτεύματα σε ορθά και παρεκβάσεις (παρεκκλίσεις-διαστρεβλώσεις). Τα κριτήρια που εφάρμοσε είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων στην άσκηση της εξουσίας και η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Όταν ο ένας, οι λίγοι ή οι πολλοί, το πλήθος ασκούν την εξουσία για το καλό του κοινού συμφέροντος τότε τα πολιτεύματα είναι ορθά. Αν αντίθετα η εξουσία δεν ασκείται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αλλά του ιδιαίτερου συμφέροντος του ενός, των λίγων ή των πολλών τότε τα πολιτεύματα που προκύπτουν είναι παρεκκλίσεις απ΄ τα ορθά πολιτεύματα. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία θέλοντας να παρουσιάσει έναν ιδανικό τρόπο διακυβέρνησης κι οργάνωσης της πόλης τονίζει την ακαταλληλότητα των απαίδευτων για την άσκηση της εξουσίας όχι μόνο λόγω της απειρίας τους και της απαιδευσίας αλλά και γιατί δεν έχουν έναν υψηλό σκοπό να υπηρετήσουν παρά μόνο το προσωπικό τους συμφέρον. Αντίθετα θεωρεί τους «εν παιδεία» τους φύλακες πλέον κατάλληλους, γιατί μπορούν να υπηρετήσουν πιστά και ανιδιοτελώς ολόκληρη την πόλη. Και στον Αριστοτέλη επομένως και στον Πλάτωνα αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι η ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος απ΄ τους φορείς της εξουσίας για να μπορέσει έτσι να εξασφαλιστεί η ευδαιμονία ως «τέλος» της πόλης και του ατόμου. Ωστόσο ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που συγκεκριμένα ορίζει ως πιο κατάλληλους φορείς της εξουσίας τους φύλακες, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανάληψης της εξουσίας από ένα μόνο άτομο (βασιλεία) ή απ΄ το λαό (πολιτεία) για την πραγμάτωση του συλλογικού καλού. Βέβαια απ΄ τα τρία ορθά πολιτεύματα που διακρίνει ο Αριστοτέλης (Βασιλεία, Αριστοκρατία, Πολιτεία) καλύτερο θεωρούσε τη μοναρχία με τον όρο ο μονάρχης να είναι μία εξαιρετική προσωπικότητα, ένας άνθρωπος που υπερέχει όλων των άλλων σε αρετή και φρόνηση. Ελλείψει τέτοιου μονάρχη προτιμότερη θεωρούσε την αριστοκρατία στην οποία κυβερνούν ενάρετοι και σοφοί άνθρωποι. Ενώ το πολίτευμα που περιγράφει ως ιδανικό ο Πλάτωνας, όπως απορρέει απ΄ την Αλληγορία του Σπηλαίου είναι η Αριστοκρατία, το πολίτευμα δηλαδή εκείνο που κυβερνούν οι άριστοι, οι άριστοι όχι με βάση την καταγωγή αλλά σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα με βάση την παιδεία, τη μόρφωση που έχουν, η οποία είναι σύμφωνη με το νόμο (υπό του νόμου κειμένη),μια Αριστοκρατία του πνεύματος που εξουσιάζει και συνάμα υπηρετεί το πλήθος.


ΕΝΟΤΗΤΑ 18η (Γ 11 1-4) Πρέπει το πλήθος των πολιτών να ασκεί την πολιτική εξουσία;

Η άποψη ότι την εξουσία στην πόλη πρέπει μάλλον να την ασκεί το πλήθος παρά οι άριστοι που είναι λίγοι, νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί —με το νόημα ότι είναι μια άποψη που παρουσιάζει, βέβαια, κάποιες δυσκολίες, που περιέχει όμως ίσως και κάποια αλήθεια. Για το πλήθος μπορεί κανείς να πει τούτο: το κάθε επιμέρους άτομο μπορεί να μην είναι τίποτε το αξιόλογο, ενωμένοι όμως όλοι μαζί είναι ενδεχόμενο να είναι, όχι σαν άτομα αλλά σαν σύνολο, καλύτεροι από εκείνους —όπως ακριβώς τα δείπνα που γίνονται με τη συνεισφορά πολλών είναι καλύτερα από εκείνα που γίνονται με έξοδα ενός μόνο ανθρώπου. Πολλοί καθώς είναι, ο καθένας διαθέτει ένα μόριο αρετής και φρόνησης, και έτσι, ενωμένοι οι πολλοί γίνονται, κατά κάποιο τρόπο, ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, με πολλά χέρια και με πολλές αισθήσεις —και με ανάλογη, βέβαια, αρετή και εξυπνάδα. Γι' αυτό και οι πολλοί είναι σε θέση να κρίνουν καλύτερα τα έργα της μουσικής και των ποιητών: ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος ένα άλλο, και όλοι μαζί το σύνολο. Από την άλλη όμως μεριά, οι αξιόλογοι άνθρωποι είναι ανώτεροι από το κάθε επιμέρους άτομο ενός πλήθους, ακριβώς γιατί στο πρόσωπο τους συνενώνονται στοιχεία που εκεί είναι διάσπαρτα και χωριστά —έτσι δεν λέμε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση των ωραίων και μη ωραίων ανθρώπων, των ζωγραφισμένων και αληθινών μορφών; Αν τα στοιχεία αυτά τα πάρουμε χωριστά, μπορούμε, βέβαια, τότε να πούμε ότι το τάδε συγκεκριμένο άτομο έχει πιο όμορφο μάτι από το μάτι του ανθρώπου της ζωγραφιάς, ή ότι ένα άλλο άτομο έχει πιο όμορφο κάποιο άλλο μέλος του σώματος του.

Σχόλια
Θέμα: «τι δει το κύριον είναι της πόλεως» ( = ποιοι πρέπει να έχουν την εξουσία στο κράτος). Αν πρέπει να κυβερνούν τη πόλη οι πολλοί και όχι οι λίγοι και άριστοι. 
Δομή: α. διατύπωση του θέματος β. η καταλληλότητα των πολλών για την άσκηση της εξουσίας (παραδείγματα) γ. η καταλληλότητα των αξιόλογων για την άσκηση της εξουσίας (παραδείγματα)

-Ο Αριστοτέλης εξετάζει εδώ το κατά πόσο είναι προτιμότερο να ασκούν την εξουσία οι πολλοί παρά οι λίγοι και άριστοι. 
-Καθένας από τους πολλούς μπορεί να μην είναι αξιόλογος, όμως όλοι μαζί οι πολλοί, ενωμένοι σαν σύνολο, ενδέχεται να είναι καλύτεροι από τους λίγους και άριστους.(αθροιστική θεωρία) 
-Οι αξιόλογοι άνθρωποι (οι άριστοι) από την άλλη,  είναι ανώτεροι από το κάθε επιμέρους άτομο του πλήθους, γιατί συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους στοιχεία και χαρίσματα που στο πλήθος είναι διάσπαρτα. 
-Όσο πιο αξιόλογο το πλήθος τόσο «απλώνεται» η εξουσία – ισχύει η αθροιστική θεωρία. Προϋπόθεση είναι να μην είναι το πλήθος ανδραποδώδες.
-Το πλήθος μπορεί να μην είναι καλύτερο από τους ολίγους, πάντως δεν είναι χειρότερο. 
-Ο Αριστοτέλης αναλύοντας την αθροιστική του θεωρία υποστηρίζει ότι το πλήθος ως σύνολο έχει ορθότερη κρίση από το μεμονωμένο άτομο (όσο χαρισματικό και αν είναι αυτό), σε όλα τα πολιτικά θέματα υπό την προϋπόθεση ότι το κάθε άτομο που αποτελεί το πλήθος να διαθέτει ένα μόριο αρετής και φρόνησης , το σύνολο των οποίων όταν αθροίζεται στο πλήθος δημιουργεί πολλαπλάσια εξυπνάδα και αρετή. Οι τελευταίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν στη λήψη των σωστών αποφάσεων πουείναι ορθότερες κι από αυτές που μπορούν να λαμβάνουν με την εξαιρετική τους ικανότητα και κρίση οι άριστοι που είναι λιγότεροι σε αριθμό. 
-Αρκετά διστακτικός είναι ο Αριστοτέλης (μάλλον, ίσως, μπορεί κτλ) σχετικά με την αθροιστική θεωρία. Δεν διατυπώνει βέβαια ξεκάθαρη προτίμηση σε κανένα από τα δύο είδη πολιτεύματος. 
-Στην αθροιστική θεωρία ισχύει καθαρά η άθροιση, όχι κάποια διαλεκτική σχέση. 
-Η ‘πολιτεία’ είναι η καλή δημοκρατία (το ορθό πολίτευμα) - δυνατότητα εξουσίας σε όλους. Ο Αριστοτέλης ζει σε μια εκπεπτωκυία δημοκρατία – δυνατότητα εξουσίας στους απόρους (δημοκρατία-παρέκβαση της ‘πολιτείας’). 
-Το εμπειρικό  παράδειγμα από τις εικαστικές τέχνες, υποδεικνύει την υπεροχή του πλήθους των πολιτών. Πρέπει εξ αρχής να τονισθεί ότι εδώ ο Α. δεν προβαίνει σε παρουσίαση αισθητικών αντιλήψεών του, αλλά εφαρμόζει την επαγωγική του μέθοδο βάσει της οποίας χρησιμοποιεί απλουστευτικά παραδείγματα από τον ευρύ χώρο του επιστητού για να τεκμηριώσει την υποστηριζόμενη θέση του. Όπως δηλαδή στη ζωγραφική μια ωραία προσωπογραφία είναι αποτέλεσμα συνένωσης ωραίων στοιχείων που βρίσκονται διάσπαρτα σε επιμέρους άτομα, έτσι και στην πόλη μπορεί το κάθε επιμέρους άτομο να μην είναι αξιόλογο, ενωμένοι όμως όλοι αυτοί οι πολίτες μπορούν να είναι καλύτεροι και αποτελεσματικότεροι από τους λίγους και άριστους. Οι τελευταίοι μπορεί ως άτομα να είναι αξιόλογοι, αυτό όμως που μετράει είναι η συνένωση των θετικών στοιχείων που μπορούν να συνεισφέρουν οι πολλοί. -Αντίθετοι με την άποψη του Αριστοτέλη, ότι κριτική μπορεί να ασκεί κάθε επιμέρους άτομο, ήταν ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας. Ο Σωκράτης σύμφωνα με όσα μας διηγείται ο βιογράφος των αρχαίων φιλοσόφων Διογένης ο Λαέρτιος στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα ( Βίοι φιλοσόφων ΙΙ 42), έλεγε πως η γνώμη μας για την αρετή δεν μπορεί τελικά να διαμορφώνεται με τον τρόπο με τον οποίο καταλήγουν στις αποφάσεις τους οι δικαστές˙ ήθελε δηλαδή να πει πως τέτοια θέματα είναι θέματα των ειδικών και όχι του πλήθους. Άλλωστε κι ο ίδιος υπήρξε θύμα της «γνώμης» των πολλών. Ο Πλάτωνας από την άλλη, μίλησε στους «Νόμους» του ( Νόμοι 700a – 701b, και στο 670b) για «ἀμούσους βοὰς πλήθους», ή «γελοῖος γὰρ ὅ γε πολὺς ὄχλος ἡγούμενος ἱκανῶς γιγνώσκειν τό τε εὐάρμοστον καὶ εὔρυθμον καὶ μη» και παραπονέθηκε στο τέλος, ότι «τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντ’ ἐγένοντο» (= «το κοινό του θεάτρου απέκτησε [δυστυχώς] φωνή, από άφωνο που ήταν πρώτα») και «ἀντὶ ἀριστοκρατίας ἐν αὐτῇ θεατροκρατία τις πονηρὰ γέγονεν». -Συμπέρασμα Αριστοτέλη: Πρόθεση του Αριστοτέλη στο σημείο αυτό δεν είναι να παρουσιάσει κάποιες αισθητικές του αντιλήψεις, αλλά χρησιμοποιώντας την επαγωγική μέθοδο, να δημιουργήσει μία αναλογία μεταξύ αισθητικής και πολιτικής θεωρίας, ώστε να παρουσιάσει με μεγαλύτερη ευκολία και σαφήνεια τα δύσκολα πολιτικά θέματα που πραγματεύεται. Έτσι, από τα παραδείγματα αυτά προκύπτουν τα εξής: όπως στη ζωγραφική μια ωραία προσωπογραφία είναι αποτέλεσμα της συνένωσης πολλών επιμέρους ωραίων στοιχείων που υπάρχουν στον κόσμο της πραγματικότητας διάσπαρτα σε πολλά επιμέρους άτομα, έτσι και στην πόλη μπορεί το κάθε επιμέρους άτομο να μην είναι από μόνο του τίποτε το αξιόλογο, ενωμένοι όμως όλοι μαζί αυτοί οι πολίτες μπορούν να είναι καλύτεροι και αποτελεσματικότεροι από τους λίγους και αρίστους. Αν δηλαδή στη διοίκηση της πόλης και στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου εκμεταλλευτούμε τις θετικές ιδιότητες του καθενός, τότε η εξουσία θα ασκείται με σωστότερο, αντικειμενικότερο και συνεπώς αποτελεσματικότερο τρόπο.Τα παραπάνω μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιο πολίτευμα κρίνεται σωστότερο, κατά τη γνώμη του Αριστοτέλη. Αυτό είναι η «πολιτεία», ή υγιής δημοκρατία, όπου κυβερνά το πλήθος με αρετή και φρόνηση και η οποία αποβλέπει στην τέλεια και αυτάρκη ζωή.  Είναι σαφές ότι ο φιλόσοφος αναγνωρίζει ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι αξιόλογοι, οι οποίοι είναι ανώτεροι από το κάθε επιμέρους άτομο του πλήθους, επειδή συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους όλες εκείνες τις θετικές ιδιότητες που στο πλήθος είναι διάσπαρτες. Μάλιστα, λίγο μετά στο κείμενο, σε σημείο που δεν περιλαμβάνεται στις ενότητες που εξετάζουμε, αναφέρεται ο φιλόσοφος στο ιστορικό παράδειγμα, του Σόλωνα και άλλων νομοθετών, οι οποίοι με τις μεταρρυθμίσεις τους επεξέτειναν το δικαίωμα εκλογής δημοσίων υπαλλήλων και ελέγχου τους στους απλούς πολίτες, οι οποίοι ως άτομα δεν επιτρεπόταν να αναλαμβάνουν αξιώματα (Πολιτικά 1281b 30-31: «διόπερ καὶ Σόλων καὶ τῶν ἄλλων τινὲς νομοθετῶν τάττουσιν ἐπί τε τὰς ἀρχαιρεσίας καὶ τὰς εὐθύνας τῶν ἀρχόντων, ἄρχειν δὲ κατὰ μόνας οὐκ ἐῶσιν»). Επίσης, από την «Αθηναίων Πολιτεία» (28,5 και 33,2) μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον Θηραμένη, τον Νικία και τον Θουκυδίδη σημαντικούς δημόσιους άνδρες της Αθήνας. Βέβαια και η διαλλακτικότητα του χαρακτήρα του και η επιστημονική του σκέψη τον οδηγούν στο να μη διατυπώσει με ενάργεια και σαφήνεια την προτίμησή του αυτή. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Αριστοτέλης βρίσκεται ακόμα στην αναζήτηση του ιδανικού κράτους, συζητώντας σε επίπεδο αρχών πώς κυβερνάται ένα κράτος, πώς μπορεί και πώς πρέπει να κυβερνάται. 
-Παραλληλισμός των αξιόλογων ανθρώπων με τις ζωγραφισμένες μορφές: οι αξιόλογοι άνθρωποι μοιάζουν με τις μορφές που φιλοτεχνεί ένας ζωγράφος. Ένας ζωγράφος δηλαδή, προκειμένου να δημιουργήσει μια όμορφη μορφή, θα δανειστεί όμορφα χαρακτηριστικά που υπάρχουν διάσπαρτα στους πραγματικούς ανθρώπους. Έτσι και οι αξιόλογοι άνθρωποι έχουν συγκεντρωμένες πάνω τους όλες τις θετικές ιδιότητες που υπάρχουν διάσπαρτες στους πραγματικούς ανθρώπους. Ενδέχεται, όμως, ένας πραγματικός άνθρωπος να έχει ένα χαρακτηριστικό ωραιότερο από αυτό της ζωγραφισμένης μορφής (ή του αξιόλογου ανθρώπου). Στην τακτική του ζωγράφου αναφέρεται και το απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα ΙΙΙ 10,2). Εκεί ο Σωκράτης συζητώντας με το ζωγράφο Παρράσιο τον υποχρέωσε να παραδεχτεί ότι «δεν είναι και τόσο εύκολο να συναντήσεις άνθρωπο αψεγάδιαστο σε όλα˙ γι’ αυτό και οι ζωγράφοι παίρνουν από πολλούς ό,τι πιο όμορφο έχει ο καθένας τους, και έτσι κάνουν στις ζωγραφιές τους τα σώματα να φαίνονται όμορφα στο σύνολό τους». Είναι, μάλιστα, γνωστό για το σπουδαίο ζωγράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Ζεύξη ότι απέδωσε την ομορφιά της Ελένης με αυτό τον τρόπο.


ΕΝΟΤΗΤΑ 19η (Δ 4, 22-26) Είδη δημοκρατίας

Πρώτο είδος δημοκρατίας είναι αυτή που παίρνει το όνομά της από την όσο γίνεται πιο πιστή εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Η ισότητα, σύμφωνα με τον νόμο αυτής της δημοκρατίας, συνίσταται στο ότι οι φτωχοί δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα και προνόμια από τους πλούσιους· σε καμιά περίπτωση οι δύο αυτές ομάδες δεν είναι κυρίαρχες η μια της άλλης: και οι δύο είναι όμοιες. Γιατί αν είναι αλήθεια αυτό που υποστηρίζουν μερικοί, πως η ελευθερία και η ισότητα υπάρχουν κατά κύριο λόγο στη δημοκρατία, αυτό θα ήταν έτσι στον μέγιστο δυνατό βαθμό εκεί όπου οι πολίτες —δίχως καμιά εξαίρεση— συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στη διακυβέρνηση. Από τη στιγμή που ο λαός (ο δήμος) είναι η πλειοψηφία και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι αυτό που τελικά επικρατεί, το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατία. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο είδος δημοκρατίας. Ένα δεύτερο είδος είναι αυτό στο οποίο οι πολίτες καταλαμβάνουν τα αξιώματα με κριτήριο την περιουσία τους, εν πάση περιπτώσει χαμηλή· ο κανόνας είναι: όποιος αποκτά τα προβλεπόμενα οικονομικά μέσα, αποκτά το δικαίωμα να καταλαμβάνει αξιώματα· αν τα χάσει, χάνει αυτό το δικαίωμα. Μια τρίτη μορφή δημοκρατίας είναι αυτή στην οποία μπορούν να καταλαμβάνουν αξιώματα όλοι οι πολίτες που δεν έχουν κάποιο κώλυμα (αν είναι, λ.χ., υπόλογοι για κάτι), η υπέρτατη όμως αρχή είναι ο νόμος· μια άλλη μορφή είναι αυτή στην οποία μπορούν όλοι να καταλαμβάνουν αξιώματα αρκεί να είναι πολίτες, η υπέρτατη όμως αρχή είναι ο νόμος. Μια άλλη μορφή δημοκρατίας είναι αυτή στην οποία ισχύουν όλα τα προηγούμενα, η υπέρτατη όμως αρχή είναι τώρα ο λαός, όχι ο νόμος· είναι η περίπτωση κατά την οποία τα ψηφίσματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τον νόμο· αυτό συμβαίνει όταν στην πόλη υπάρχουν και δρουν δημαγωγοί. Στις δημοκρατικές πόλεις που κυβερνιούνται κατά τον νόμο, δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή του δημαγωγός, αλλ' είναι οι άριστοι πολίτες που έχουν την πρωτοκαθεδρία. Οι δημαγωγοί κάνουν την εμφάνισή τους εκεί όπου οι νόμοι δεν αποτελούν την υπέρτατη αρχή.

Σχόλια
Θέμα: τα είδη δημοκρατίας 
Δομή: α. δημοκρατία με κριτήριο την ισότητα των πολιτών β. δημοκρατία με κριτήριο την περιουσία γ. δημοκρατία με κριτήριο την απουσία κωλύματος και με υπέρτατη αρχή το νόμο δ. δημοκρατία με κριτήριο την ιδιότητα του πολίτη και με υπέρτατη αρχή το  νόμο ε. δημοκρατία με κριτήρια τα προηγούμενα και με υπέρτατη αρχή το λαό με ψηφίσματα – οι δημαγωγοί 

-Ο Αριστοτέλης απαριθμεί τις μορφές της δημοκρατίας: 
-Πρώτη -και καλύτερη- μορφή είναι η δημοκρατία στην οποία εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας. Σύμφωνα με αυτήν την αρχή όλοι οι πολίτες, πλούσιοι και φτωχοί, είναι όμοιοι· επομένως όλοι ανεξαιρέτως συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στη διακυβέρνηση. Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι η ισότητα ή καλύτερα η απαίτηση να θεωρούνται όλοι οι πολίτες ίσοι μεταξύ τους βασίζεται στον αριθμό, στο πλήθος, και όχι στην αξία. 
-Δεύτερη μορφή είναι αυτή στην οποία κριτήριο για την κατάληψη των αξιωμάτων είναι η περιουσία. Κάθε δηλαδή πολίτης, που διαθέτει την προβλεπόμενη κατώτατη περιουσία, έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση· αν όμως χάσει την περιουσία του, χάνει και αυτό το δικαίωμα. Ο Α. δεν διατυπώνει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο για αυτήν τη δημοκρατία. Στη συνέχεια, με περιληπτικό τρόπο, περιγράφει τις λοιπές μορφές της. 
 -Στην τρίτη περίπτωση τα αξιώματα τα καταλαμβάνουν όλοι οι πολίτες που δεν έχουν κάποιο προβλεπόμενο κώλυμα. Υπέρτατη αρχή είναι ο νόμος. 
-Παραλλαγή αυτής της μορφής είναι η ακόλουθη (τέταρτη)· τα αξιώματα μπορούν να τα καταλαμβάνουν όλοι , αρκεί να διαθέτουν την ιδιότητα του πολίτη. Υπέρτατη αρχή είναι και τώρα ο νόμος. 
-Υπέρτατη αρχή είναι και τώρα ο νόμος.  Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν ότι ο νόμος είναι ανώτερος από τη βούληση ενός βασιλιά ή ενός τυράννου. Αυτό φαίνεται καθαρά στη γνωστή διήγηση του Ηροδότου (7,104) για την απάντηση που έδωσε ο Δημάρατος, εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, στον Ξέρξη, που του είχε προσφέρει άσυλο. Εκεί ο νόμος φαίνεται ότι καθορίζει τη συμπεριφορά των στρατιωτών, οδηγώντας τους στην ανάπτυξη ελεύθερου ήθους. Σαν δείγμα έκφρασης αθηναϊκής υπερηφάνειας για τον νόμο, μπορεί κανείς να παραθέσει τα λόγια του Θησέα στον Ευριπίδη (Ἱκέτιδες , 429 κ.ε.) όπου ο ήρωας αναφέρει ότι, όταν ισχύουν οι γραπτοί νόμοι, η δικαιοσύνη απονέμεται αμερόληπτα στους φτωχούς και τους πλούσιους, και ο αδύνατος νικά τον ισχυρό αν έχει το δίκιο με το μέρος του. Παρόμοιο εγκώμιο πλέκει για τον νόμο στον «Επιτάφιο» ο Θουκυδίδης (ΙΙ 37), όπου βλέπουμε ότι η δημοκρατία συσχετίζεται με το κύρος των νόμων. Και ο Λυσίας στους λόγους του και ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» (18-19) αναφέρεται στον σεβασμό των αρχαίων Αθηναίων στους νόμους. Κατά τον Πίνδαρο, τον ποιητή που ύμνησε τους νικητές στους μεγάλους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες (το πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα), ο νόμος ήταν «ὁ πάντων βασιλεύς». Διατυπώσεις όπως αυτές ήθελαν βέβαια να πουν ότι η δημοκρατία είναι πιο δυνατή εκεί όπου οι πολίτες φοβούνται τον νόμο σαν «αφέντη τους και βασιλιά τους». Η σημασία πάντως της διερεύνησης την έννοιας του νόμου για την αρχαιοελληνική σκέψη και ζωή φαίνεται καθαρά από τη θέση που είχε στην φιλοσοφική διαμάχη που αναπτύχθηκε κατά τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ. Οι όροι «Νόμος-Φύση» έγιναν λέξεις- κλειδιά για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και η εξέταση της αντίθεσης αυτής, γέννησε γόνιμες φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις για την ηθική και την πολιτική ζωή. Ο σοφιστής Ιππίας, που φιλοσοφικά ανήκε στο ρεύμα των υποστηρικτών της φύσης, στον διάλογο «Πρωταγόρας» του Πλάτωνα επαινεί τη φύση, γιατί καταρρίπτει τους φραγμούς με τους οποίους ο νόμος έχει χωρίσει τον έναν άνθρωπο από τον άλλον, και αλλού καταλήγει στη διατύπωση ότι ο νόμος (το θετό δίκαιο, όχι οι άγραφοι νόμοι) είναι «τύραννος τῶν ἀνθρώπων». 
-Η τελευταία (Πέμπτη) περίπτωση σηκώνει περισσότερη συζήτηση. Είναι η μορφή της δημοκρατίας στην οποία ισχύουν όλα τα προηγούμενα, ανώτατη όμως αρχή δεν είναι ο νόμος, αλλά ο λαός, που κυβερνά με ψηφίσματα. Πρόκειται βέβαια για εκφυλισμό του κράτους και του πολιτεύματος. Τα ψηφίσματα, τα οποία προτείνουν οι δημαγωγοί στην εκκλησία του δήμου, αναιρούν στην ουσία τους νόμους και ισχύουν σύμφωνα με τη βούληση του εκάστοτε δημαγωγού. Φαίνεται επομένως το πόσο καθοριστικό στην κατάκτηση και διατήρηση της υγιούς δημοκρατίας είναι ο νόμος. Τόσο το πρόβλημα της ασάφειας των ψηφισμάτων, όσο και το πρόβλημα της εμφάνισης των δημαγωγών απορρέει κυρίως από τον άμεσο χαρακτήρα της αθηναϊκής δημοκρατίας που, λόγω της συμμετοχής χιλιάδων πολιτών με διαφορές στην καλλιέργεια, στις ικανότητες, στην πολιτική ωριμότητα κατά την άσκηση της εξουσίας, επέτρεπε με την ελάχιστη χαλάρωση των πολιτικών ηθών, την εμφάνιση πολιτικών δυσλειτουργιών. Έτσι, λοιπόν, καταλήγει ο φιλόσοφος ότι, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ένα δημοκρατικό πολίτευμα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να κυριαρχούν οι νόμοι. Αν οι νόμοι έχουν θεσπιστεί με σωστές διαδικασίες, που απαιτούν τη συμμετοχή του συνόλου των πολιτών, αν εφαρμόζονται από όλους τους πολίτες και δεν αλλάζουν σύμφωνα με τις περιστάσεις ή τα συμφέροντα κάποιων ισχυρών ή της πλειοψηφίας, η οποία μπορεί να παραπλανηθεί από επιτήδειους πολιτικούς, τότε διασφαλίζεται η δημοκρατία, κατοχυρώνονται τα δικαιώματα του πολίτη, οριοθετούνται οι υποχρεώσεις του και κατά συνέπεια επικρατεί η δικαιοσύνη που προστατεύει το σύνολο των πολιτών. Μέσα σε τέτοιες επομένως συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια να κάνουν την εμφάνισή τους οι δημαγωγοί. Αντιθέτως, θα είναι κι αυτοί υποχρεωμένοι να τηρούν τον νόμο και να προσαρμόζονται στις επιταγές του. 
-Οι δημαγωγοί: Αυτοί εμφανίστηκαν στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή μετά τον θάνατο του Περικλή      (429 π.Χ.). Ήταν γέννημα της νέας αστικής τάξης που δημιουργήθηκε τότε στην Αθήνα με την ανάπτυξη του εμπορίου και της «βιομηχανίας». Έχοντας συχνά το χάρισμα του λόγου και πάντως δίχως επίσημες θέσεις στην πολιτεία και άρα δίχως συγκεκριμένες υποχρεώσεις, ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον λαό προτείνοντας ευχάριστες στον πολύ κόσμο πολιτικές δίχως να έχουν την ευθύνη της υλοποίησής τους. Σχηματισμένη από το ουσιαστικό «δῆμος» (= λαός) και από το θέμα του ρήματος «ἄγω» (= οδηγώ) η λέξη είχε σε αρκετούς συγγραφείς τη σημασία του οδηγητή, του ηγέτη του λαού˙ γρήγορα όμως (ασφαλώς στην εποχή του Αριστοτέλη) πήρε αρνητικό περιεχόμενο, επειδή οι δημαγωγοί κατάντησαν απλώς να παρασέρνουν τον λαό σε ψηφίσματα για την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους φιλοδοξιών και συμφερόντων. Ο Αριστοτέλης σε άλλο σημείο των «Πολιτικών» του αναφέρει ότι ο δημαγωγός είναι του «δήμου κόλαξ» και κάνει λόγο για την «ἀσέλγειαν» των δημαγωγών. 
-Ξαναθυμόμαστε εδώ ότι η δημοκρατία είναι παρέκκλιση της ‘πολιτείας’, άρα δεν είναι ορθό πολίτευμα.
-Η ελευθερία και η ισότητα είναι τα βασικά γνωρίσματα της δημοκρατίας. 
-Ελευθερία σημαίνει να ζει κανείς όπως θέλει και να μπορεί να συμμετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους.
-Στη δημοκρατία φτωχοί και πλούσιοι έχουν τα ίδια δικαιώματα. 
-Στη δημοκρατία ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας. 
-Σε κάθε μορφή δημοκρατίας ελλοχεύει ο κίνδυνος των δημαγωγών, όμως, όταν οι νόμοι είναι κυρίαρχοι έχουν ακλόνητο κύρος και ακατάλυτη ισχύ∙ δεν αλλάζουν κατά τις περιστάσεις και τα συμφέροντα των ισχυρών, ούτε με αποφάσεις της πλειοψηφίας, η οποία είναι δυνατό να παραπλανηθεί από επιτήδειους πολιτικούς και δημαγωγούς. Όλοι είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν το νόμο, προσαρμόζοντας στις απαιτήσεις του και μόνο τις υποχρεώσεις τους προς το λαό και γενικά τα πολιτικά τους προγράμματα. 
-Όπως όμως πολύ σωστά επισημαίνει ο Αριστοτέλης, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, οι δημαγωγοί δεν μπορούν να δράσουν, αφού οι νόμοι είναι εκείνοι που περιβάλλονται από απόλυτο κύρος και είναι αδύνατον να αντικατασταθούν από κάποιο ψήφισμα, ακόμη και αν αυτό αποτελεί απόφαση της πλειοψηφίας. Οι πολιτικοί, όσο ικανοί και να είναι, δεν μπορούν να ασκήσουν καμία επιρροή στο λαό, ώστε να ανατρέψουν τα νόμιμα. Έτσι, οι νόμοι είναι εκείνοι που ακυρώνουν την ύπαρξη των δημαγωγών και όχι οι δημαγωγοί τους νόμους. Επιπροσθέτως, οι πολίτες γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και δεν έχουν ανάγκη από τις κολακείες και τις ψεύτικες υποσχέσεις κανενός. Για να είναι, ωστόσο, σε θέση να λειτουργήσουν οι πολίτες κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να έχουν αποκτήσει αυτόνομη προσωπικότητα και πολιτική και κοινωνική συνείδηση. Ποιο είναι όμως το στοιχείο εκείνο που θα τους ωθήσει στην κατεύθυνση αυτή; Την απάντηση τη δίνει ο Αριστοτέλης στην επόμενη ενότητα, στη οποία γίνεται λόγος για την παιδεία. Η παιδεία, μας λέει, θα πρέπει να είναι ευθύνη της πολιτείας, γιατί μόνο αυτό το αγαθό μπορεί να καλλιεργήσει την προσωπικότητα των πολιτών, και έτσι να προστατευθεί από τον κίνδυνο της εμφάνισης δημαγωγών.


ΕΝΟΤΗΤΑ 20ή (Θ 2, 1-4) Οι στόχοι της παιδείας

Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν· τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν. Νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων. Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (πάντα γὰρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινας)· περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον (καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ' εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς). Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν.

Μετάφραση
 Έγινε λοιπόν φανερό α) ότι πρέπει να ορίσουμε νόμους που να ρυθμίζουν την παιδεία, β) ότι η παιδεία (ως υπόθεση της πόλης [=του κράτους]) πρέπει να είναι ίδια για όλους. Ποιος, τώρα, θα είναι ο χαρακτήρας αυτής της παιδείας και με ποιον τρόπο αυτή θα πρέπει να ασκείται, είναι δύο πράγματα που δεν πρέπει να διαφύγουν την προσοχή μας. Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το εκπαιδευτικό, γενικά, πρόγραμμα. Δεν έχουν, πράγματι, όλοι την ίδια γνώμη για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι είτε προς την κατεύθυνση της κατάκτησης της αρετής είτε προς την κατεύθυνση του καλύτερου δυνατού τρόπου ζωής• ούτε είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο την καλλιέργεια και την άσκηση του νου ή τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα. Αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση, καθώς δεν είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να προσφέρει αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (τα παραπανίσια, τα πέρα από τις καθημερινές πρακτικές ανάγκες μας): όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει τους υποστηρικτές τους. Ούτε υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία για το ποιες σπουδές οδηγούν στην αρετή –εδώ δεν έχουν την ίδια ιδέα για την αρετή όλοι αυτοί που την τιμούν! Είναι φυσικό λοιπόν ότι υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες και ως προς την άσκησή της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από τα χρήσιμα πράγματα τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν αυτά που είναι πρώτης πρακτικής ανάγκης -όχι, βέβαια, όλα, δεδομένου ότι οι ασχολίες διακρίνονται σε αυτές που ταιριάζουν και σε αυτές που δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους• όπως επίσης είναι φανερό ότι από τα χρήσιμα πράγματα τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει ευτελή και τιποτένιο. Ευτελή και τιποτένια πρέπει να θεωρούμε κάθε ασχολία, τέχνη ή μάθηση που κάνει το σώμα ή το μυαλό των ανθρώπων άχρηστο για την άσκηση και τις πράξεις της αρετής.

Σχόλια
Θέμα: η αγωγή των παιδιών και των εφήβων 
Δομή: α. ανάγκη για νομοθετική ρύθμιση θεμάτων της παιδείας – η παιδεία να είναι  όμοια για όλους β. προβληματισμοί σχετικά με τον χαρακτήρα της παιδείας, με το περιεχόμενό της, τους στόχους της κτλ. γ.  θέσεις για το περιεχόμενο της παιδείας

- Η φροντίδα για την παιδεία πρέπει να είναι θέμα κρατικής μέριμνας: Α. τα θέματα της παιδείας πρέπει να ρυθμίζονται με νόμους Β. σε ένα κράτος η παιδεία πρέπει να είναι μία και ενιαία για όλους τους νέους. -Δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη για τους στόχους που πρέπει να έχει η εκπαίδευση.
- «Νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων… τῆς ψυχῆς ἦθος: Ο Αριστοτέλης, για να δικαιολογήσει γιατί χρειάζεται να καθοριστούν τα γνωρίσματα της παιδείας και ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι εκπαιδεύονται, αναφέρεται σε διαπιστώσεις για τον χαρακτήρα της παιδείας και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην εποχή του. Επισημαίνει τη διαφωνία για τον σκοπό και το περιεχόμενο της παρεχόμενης παιδείας. Οι άνθρωποι διαφωνούν για το αν οι νέοι είναι καλό να εκπαιδεύονται με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και του άριστου βίου και αν πρέπει να αποβλέπουν με την παιδεία στην πνευματική καλλιέργεια ή στη διάπλαση ήθους. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι η παιδεία πρέπει να στοχεύει:
- «πρὸς ἀρετήν»: Η αρετή αναφέρεται και στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής (διανοητικές αρετές) και σε ενέργειες της βούλησης, που ελέγχονται όμως από τη λογική, αλλά γεννιούνται με τον εθισμό (ηθικές αρετές). Η αρετή αποτελεί τη βάση του «αἱρετωτέρου βίου».
- «πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον»: Ο άριστος βίος απασχόλησε τον Αριστοτέλη στα τρία πρώτα κεφάλαια του έβδομου βιβλίου των Πολιτικών και οπωσδήποτε στα Ηθικά Νικομάχεια. Εννοεί μάλλον τον άριστο βίο που προβάλλει κάθε πολιτική κοινωνία στα μέλη της ως «αἱρετώτερον βίον» (=προτιμότερο βίο). Στο σύνολο των αριστοτελικών αναφορών η αρετή αποτελεί την προϋπόθεση του «αἱρετώτερου βίου», όπως φαίνεται και στα Ηθικά Νικομάχεια (1172a24). Επιπλέον, χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ένα πλάτος στην έννοια της αρετής, σύμφωνα με το οποίο π.χ. οι Σπαρτιάτες ταύτιζαν το περιεχόμενο της αρετής με την πολεμική ανδρεία και κατά συνέπεια ο βίος που θεμελιώνεται στην πολεμική ανδρεία ήταν ο άριστος γι’ αυτούς. Γίνεται σαφές ότι ο άριστος βίος συνδέεται με το άριστο πολίτευμα. Άριστη πολιτεία είναι εκείνη που εξασφαλίζει τον «αἱρετώτατον βίον», την άριστη ζωή για το άτομο και το σύνολο συγχρόνως. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός άριστος βίος, αλλά τόσοι όσα και τα πολιτεύματα. Σύμφωνα πάλι με μελετητές, ο άριστος βίος ανήκει στο «λόγον ἔχον», το θεωρητικό και ανώτερο μέρος της ψυχής.
-Επίσης, άλλοι υποστηρίζουν ότι η παιδεία πρέπει να στοχεύει:  «πρὸς τὴν διάνοιαν»: Ορισμένοι θεωρούν ότι η παιδεία έχει νόημα ως άσκηση του νου, ως μαθητεία μόνο του πνεύματος.  «πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος»: Από την άλλη η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα αποτελεί και αυτή κύριο διακύβευμα της παιδείας, το οποίο έχει υποστηρικτές, αλλά και αρνητές. «ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν… ἄσκησιν αὐτῆς» 
-Τύποι παιδείας: Ο ρεαλιστικός και εμπειρικός χαρακτήρας της αριστοτελικής σκέψης φαίνεται και στη διαπίστωση ότι η έρευνα για την παιδεία δεν διευκολύνεται από την παρατήρηση της τότε παρεχόμενης εκπαίδευσης. Κρίνει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης ότι η απουσία νομικού πλαισίου για την εκπαίδευση και ο ιδιωτικός της χαρακτήρας προσανατολίζουν τους ανθρώπους σε ανόμοιες επιλογές παιδείας με πολιτικές βέβαια επιπτώσεις στην ενότητα και στην ευδαιμονία της πόλης. 
-Διακρίνει στην εποχή του και μας παραδίδει τρεις τύπους παιδείας:
α) την ωφελιμιστική παιδεία, με την οποία επιδιώκεται το πρακτικό και το ωφέλιμο, τα χρήσιμα για τη ζωή («τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»)
β) τη «γνωσιοκεντρική / νοησιαρχική, η οποία δίνει προτεραιότητα στην καλλιέργεια του νου, σε αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση («τὰ περιττά»).
γ) την ηθοπλαστική η οποία προτάσσει τη διάπλαση του ήθους των παιδιών, αυτά που τείνουν προς την αρετή («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν»).
-Κανένας τύπος παιδείας από αυτούς δεν ικανοποιεί απόλυτα τον Αριστοτέλη, γιατί ο κάθε τύπος από μόνος του δεν είναι σε θέση να προσφέρει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που απαιτούνται για τη συγκρότηση της προσωπικότητας του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού. Μας παραδίδει ο Αριστοτέλης τον προβληματισμό που είχε ανακύψει για τις τρεις κατευθύνσεις της παιδείας: κατάρτιση για βιοπορισμό, ή διάπλαση ενάρετου χαρακτήρα, ή καθαρή μόρφωση. Όπως θα διευκρινίσει στη συνέχεια του βιβλίου αυτού, η παιδεία που υπηρετεί πραγματικά τις αρχές της πόλης και διαπλάθει τον σπουδαίο πολίτη και πολιτικό χρειάζεται να διέπεται από τρεις αρχές: α) τη μεσότητα, β) το δυνατό που αφορά το ανθρωπίνως εφικτό και γ) το πρέπον. Η τριπλή αυτή βάση παιδείας υπαγορεύει ένα διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών από αυτό που παρεχόταν τότε και το οποίο ο Αριστοτέλης το κρίνει ως συγκεχυμένο και ανεπαρκές. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί οφείλονται στο ότι όλοι τιμούν την αρετή, ο καθένας όμως δίνει διαφορετικό περιεχόμενο σε αυτή και επομένως, διαφοροποιείται και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ασκείται. Παρόμοιο προβληματισμό είχε διατυπώσει και ο Πλάτωνας στον διάλογο Λάχης ( Λάχης 190 b 7), όπου αναφέρει: «Αν δεν ξέρουμε καν τι είναι η αρετή, με ποιον τρόπο θα συμβουλέψουμε κάποιον πώς να την κατακτήσει πιο εύκολα;».
- «ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας»:Η παιδεία στη εποχή του Αριστοτέλη:Με τη φράση «ἐμποδὼν παιδείας» ο Αριστοτέλης εννοεί την παιδεία με την οποία είμαστε καθημερινά σε επαφή, την παιδεία που ισχύει στην κοινωνία μας. Σε ένα παρακάτω χωρίο των Πολιτικών ( Πολιτικά 1337 b 23) αναφέρει τι αποτελούσε συνήθως την παιδεία του καιρού του. Τα μαθήματα, λοιπόν, που διδάσκονταν εκείνη την εποχή, τα διακρίνει σε τέσσερεις κλάδους και ήταν: α) ανάγνωση και γραφή, αντικείμενα τα οποία θεωρούνταν χρήσιμα για τη ζωή («χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»), β) γυμναστική, η οποία συντελούσε στην καλλιέργεια της ανδρείας, γ) μουσική, η οποία θεωρούνταν και χρήσιμη για τη ζωή και ασκούσε ηθική επίδραση στον άνθρωπο, δ) μερικές φορές σχέδιο και ζωγραφική, δεξιότητες που θεωρούνταν κι αυτές χρήσιμες για τη ζωή. Η αριθμητική δεν αναφέρεται, επειδή ίσως στην Αθήνα αυτή διδασκόταν στο σπίτι και όχι στο σχολείο. Κατά τον Παναγή Γ. Λεκατσά με τον όρο «γράμματα» που αναφέρεται στο κείμενο εννοείται όχι μόνον ανάγνωση, γραφή, αλλά και στοιχεία γραμματικής και μαθηματικά. 
-Μάλιστα, σε παρακάτω απόσπασμα των Πολιτικών ( Πολιτικά 1340 a5 κ.ε.) ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ένα παιδευτικό αγαθό όχι μόνον ευχάριστο και διασκεδαστικό, αλλά χρήσιμο και για ηθικούς σκοπούς και για τη διαμόρφωση του άριστου βίου είναι η μουσική. Συγκεκριμένα αναφέρει: «… πρέπει να θεωρούμε ότι η μουσική ασκεί πάνω μας κάποια επίδραση προς την κατεύθυνση της αρετής, καθώς έχει τη δύναμη…να δίνει μια ορισμένη ποιότητα στον χαρακτήρα μας, δεδομένου ότι μας ασκεί στο να αισθανόμαστε ευχαρίστηση με τον σωστό τρόπο• με έναν άλλο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η μουσική συμβάλλει στο να καθορίσουμε την πορεία του βίου μας και να καλλιεργήσουμε τον νου μας». Ως παραδείγματα αναφέρει τη χρήση των λατρευτικών ασμάτων στις γιορτές, όπου οι συμμετέχοντες αρχικά διεγείρονται στο άκουσμα της γεμάτης πάθος μουσικής και στη συνέχεια πάλι ηρεμούν με τα ιερά τραγούδια που ακολουθούν σαν να βρήκαν ίαση και καθαρμό, δηλαδή ψυχική ανακούφιση, η οποία συνδέεται με απόλαυση. 
-Η εκπαίδευση πρέπει να έχει τους ακόλουθους στόχους: τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα από τους νέους, τον καλύτερο τρόπο ζωής, την άσκηση και καλλιέργεια του νου. 
-Δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη για την αρετή: Οι διαφορετικές προτάσεις για την παιδεία εντοπίζονται, συνεχίζει ο φιλόσοφος, στον τομέα που σήμερα αποκαλούμε σκοποθεσία του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο φιλόσοφος αναφέρει ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις προβληματισμού για το νόημα τις παιδείας τις παρακάτω: Η παιδεία οφείλει να έχει ως πρώτιστο σκοπό ό,τι χρειάζεται για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν τον νέο στην απόκτηση της αρετής ή όσα είναι απαραίτητα για τις καθημερινές πρακτικές ανάγκες; Στην απάντησή του ο Α. φαίνεται ότι προκρίνει την άσκηση της αρετής. Αυτό αποκομίζει ο αναγνώστης από την αναφορά του σε όσους τιμούν την αρετή και δεν συμφωνούν στον τρόπο -σπουδές το λέμε σήμερα- με τον οποίο οι νέοι θα οδηγηθούν σε αυτήν.  Από τα χρήσιμα οι νέοι πρέπει να διδάσκονται τα αναγκαία κι από αυτά μόνο όσα ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους. 
-Στον Αριστοτέλη η παιδεία είναι πολιτικό θέμα διότι: α. έχει μεγάλη σημασία για το πολίτευμα κι έχει θετική επίδραση στη λειτουργία της πόλεως. (αν η εκπαίδευση στοχεύει στην αρετή, η αρετή έχει ως αποτέλεσμα την ευδαιμονία των πολιτών, που είναι ο ύψιστος στόχος της πόλης)∙αν παραμεληθεί η παιδεία βλάπτεται το πολίτευμα. β. το κράτος είναι αυτό που πρέπει να ρυθμίζει με σχετικούς νόμους τα θέματα της παιδείας γ. όλοι οι πολίτες ανήκουν στο κράτος, επομένως η παιδεία είναι υπόθεση του κράτους. 
-Περί παιδείας: (βλ.σχόλιο σελ.208) στο κείμενο αυτό ο Αριστοτέλης θίγει τα εξής: α) πρέπει να υπάρχουν νόμοι του κράτους, οι οποίοι θα ρυθμίζουν θέματα της παιδείας β) η μόρφωση των νέων πρέπει να ταιριάζει με το πολίτευμα του κράτους γ) η παιδεία προετοιμάει τους νέους για την άσκηση κάποιας  τέχνης και για τις πράξεις της αρετής δ) η παιδεία των νέων θα πρέπει να είναι μία και ίδια για όλους ε) τα θέματα της παιδείας πρέπει να ανήκουν στην αρμοδιότητα του κράτους στ) το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα είναι αυτό των Λακεδαιμονίων
-Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο πρέπει η παιδεία να έχει δημόσιο χαρακτήρα και να είναι κοινή και ίδια για όλους είναι αυτό που χαρακτηριστικά γράφει στο σχόλιο (βλ.σελ.208): όλοι οι πολίτες ανήκουν όχι στον ευατό τους, αλλά στην πόλη και καθώς όλοι οι πολίτες έχουν να επιτελέσουν σα σύνολο έναν σκοπό, είναι φανερό ότι και η παιδεία πρέπει να είναι μία και η ίδια για όλους. Ο Αριστοτέλης προτείνει την περαιτέρω εκπαίδευση των νέων, στην οποία ουσιαστικό ρόλο παίζει τόσο ο πολιτικός που χαράσσει την εκπαιδευτική πολιτική όσο και ο νομοθέτης. Οι δυο τους θα συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα αγωγής τα θέματα πρώτης πρακτικής ανάγκης, όχι όμως όλα· αυτά μόνον που αρμόζουν σε ελεύθερους πολίτες, όχι σε δούλους. Η ενότητα ολοκληρώνεται με μία ακόμη εκπαιδευτική πρόταση. Οι νέοι οφείλουν να μάθουν πράγματα που δεν θα τους μεταβάλουν σε βάναυσους, δηλαδή σε ευτελείς και τιποτένιες προσωπικότητες. Τέτοια πράγματα -κάποια τέχνη ή και μάθηση- είναι αυτά που αχρηστεύουν το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων στην άσκηση και την εφαρμογή της αρετής. οι χρήσιμες γνώσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό. Ο χαρακτήρας της παιδείας, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να είναι κυρίως ηθοπλαστικός και να στοχεύει τόσο στη διαμόρφωση του σώματος όσο και του πνεύματος του ελεύθερου ανθρώπου.
-Ο Αριστοτέλης στην ενότητα αυτή δίνει τα όρια ανάμεσα στη γνώση που προάγει συνολικά τον άνθρωπο και σε εκείνη που τον «υποδουλώνει» από μία άποψη. Φαίνεται ότι δεν αποδοκιμάζει απολύτως καμιά διάσταση γνώσης (χρήσιμη, αναγκαία, επιστημονική και ηθοπλαστική), απορρίπτει όμως τη μονοδιαστατικότητα της παρεχόμενης γνώσης και μάλιστα της πρακτικά / επαγγελματικά προσανατολισμένης. Προβάλλει ένα πρότυπο γνώσης που συνθέτει τη χρησιμότητα, την αναγκαιότητα, την επιστημονική αλήθεια με κυρίαρχο τον ηθοπλαστικό προσανατολισμό. Στο παιδευτικό πρόγραμμα του Αριστοτέλη έχει θέση και το χρήσιμο και η ελεύθερη απασχόληση και η επιστημοσύνη, αποκλείεται όμως ό,τι θα έθιζε τον νέο στην ευτέλεια και την ποταπότητα (βάναυσον ἔργον). 
- «Βάναυσον δ’ ἔργον» (< βαύναυσος από το βαῦνος < αὔω: η λέξη σήμαινε τον τεχνίτη, τον σιδηρουργό, που έμενε μόνιμα στην πόλη και εργαζόταν εκεί. Οι τεχνίτες ήταν απαραίτητοι και πολύτιμοι για την πολιτεία, αλλά οι νομαδικοί και φιλοπόλεμοι λαοί τους περιφρονούσαν. Οι βάναυσοι ή το βάναυσον αναφέρονται στην τάξη των εργατών που ασκούν μηχανική και ταπεινή τέχνη). Τα έργα που δεν ταιριάζουν στους ελεύθερους ανθρώπους είναι αυτά που καθιστούν τον άνθρωπο που τα επιτελεί βάναυσο, δηλαδή ανίκανο να κατακτήσει την αρετή και να πράξει σύμφωνα με αυτή. Έτσι η επαγγελματική εκπαίδευση συνδέεται με τους «βαναύσους», δηλαδή με τους ανθρώπους που διαθέτουν τη γνώση και την κατασκευαστική τους ικανότητα στην υπηρεσία των άλλων με αμοιβή, αλλά αυτό είναι στοιχείο δουλικότητας. Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης διακρίνει τη γνώση από την κοινωνική λειτουργία της, από την άποψη ότι η γνώση που οδηγεί σε επαγγελματική εξειδίκευση στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δεν αναιρεί τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας, γιατί ο άνθρωπος «εμπορευματοποιεί» την επαγγελματική γνώση του, δηλαδή ένα ποιοτικό γνώρισμα της ύπαρξής του, και το υποτάσσει στη βούληση του άλλου. Αυτό δεν μπορεί όμως να είναι έργο παιδείας που ταιριάζει σε πολίτη, δηλαδή σε άνθρωπο ελεύθερο και αγαθό που υπηρετεί συνειδητά την πόλη.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου